18 C
Trikala
Σάββατο, 27 Απριλίου, 2024

Η ΙΕΡΟΣΥΝΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ

Στους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτες

- Advertisement -

πρ. Τρίκκης και Σταγών κ.κ. Αλέξιο,

Τρίκκης και Σταγών κ.κ. Χρυσόστομο,

στο ξεκίνημα μου,  Μητροπολίτη Ν. Κρήνης και Καλαμαριάς κ.κ. Ιουστίνο.

 

Αν ο George Berkeley αμφισβητούσε τον ήχο από το πέσιμο ενός δέντρου στο δάσος μακριά που δεν είχε δει, εντούτοις γνώριζε ότι υπάρχουν δέντρα και ότι από το πέσιμο τους παράγεται ένας ήχος. Το να προσπαθείς να μιλήσεις για ένα θέμα βιωματικό που δεν ζεις και δεν γνωρίζεις τη φύση του, όπως αυτή της ιεροσύνης, δεν σημαίνει την πλήρη άγνοια περί αυτού.

Έτσι λοιπόν επιλέγω σήμερα χωρίς φόβο και πάθος, μάλλον με σίγουρο το πάθος, να σκεφτώ και αυτές τις σκέψεις μου να τις εκφράσω μέσα από τη δική μου προσωπική ματιά. Επουδενί οι σκέψεις αυτές δεν είναι ικανές να αντικαταστήσουν την αλήθεια των πραγμάτων, έχω όμως συνάμα την αίσθηση, ισχυρά θα έλεγα, πως ανταποκρίνονται σε ένα μέρος της κατάστασης. Δεν έχει σημασία αν είναι μεγάλο ή μικρό. Εξάλλου στη ζωή η ποσότητα δεν πληροί τις προϋποθέσεις ανταπόκρισης στην ουσία των γεγονότων, αλλά αναδεικνύεται όπως γνωρίζετε η ποιότητα ως το αισθητήριο, εκείνο το κριτήριο της κοινής συνάντησης στο πως και στο γιατί των συμβεβηκότων.

Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος έχει αφιερώσει την Γ’ εβδομάδα των νηστειών στις ιερατικές κλήσεις. Η ιεροσύνη βρίσκεται πάνω από τα πάντα στην κτίση και χαρακτηρίζεται ως «μέγα υπούργημα» από τους Πατέρες της εκκλησίας μας. Η ιεροσύνη δεν είναι λύση όπως συχνά συμβαίνει, δεν είναι το καταφύγιο μιας παραίτησης, μιας απροϋπόθετης δραπέτευσης, ο χώρος ενός ανεπεξέργαστου προσανατολισμού, το εύκολο μιας βολεμένης ζωής. Κατ’ αρχάς δεν είναι βόλεμα. Είναι έξοδος από το βόλεμα, είσοδος στην επανάσταση. Και η επανάσταση δεν συνθηκολογεί με την αταραξία, την απάθεια, τον εφησυχασμό. Έχει ζωντάνια, κινητικότητα, επαγρύπνηση.

Η ιεροσύνη είναι κάτι ανεξήγητο. Τόσο a priori σαν βιωματικός πόθος, όσο και a posteriori ως εν ενεργεία βίωμα. Όποιος θεωρήσει πως αποτελεί κατάκτηση, μάλλον έχει μπερδέψει το Everest με το μη δικαιωματικό. Κανείς δεν δικαιούται να ντυθεί το ένδυμα της ιεροσύνης, πόσο μάλλον να ανταποκριθεί στις προϋποθέσεις της. Ο κληρικός το γνωρίζει αυτό πολύ καλά αφού πριν την υμνωδία του Χερουβικού ύμνου κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας ο ιερέας ξεκινάει τις ευχές με τη φράση «Οὐδεὶς ἄξιος τῶν συνδεδεμένων ταῖς σαρκικαῖς ἐπιθυμίαις καί ἡδοναῖς προσέρχεσθαι ἢ προσεγγίζειν ἢ λειτουργεῖν σοι, Βασιλεῦ τῆς δόξης· τό γάρ διακονεῖν σοι μέγα καί φοβερόν καί αὐταῖς ταῖς ἐπουρανίαις δυνάμεσιν. Ἀλλ᾿ ὅμως, διά τήν ἄφατον καί ἀμέτρητόν σου φιλανθρωπίαν, ἀτρέπτως καί ἀναλλοιώτως γέγονας ἄνθρωπος καί ἀρχιερεύς ἡμῶν ἐχρημάτισας καί τῆς λειτουργικῆς ταύτης καί ἀναιμάκτου θυσίας τήν ἱερουργίαν παρέδωκας ἡμῖν, ὡς Δεσπότης τῶν ἁπάντων». Έτσι λοιπόν κανείς δεν δικαιούται την αξιοσύνη αυτή του μεγάλου αυτού υπουργήματος, γιατί αν θεωρεί τον εαυτό του ότι του έχει δοθεί η ιεροσύνη δικαιωματικά, τότε προφανώς με την ίδια άνεση το άκτιστο νοείται στη σφαίρα του κτιστού και ο Θεός κατά μία άλλη έννοια παύει εξολοκλήρου πλέον να είναι ο «Deus secretus» του ιερού Αυγουστίνου και φυσικά δεν Του ταιριάζουν το «μη είναι» του Μαξίμου Ομολογητού αλλά το Είναι, εν μέρει όπως συναντάται στη χαϊντεγκεριανή σκέψη.

Η ιεροσύνη είναι χάρισμα του Τριαδικού Θεού προς τον άνθρωπο. Δεν δίνεται ως αντάλλαγμα, δεν αποκτιέται όπως ένα αντικείμενο, δεν κερδίζεται μέσα από προσπάθεια. Ποτέ και κανείς δεν είναι σε κατάσταση πλήρωσης των κριτηρίων της ιεροσύνης. Η ιεροσύνη δεν ανήκει σε κανέναν και δεν αποτελεί σημείο εξουσιαστικότητας. Είναι γεμάτη από θεία χάρη και αυτό τη διαφοροποιεί από κάθε κοσμική εξουσία.

Είναι έρωτας. Πολλές φορές σφοδρός, αναλλοίωτος, αμετανόητος, αχώριστος, άτρεπτος, αδιαίρετος, αυξανόμενος. Αρχή και τέλος. Το τέλος της αρχής και η αρχή του τέλους. Το ενδιάμεσο και το όλον των επισυναπτόμενων. Ορθρίζει το πνεύμα, μυρίζει Θεό και κατά Maurice Bejart «χορεύει και φιλάει Θεό». Είναι ανεξήγητη κι όμως εκδηλώνεται δια των ιερών μυστηριών. Μέσα από την ενότητα της πίστεως ως απαραίτητη προϋπόθεση και μέσα από την αγάπη. Δεν νοείται μόνο αγάπη. Νοείται όμως απαραιτήτως κοινή πίστη και αγάπη.

Υπάρχει η τάση, είτε κακοπροαίρετη είτε από άγνοια (γιατί αν ήταν καλοπροαίρετη δεν θα υπήρχε σαν τάση) να κατηγορούνται οι κληρικοί ως ανάξιοι. Ποιος είπε ότι είναι άξιοι; Δείξετε μου έναν άξιο που δεν είναι κληρικός; Πώς λοιπόν απαιτείτε έναν άξιο κληρικό, έναν άνθρωπο που βγήκε από τη μήτρα μιας γυναικός και φέρει πάνω του το προπατορικό αμάρτημα; Εν τέλει ποιο πιστοποιητικό καθαρότητας επιτρέπει στον καθένα δικαιωματικά να ζητά από τους άλλους αυτό που δεν κατάφερε ο ίδιος να είναι; Ο κληρικός κατά Μ. Βασίλειο πετάει από πάνω του ότι τον βαραίνει τη στιγμή που ιερουργεί. Κι αυτό δεν είναι ένα ανθρώπινο αξίωμα αλλά θαύμα της θείας χάριτος που δεν μολύνεται και από τον πιο αδιάφορο κληρικό.

Το κριτήριο του αναμάρτητου είναι άκαιρο λοιπόν. Εκείνο όμως που γνωρίζεται είναι το κατά πόσο ένας άνθρωπος επέλεξε την ιεροσύνη από έρωτα ή όχι. Κατά πόσο ερωτεύθηκε τον Χριστό, αυτόν τον «δικό μου έρωτα που σταυρώθηκε» κατά Ιγνάτιο Θεοφόρο και κατά πόσο απογοητευμένος και βρισκόμενος σε αδιέξοδο επέλεξε να κρυφτεί στην ιεροσύνη. Δεν είναι η ιεροσύνη ένα καταφύγιο συνάντησης απωθημένων και ανασφαλειών, αλλά πηγή ερωτικότητας. Εμμένω λοιπόν αθεράπευτα στο θέμα της ερωτικότητας. Γιατί και η ιεροσύνη είναι θέμα ερωτικότητας με το πρόσωπο του Χριστού.

 

Ηρακλής Αθ. Φίλιος

Βαλκανιολόγος, Θεολόγος

Array

 

Δείτε όλα τα βίντεο στο WEBTV του trikalaola.grClick στην TV
Συγκεντρωμένα όλα ΕΔΩ