18.5 C
Trikala
Τρίτη, 21 Μαΐου, 2024

Ένα μικρό απόσπασμα από το μυστικό του κλειστού δωματίου της συγγραφέως Ιωάννας Χαρμπέα Το τέλος της κατάρας

Η  Αλεξάνδρα αποφασίζει να γράψει ένα βιβλίο για όλο αυτό το όνομα της πρωταγωνίστριας Μελίνα όπως τότε που τον γνώρισε στο τσατ. Και ενώ ξεκίνησε ήδη τη συγγραφή του βιβλίου και είχε ήδη γράψει αρκετά. Δεν γνώριζε το τέλος. Ήθελε μόνο το βιβλίο της να έχει ένα αισιόδοξο τέλος, δεν ήθελε να πικράνει τους αναγνώστες της , ήθελε μόνο να τους διδάξει. Και ενώ βασάνιζε το μυαλό της πως θα μπορούσε να δώσει μια νότα ανάσας σε όλο εκείνο το σάπιο σκηνικό και φυσικά δεν ήθελε να αλλάξει την ιστορία, δεν ήθελε να γράψει κάτι ψεύτικο ήθελε εκείνη τη δική της αληθινή ιστορία όπως ακριβώς την είχε ζήσει. Ήθελε να ξεδιπλώσει την ψυχή της σε ετούτες τις κόλλες χαρτιού που είχε μπροστά της, ήθελε μαζί με τη βιβλιοδεσία του βιβλίου να δέσει και τα τεμαχισμένα κομμάτια του μυαλού της γιατί μετά από όσα έζησε ήταν σκόρπια.

- Advertisement -

Κόντευε και εκείνη πλέον να χάσει τα λογικά της κάτι  έπρεπε να κάνει προκειμένου να μείνει εκεί στον κόσμο της λογικής και όχι του παραλογισμού που τη φλέρταρε. Και η συγγραφή ήταν ένας τρόπος να βγάλει τα άσχημα συναισθήματα προς τα έξω. Όταν κρατάμε μέσα μας το δηλητήριο που μας δίνουν οι άλλοι κινδυνεύουμε να γίνουμε ένα με αυτούς. Όχι λοιπόν δε θα έκανε τη χάρη στον πρώην σύζυγό της. Έπρεπε να τελειώνει με το παρελθόν και να πάρει εκείνο το μαχαίρι και να κόψει τον κόμπο που δε λυνόταν αλλιώς. Βήμα βήμα στο μυθιστόρημα εξιστορούσε ότι ακριβώς είχε ζήσει, έτσι ακριβώς όπως τα είχε ζήσει από παιδί μέχρι το σήμερα, μέχρι το τώρα. Η κατάρα είχε ξεκινήσει από τη στιγμή που συνάντησε το σύζυγό της, αλλά τότε δεν το γνώριζε.

Πώς λοιπόν δίνεις οριστικό τέλος σε μια κατάρα; Κάτι θα έβρισκε για να ωραιοποιήσει το τέλος. Και όμως πολλές φορές η ζωή η ίδια οδηγεί τα βήματα μας και δίνει λύσεις λες και είναι αυτοματοποιημένο σύστημα που όλα είναι ρυθμισμένα και ότι γίνεται έχει το σκοπό του και συμβαίνει  Το τηλέφωνο χτύπησε για να οδηγήσει την Αλεξάνδρα σε εκείνο το τέλος που έψαχνε για να  έρθει η λύτρωση στα δεινά που είχε περάσει. Η παλιά μονοκατοικία  πήγαινε για κατεδάφιση  και η  Αλεξάνδρα έπρεπε να είναι παρούσα ως ιδιοκτήτρια που ήταν. Ντύθηκε βιαστικά πήρε την τσάντα της και έφυγε, ήθελε να είναι εκεί νωρίτερα να δει για τελευταία φορά εκείνο το κλειστό δωμάτιο που της κατάστρεψε τη ζωή.

Ανοίγει την πόρτα του σπιτιού και ένα ρίγος διαπερνά το κορμί της. Εκεί μέσα είχε ζήσει τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής της την ίδια στιγμή που η δυστυχία της ήταν δίπλα της κουρνιασμένη σε εκείνο το καταραμένο δωμάτιο και περίμενε για να την κατασπαράξει. Απόσταση αναπνοής χώριζε την ευτυχία από τη δυστυχία και εκείνη βρισκόταν στα πουπουλένια παπλώματα του ονειρεμένου κόσμου που είχε χτίσει.  Τώρα όμως έπεσε το τείχος του ψεύδους, είχε την αλήθεια εδώ μπροστά της. Οι τοίχοι αυτού του δωματίου είχαν κλείσει ότι θα έκλεβε την ευτυχία της. Δεν έπρεπε να υπάρχουν, έπρεπε να γκρεμιστούν. Πριν γκρεμιστούν όμως και γίνουν μπάζα, σκόνη και θολωμένος άνεμος έπρεπε να πάρουν μαζί τους και εκείνο το μυστικό που  έκρυβαν τόσο καλά. Η Αλεξάνδρα ανοίγει τη μεγάλη δερμάτινη τσάντα της και ψάχνει, ψάχνει μια κόκκινη κιμωλία που την κρατούσε χρόνια από το δημοτικό τότε που έγραφαν με κιμωλίες στους μαυροπίνακες του σχολείου. Στην κόκκινη αυτή κιμωλία είχε κλείσει τις αναμνήσεις των παιδικών της χρόνων. Και την κρατούσε σαν κάτι ιερό, σαν φυλαχτό! Δεν την είχε χρησιμοποιήσει ποτέ και θα τη χρησιμοποιούσε μόνο όταν ήταν ανάγκη. Σαν κάτι μαγικό που θα το έγραφε με την κόκκινη κιμωλία και θα γινόταν. Το μόνο που είχε γράψει τότε που ήταν πιτσιρίκα στο δημοτικό με την κιμωλία αυτή ήταν η φράση; Κάποτε θα γίνω συγγραφέας.  Αυτό ήθελε τότε. Τώρα όμως ήθελε να δώσει τέλος στα άσχημα που έκρυβε αυτό το καταραμένο δωμάτιο. Παρότι ήταν άδειο και ερημωμένο από εκείνα τα βαλσαμωμένα μέλη που αποθήκευε εκεί ο άντρας ωστόσο, παρότι η πόρτα του ήταν πλέον ορθάνοιχτη και το φως του ήλιου έλουσε τους λερωμένους τοίχους του ωστόσο η μυρωδιά της αρρώστιας της τρυπούσε τη μύτη. Ήταν εκείνη η κατάρα που δε θα εξανεμίζονταν. Ίσως να έμενε και μετά το γκρέμισμα και να ακολουθούσε την Αλεξάνδρα. Ήθελε τόσο να απαλλαχτεί από όλο αυτό αλλά πως; Και τότε χωρίς να στο σκεφτεί και με τρεμάμενο χέρι αρχίζει να γράφει με την κόκκινη κιμωλία στον τοίχο που ήταν ακριβώς απέναντι από το παράθυρο με κεφαλαία γράμματα: ΤΕΛΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΡΑ!  Αυτός θα ήταν και ο τίτλος του βιβλίου της τέλος στην κατάρα. Και αναρωτιέται κανείς πως δίνεις τέλος σε μια κατάρα που σε κυνηγά; Πως μπορεί να είναι σίγουρη ότι αυτή η κατάρα δε θα κυνηγά το ίδιο της το παιδί. Το κλειστό δωμάτιο ήταν εκείνο που είχε σημαδέψει τη ζωή του άντρα της, της δική της και ίσως του παιδιού;

Ήθελε να πιστεύει ότι μαζί με το γκρέμισμα του σπιτιού εξαλείφθηκε αυτή η κατάρα. Δεν υπάρχει πλέον το κλειστό δωμάτιο. Δεν υπάρχουν μυστικά, δεν υπάρχουν ενοχές η ζωή προχωρά και ο χρόνος είχε εξαλείψει, ισοπεδώσει ότι κακό υπήρχε.

Την άλλη μέρα ξαναπήγε να βεβαιωθεί ότι γκρεμίστηκαν όλα. Με σανδάλια στα πόδια περπατούσε πάνω στα συντρίμμια και στα σίδερα. Τα πόδια είχαν ματώσει , αίμα έσταζαν, πονούσε αλλά ο πόνος της ψυχής ήταν μεγαλύτερος και έτσι δεν ένιωθε τον σωματικό πόνο. Ένα γιατί να ζήσει όλα αυτά σκεφτόταν. Πώς μπορεί  κανείς να αλλάξει τη μοίρα του και το πεπρωμένο του; Πάντα ήθελε να γίνει καλή

συγγραφέας και τώρα ήταν πολύ κοντά στο όνειρό της. Ένιωθε ότι πλησίαζε εκείνη η μεγάλη ώρα που ποθούσε, η ώρα της συγγραφικής καταξίωσης. Όμως ποτέ δε μπορείς να είσαι σίγουρο για τίποτα στη ζωή! Εκεί που όλα βαδίζουν προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση κάτι γίνεται και όλα χαλάνε.  Δεν ήθελε όμως να σκέφτεται απαισιόδοξα πλέον. Είχε μια καλή διαίσθηση ότι θα έπεφταν οι τίτλοι τέλους στην ταινία της ζωής της. Ένας καλός  επίλογος είχε γραφτεί από τη μοίρα που τόσο την ταλαιπώρησε όλα αυτά τα χρόνια. Τώρα η μοίρα θα της χαμογελούσε το ένιωθε ότι όλα έπαιρναν το δρόμο τους. Ένα δρόμο που είχε χαράξει όταν ήταν ακόμα κοριτσάκι, τότε που καθισμένη στην αυλή του σπιτιού σε ένα μικρό σκαμπουδάκι αποτύπωνε τις σκέψεις της σε ένα κομμάτι χαρτί που είχε πάρει από τα τσιγάρα του πατέρα της.  Εκεί είχε γράψει το πρώτο παιδικό τραγούδι με τίτλο η  Άνοιξη και η φίλη της η Έλενα απορούσε πως μπορούσε και έκανε ομοιοκαταληξία. Ασυνείδητα λοιπόν η Αλεξάνδρα είχε ανοίξει χωρίς να το γνωρίζει τότε ένα πλατύ , τεράστιο δρόμο το δρόμο της συγγραφής που θα την ακολουθούσε μια ζωή. Πολλές φορές δεν το καταλαβαίνουμε αλλά κάποια πράγματα τα κουβαλάμε στη ζωή μας από τα πρώτα μας παιδικά χρόνια και μας ακολουθούν καθόλη τη διάρκεια της. Άλλοτε ευδοκιμούν και άλλοτε μένουν ασθενικά στο πέρασμα των χρόνων , ώσπου να έρθει εκείνη η στιγμή που μια σπίθα θα ανάψει όλα εκείνα που κρύβουμε μέσα μας. Τις ευαισθησίες , τους φόβους μας , τα όνειρά μας όλα αυτά θα γίνουν ένα μεγάλο κύμα που θα παρασύρει τα γρανάζια της ψυχής μας σε μια κίνηση, αναζωπύρωση των όσων καταδικάζαμε να μένουν προσκολλημένα εκεί βαθιά στο είναι μας. Μια στιγμή αρκεί για να πάρει μπροστά η μηχανή του μυαλού και να ξεθάψει όσα είχαν θάψει οι μέρες, οι μήνες τα χρόνια. Και για την Αλεξάνδρα αυτή η στιγμή ήταν εδώ και τώρα , δε χωρούσε άλλη αναβολή έπρεπε να δώσει και επίσημα πλέον ένας τέλος σε όσα την κυνηγούσαν χρόνια τώρα. Δε μπορούσε αυτό τον ανελέητο πόλεμο της μοίρας, ευτυχώς όλα αυτά τα χρόνια είχε ψυχικό αποκούμπι τη συγγραφή. Εκεί έβγαζε όλο τον καημό. Εξάλλου είχε τόσα αληθινά γεγονότα να εξιστορήσει που η πένα είχε πιάσει φωτιά.  ( Απόσπασμα από το μυστικό του κλειστού δωματίου, συγγραφέας  Ιωάννα Χαρμπέα, Δυάς Εκδοτική)

Array

 

Δείτε όλα τα βίντεο στο WEBTV του trikalaola.grClick στην TV
Συγκεντρωμένα όλα ΕΔΩ