Εδώ πέρα οι θεοί, πολεμώντας με τους τιτάνες, έσπειραν βράχους μεγάλους κι απότομους, για να γίνουν φυσικά οχυρά. Και κάστρα και πύργοι. Και σμίλεψαν ύστερα δρόμους ανάμεσά τους, χαράδρες και μονοπάτια, για να βρίσκουν τα νερά φλέβες σαν ανοίγει ο καιρός και λιώνουν τα χιόνια, όταν ο ήλιος αναμερί-ζει τα σύννεφα και μεγαλώνει τη μέρα.
Κάποιοι βράχοι ξεκόλλησαν, φαίνεται, και κατρακυλώντας με ορμή άνοιξαν γούβες. Και πετάχτηκε μέσα απ’ τα σπλάχνα της γης ζεστό νερό κι αγιασμένο. Κι αλάτι χοντρό και λευκό. Και σχηματίστηκε κάτω απ’ το βλέμμα των βράχων που ρίζωσαν «μια θάλασσα μικρή»: ο Αμβρακικός με τις σιωπηλές λιμνοθάλασσες και τους ήμερους κόρφους.
- Advertisement -
Άγναντα Άρτας | Άγρια Άλογα | Αθαμάνιο |
Δασικό Χωριό | Δασικό Χωριό Κέδρος | Έλατα – Χιόνια |
Φαράγγι Αράχθου | Γέφυρα Μεσόπυργος |
Η ορεινή Άρτα. Μια χάρη και μια δωρεά τυλιγμένη στα πράσινα φύλλα και στο παρθένο γρασίδι. Ταγμένη εκεί: στη λιτότητα, τη σεμνότητα και την καρτερικότητα της ανδρείας και της περηφάνιας. Φυσική, αυθεντική και, προπάντων, ανθρώπινη. Μαγε-μένη και παραδομένη στο θρόισμα των πεύκων και των ελάτων, που χιλιάδες χρόνια βυθίζονται στην ιστορία και λένε ασταμάτητα για τα παλιά, τα τωρινά, τα μελλούμενα. Εκστατική κι έκθαμβη κάτω απ’ το μουρμουρητό των νερών, που γλύφουν ακούραστα τις μικρές και ξανθές πέτρες κι απιθώνουν απάνω τους τα μυστικά των ανθρώπων και των καιρών.
Η ορεινή Άρτα. Ένα χάρμα. Γι’ αυτούς που κρατούν ακόμα λίγο τόπο στη μέσα ψυχή τους και γυρεύουν να βρουν ένα αγέρι αληθινό ν’ ανασάνουν. Γι’ αυτούς που κρατούν μια γωνιά μυστική στη ζωή τους και πεισματικά νοσταλγούν ένα χτίσμα παλιό, ένα δάσος, μια τοιχογραφία φτιαγμένη «σαν από χέρι θεού», για να μπορέσουν ν’ αλλάξουν δυο λόγια γλυκά με τον εαυτό τους.
Η ορεινή Άρτα. Που υψώθηκε και μεγαλούργησε. Που αποτύπωσε την ψυχή της στους βράχους και την παρέδωσε στους αιώνες, περνώντας την από χέρι σε χέρι, από γενιά σε γενιά, από μνημείο σε μνημείο.
Η ορεινή Άρτα. Που πολύ την αγάπησαν και τη λάτρεψαν τα παιδιά της. Και την κράτησαν ζωντανή κι όρθια. Γιατί άστραψε το καριοφίλι και βρόντησε στα λαγκάδια της. Και φούντωσε το αντάρτικο στις κορφές και τα πλάγια της. Σκουφάς, Κατσα-ντώνης, Καραϊσκάκης, Άρης, Ζέρβας. Στους δρόμους του αγώνα και της θυσίας. Για μια ιδέα. Για τη λευτεριά της πατρίδας. Που στέκει ακόμα στα καραούλια κι αγναντεύ-ει μακριά. Περιμένοντας τα παιδιά της: να ‘ρθουν απ’ τα ξένα. Περιμένοντας των παιδιών της τους φίλους. Τους ξένους. Τους περαστικούς. Να τους δωρίσει κάτι απ’ τη μαγεία του τοπίου της. Να τους φυτέψει κάτι απ’ τη γοητεία της ιστορίας της.
πηγη:http://www.visitarta.gr