17.8 C
Trikala
Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024

Α Ε Τ Ι Ν Α

Αετίνα ήσουν και γέρασες, αετίνα είσαι και γέρνεις,

- Advertisement -

λίγα σου μείναν πια φτερά, τα κόρφια σου γδαρμένα,

τα πόδια σου στραβώσανε, τα νύχια σου σπασμένα

μα στέκεις κι άγρυπνη θωράς, παλιά και περασμένα

 

Το ράμφος σου το τρομερό, ανήμπορο μένει, μ’ ανοιχτό

κι απ’ την αλάθωτη ματιά, αντλείς τη δύναμή σου

απ’ την αγέραστη καρδιά, παίρνεις την αντοχή σου

κι όλο κρώζεις, νοσταλγείς, στα ύψη πάει ο νους σου

 

Ψυχή έχεις ακούραστη, φλόγες πετά η ματιά σου

και το κορμί το γέρικο, τη δίψα έχει Θεό του,

με τα φτερά σου θες ξανά, στον ήλιο να πετάξεις

τώρα που απλώθηκε πλατιά, τη στέγη σου να φτιάξεις

 

Βλέπω απ’ τα μάτια της ψυχής, ν’ αφήνεις τη φωλιά σου

μέσα στο χάος πια πετάς, κράζεις κι όλο προστάζεις,

πώς νόμισα, ω συ αετίνα μου, πως γέρασες κι εχάθεις!

Που ’σκιαζες αστραποβροντήματα κι ανθρώπων τα πελέκια!

 

Βλέπω να ορμάς μες στις βροντές και μες στ’ ανεμοβόρια

κι είναι της γης κι ανθρώπινα, με μίση και με βόλια

στα νύχια τους καρφώθηκες, γκρέμισαν τη φωλιά σου

σ’ απόχες μαύρες έπεσες, σε βάλαν στα κλουβιά τους

 

Κι εκεί σου πελεκήσανε τα νύχια, τα φτερά σου

τ’ αετόπουλα πετάξανε, να σβήσουν τη μαγιά σου,

θυμήσου, ω συ αετίνα μου, όρμησες σαν θεριό,

τ’ αετόπουλά σου έσωσες, μέσα απ’ τη φωτιά τους

 

Κι εσύ πάλι τους ξέφυγες, τους άφησες στον ύπνο

στα όνειρά τους βλέπανε να σε ξεπουπουλιάζουν

κι ανέβηκες πιο αψηλά έχοντας στα φτερά σου

παιδιά του ήλιου κι έκρωζαν τ’ αφτέρωτα παιδιά σου

Κι αλύχτιζαν απ’ το κακό, οι λύκοι, τα τσακάλια

μαύρη η τρίχα τους, τραχιά και μίσος στη λαλιά τους

και έστησες πιο αψηλά την αετοφωλιά σου,

να μη γρικούν, να μην ακούν, τ’ αναστενάγματά σου

 

Αμέτρητα είχες τραύματα στα ολόλαμπρα φτερά σου

και πέταξες πιο αψηλά κρώζοντας προς τα κάτω,

μαύρισε η γη μας μονομιάς, στέκι έφτιαχν’ ο χάρος

μαύρη του δώσαν εντολή, να σφάξει τα παιδιά σου

 

Πετούσες μ’ άλματα πολλά, απάνω στα ουράνια

και τ’ άγρια σου κρωξίματα, φέρανε τη φοβέρα

μιλιούνια γίναν οι αετοί, βρόντηξαν οι φωνές τους

λύκοι, τσακάλια να σιωπούν, κάτω απ’ τη σκιά σας

 

Και ράντιζες τους ουρανούς με αίμα απ’ την καρδιά σου

τρέξαν οι αγγέλοι του Θεού, συνάχτηκαν κοντά σου,

τους πόνους σου σαν άκουσαν και τα παράπονά σου

σαν πούπουλο σε πήρανε στα ολόλευκα φτερά τους

 

Με έγνοια σε τηράξανε πα στα ουράνια ύψη

κι εκεί, σαν άσπροι αετοί, δέσαν τα τραύματά σου

και γέμισε ο ουρανός και άστραψε ο ήλιος

φτερά αγγέλων κι αετών, μ’ αστέρια δείχναν του φωτός

 

Και μια κατάλευκη σκιά εσκέπασε την πλάση

κι ακούγονταν φωνές στη γη, απ’ την ουράνια λάμψη

κι όπως η σκιά σου απλώθηκε, πα στα κοντυλοχόρτα

σε κοίταζαν οι πέρδικες, τ’ αηδόνια, τα τρυγόνια.

 

Να σε τηρούν απ’ τα βουνά και γύρα απ’ τα χωριά μας

πουλιά που ο τρόμος έπνιγε και θέριζε ο χάρος

κι εγώ ήμουν αετόπουλο, μικρότερό σου αδέρφι

μόνο να κράζω μπόραγα και κράταγα δεφτέρι

 

Βλέπεις, θυμάσαι, και πονάς, εκείνα τα τσακάλια

κέρατα είχαν και φωτιές, δόντια, ουρές, δρεπάνια

να ’ρθει μια μέρα προσδοκώ, λίγο εσέ να μοιάσω

να κράζω θέλω δυνατά κι όλα να τα τρομάζω

 

Δρόμο να πάρουν και φυγή, αυτή που τα ταιριάζει

όλα απ’ όσα απόμειναν, φίδια φαρμακωμένα

που μας χαλάσαν τις φωλιές κι έφεραν την κατάρα

τύχη και δεν συμμορφωθούν, όλα θα τα χαλάσω

 

Και να σου φέρω με χαρά, κλώνους ελιάς και κρίνα

να δεις εσύ και να γευτείς των νιων τα μεγαλεία!

Και να, αετίνα βρίσκομαι, κοντά και σε θαυμάζω

κι αχόρταγος κι ακράτητος, θωρώ την αρχοντιά σου

 

Σε βλέπω ν’ αναδεύεσαι, τη νάρκη σου να διώχνεις

να ξεδιπλώνεις τα φτερά και δύναμη να παίρνεις

να με τηράς κατάματα κι εγώ ν’ ανατριχιάζω,

κι ένα δάκρυ απ’ τη ματιά, να πέφτει στα φτερά σου

 

Κι όλο βαθιά ψαχνόμαστε και οι ματιές μιλούνε

καθάριες είναι και καυτές που καίνε και καμίνι

σε προσκυνώ, αετίνα μου, καμάρι μου και φως μου

τ’ αδέρφι σου είμαι κι αετός κι ελπίδα αντλώ από σένα

 

Απ’ τα φτερά μου τα πολλά που είναι μουδιασμένα

λίγα να δώσω εγώ σε εσέ, που τα ’χεις μαδημένα

μα εσύ ορμάς και χάνεσαι, τον ουρανό ομορφαίνεις

ωχού! Πώς βγάζω μια φωνή και ο καημός μου φεύγει!

 

Πώς νόμισα, αετίνα μου, που σ’ είδα γερασμένη!

Ω πυραχτίνα μου, χρυσή, χιλιοτραγουδισμένη

πετώ και όλο προσπαθώ δίπλα σου να πλευρίσω

μα να, που αντραλίζομαι, απ’ τα δικά σου ύψη

 

Καρδιά σαν τη βελανιδιά έχεις στα σωθικά σου

κι ευθύς σαν το κατάλαβες, με πήρες στα φτερά σου

και να με μάθεις νοιάστηκες να βγαίν’ το κρώξιμό μου

εχτροί ν’ ακούν, να σκιάζονται, από τον ερχομό μου

Αχ! Μωρ’ αετίνα μου, εσύ κι εγώ μικρό σου αδέρφι!

Πώς έφυγαν και χάθηκαν οι πιο καλοί μας χρόνοι!

Μα να πετούμε είναι γραφτό, πα στα καθάρια ύψη

να βλέπουμε την άνοιξη, η καταχνιά να φεύγει

 

Στην αδελφή μου Όλγα, αξιωματικό του Ε.Λ.Α.Σ

Φύρτη, Γερμανία 13.05.1996

 

 

 

Array

 

Δείτε όλα τα βίντεο στο WEBTV του trikalaola.grClick στην TV
Συγκεντρωμένα όλα ΕΔΩ