13.9 C
Trikala
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024

Στην 5η Ανθολογία της ΕΕΛΣΠΗ Η Γιώτα Στρατή

«Είναι παραπάνω από βέβαιο ότι η αδυναμία των Ελλήνων να αποκόψουν την Ελλάδα από τα δεσμά του βάρβαρου Παγκόσμιου συστήματος, οφείλεται, ανάμεσα στα άλλα, και στην άγνοια του τι σημαίνει Ελλάδα, Ελληνισμός, Πολιτισμός. Επίσης οφείλεται στην απορρόφηση των πνευματικών ανθρώπων από το σύστημα, στην αποδυνάμωση των πολεμίων του Παγκόσμιου συστήματος…».

- Advertisement -

Καταγωγή από το Αίγιο. Αδειούχος Καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας. Παντρεύτηκε τον Δημήτρη Στρατή. Ζει στη Νέα Υόρκη από το 1970. Εργάστηκε στο λογιστήριο της Μόμπιλ-Οϊλ, και στον Εθνικό Κήρυκα. Ασχολήθηκε δραστήρια με   Ομογενειακούς Συλλόγους παρουσιάζοντας θεατρικά της έργα. Μέλος της Ε.Ε.Λ. Αθηνών, της ΠΕΛ, ΔΕΕΛ, της National League of American Pen Women, Poetry Forum of NY, Shelly Society, etc. Δημιούργησε την Ε. Θεατρικών Συγγραφέων ΝΥ. Έχει γράψει: 13 βιβλία, 28 θεατρικά, ιδιωτικές εκδόσεις και άλλα δημοσιευμένα κείμενα. Πολλά ανέκδοτα, στην Αγγλική.

Έχει πρωτεύσει σε πολλούς διαγωνισμούς σε όλα τα είδη του Λόγου (πρόσφατα στο Σικάγο για βράβευση διηγήματος στη μνήμη Θεανώς Μάργαρη, μέσω του δραστήριου Συλλόγου των Αθηναίων, Ν.Υ. (16 Μαρτίου, 2013) και με συνεργασία Πρεσβείας Ελλάδος, Τμήμα Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Τζόρτζτάουν και την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, ήταν καλεσμένη στο Μπαν Κάλτσουραλ Σέντερ, έδρα Κωνσταντίνου Καβάφη, Πανεπιστήμιο Τζορτζτάουν, στην Ουάσινγτον. Το δε ποίημα της ακολουθεί.

Έχει τιμηθεί τρεις φορές από τις Προέδρους της Κομητείας Κουήνς της ΝΥ, από δημόσια Σχολεία, από την Ομοσπονδία Ελληνικών Σωματείων, Συλλόγους και άλλους φορείς. Ασχολείται με την «Φωτογραφία και Ποίηση» ως και μοναδικές ηλεκτρονικές «Φωτο-συνθέσεις». Έχει ανέκδοτη εργασία σε όλα τα είδη του Λόγου. Έχει μεταφράσει αρκετούς ξένους ποιητές του Πόετρυ Φόρουμ, σε δίγλωσσες παρουσιάσεις τους.

http://astoriani.blogspot.gr/ yiotas@optonline.net

915 Mirabelle Avenue  Westbury, NY, 11590 516- 833 59-42

 

 

 

 

(Αποσπασματική παρουσία του έργου της Γιώτα Στρατή, Η.Π.Α.)

 

 

Αφιέρωμα στον Κ. Π. Καβάφη

 (29 Απρ. 1863-29 Απριλίου 1933)

 

Εύγε! Σε σένα που ευλογήθηκες

σκέψεις προκλητικές, κι ορμές απρόσκλητες

να βάζεις σε τάξη, βάλσαμο κερνώντας

μα κι ενόχληση, σε καρδιές ξάγρυπνες.

Η σκληροτράχηλη δύναμη του «Πρέπει»

σε καιρούς υποκριτικά επικίνδυνους,

ήταν αστέρι ευπρέπειας στη θέληση,

κεραυνός ανεπίστρεπτος

στην κρυφή αδυναμία.

 

Με τον αστερισμό σου, δεν πολυ-ασχοληθήκανε.

Δεν μάθαμε, ως είθισται στους καιρούς μας,

μόνο εκείνος ο του Λέοντος κυριάρχησε

στην εύθραυστη έσω ύπαρξή σου.

 

Ιχνογράφησες κρουνούς αγάπης,

ενστερνίστηκες αστραπές συχνά ειρωνικές

στη ματιά σου, άφησες ίχνη νέας δομής,

πελώρια, για να συγκρίνουμε τα δικά μας.

 

Μας κληροδότησες μια γραφή που γνώριζε

τη γεύση της βίας και της θωπείας,

μια ποιητική φωνή Σαπφική, πρωτόλαλη,

που κράτησαν αποκλειστικά οι βοριάδες

για τις ώρες της αφής,

και της αντάρας.

 

Οι λέξεις σου, διαλεγμένες.

Οι έννοιες, αλυσίδα άσπαστη,

έστω κι αν γεννήθηκαν σε στιγμές χρονοβόρες

ως και ζηλόφθονοι αντίπαλοι καταβρόχθισαν

το μέγα της γραφής σου έργο.

 

Στης ζωής τον κύκλο τον ατέλειωτο,

εμείς δεν έχουμε παρά ν’ αφιερώσουμε

τις ίμερες αχτίδες του νου μας.

 

Είναι η δίκαιη αιμοδοσία

στο αστείρευτο δικό σου όραμα,

που αναποδογύριζε προσεκτικά μια ηθική

εύθραυστη,

πασχίζοντας για ελπίδα της Αλήθειας,

για μια πλήρη επικοινωνία,

σε ολοκληρωμένη Κοινωνία,

 

δίχως ταυτόχρονα να απομακρύνεσαι

από το Αθάνατο Ελληνικό, μεγαλόπνοο Πνεύμα.

 

 

 

Η  κ α π έ τ α *

(Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημα:

«Η Νύφη της Πανσελήνου»)

 

Ξεψυχώντας ο Ιούλιος είχε τροχίσει τα δόντια του και τα έμπηγε στη γυμνασμένη σάρκα. Η κεντρική πλατεία της πόλης έβραζε. Η μελίγκρα στ’ αρρωστημένα πορτο-καλόδεντρα και τις απεριποίητες τριανταφυλλιές είχε φουντώσει. Τα μάτια μου αποτύπωναν τις γύρω εικόνες. Τόσο διαφορετικές από εκείνες του τότε.

-Αργεί…, σκέφτηκα. Καλύτερα, να ηρεμήσω…

Το ντύσιμό μου, για την από μένα προμελετημένη συνάντηση, ήταν ένα λευκό ντεπιές κι ένα καπέλο σε ξέχρωμο ροδακινί. Δεκαπέντε χρόνια ήταν πολλά για μια αγάπη που κόπηκε με το μαχαίρι της εγωιστικής αξιοπρέπειας.

Τον είδα. Ερχόταν, με βήματα αργά. Είναι δυνατόν να περπάτησε, μ’ όλη αυτή τη ζέστη; σκέφτηκα. Ναι. Μπορεί, για να μη δώσει υποψίες… Μα …, πώς έχει αλλάξει, Θεούλη μου! Ξεροψημένος, ξερακιανός, μόνο το κάτω χείλι του διατηρούσε την προκλητικότητά του.

-Μοντελάκι είσαι, είπε, δίχως να δώσει το χέρι. Πολύ όμορφη! Λίγο το χαμόγελο. Σύντομη η σιωπή. Πρέπει να είσαι ευτυχισμένη, έτσι; Κοίταξε γύρω και…

-Πού είναι ο άνδρας σου;

Τα μάτια μου έψαχναν ερευνητικά στο βάθος των χρόνων. Να είναι η αντίδραση, ο εγωισμός της ανταρσίας μου στην μη υποχώρηση της τότε στιγμής; Μέσα μου ζητούσα απάντηση, μα εκείνος, έξυπνα, δεν συνέχισε.

-Πήγαν για μπάνιο, είπα. Βγήκα ν’ αγοράσω μπαταρία, για τη φωτογραφική μου μηχανή. Τα καταστήματα είναι κλειστά, και είπα να σε ανησυχήσω… Θυμήθηκα ότι εσύ ξέρεις από… μηχανές… και μηχανήματα…

Ήθελα να ξεκαρδιστώ στα γέλια, μα σοβάρεψα!

-Καλά έκανες. Κι εγώ ήθελα κάποτε να σε δω. Εμείς, εδώ, τα ίδια! Έχω αγοράσει κάτι δεντροπερίβολα, αγρότης πλέον, κανονικός. Η … «κοντούλα» μου είχε κάτι δικά της χτήματα,

και δικό της σπίτι…

-Ναι, ναι, την ήξερα. Από το διπλανό χωριό …

Έφτιαξε λίγο την ιδρωμένη καπέτα(κυματιστό τσουλούφι μαλλιών, πάνω από το μέτωπο) από τα αραιά μαλλιά του. Διαπίστωσα ότι ακολούθησε το βλέμμα μου. (Κάποτε περνούσα τα δάχτυλα και του έφτιαχνα στο μέτωπο «στριφτά σαλιγκάρια». Αυτός γελούσε παιδιάστικα κι ας ήταν κάμποσο μεγαλύτερός μου… Τι ανόητοι που είμαστε, τότε, σκέφτηκα).

-Ώστε περιβολάρης, έ! Συνέχισα. Έχεις ξεροψηθεί για καλά. (μα… να έρθει με καρό φθινοπωρινό σακάκι και καφέ πολιέστερ παντελόνι!!! Αυτός!!! Περίεργο!) Περίμενα να χαμογελάσει λίγο, άλλωστε αυτό ήταν κάποτε η γοητεία του…

-Πώς τα περνάτε εκεί, πέραν του Ατλαντικού; Με ρώτησε με λίγη δυσκολία. Άνοιξα την τσάντα. Του έδειξα τ’ αγόρια μου. Εκείνος τις κόρες του…

-Ομορφόπαιδα! Μοιάζουν στον άνδρα σου αλλά και σε σένα.

Χαμογέλασα.

-Και οι δικές σου, συμπλήρωσα άχρωμα.

Σφιγμένα τα χείλη κι από τους δυο μας. Οι λέξεις λες και είχαν εξαφανιστεί. Οι πορτοκαλάδες που μας έφερε το μισοκοιμισμένο γκαρσόνι, δεν πρόφτασαν να ζεσταθούν. Ούτε και η συζήτηση. Η ζέστη είχε πλέον διπλασιαστεί…

-Πρέπει να γυρίσω, είπα κι ανασηκώθηκα. Δεν επέμεινε. Δώσαμε τα χέρια. Χαμογέλασε και… στο στόμα που κάποτε άφηνα τα δειλά φοιτητικά φιλιά μου, δυο δεξιά δόντια έλειπαν!

Ακολούθησε το βλέμμα μου.

-Αύριο, θα πάω στον οδοντίατρο, είπε με φανερή δικαιολογία.
-Αύριο πάμε στο αεροδρόμιο, είπα πετώντας ήδη ξαλαφρωμένη…

 

 

 

« Κ ο ν τ ά »

(απόσπασμα από το Θεατρικό: ΥΣΤΑΤΗ ΘΥΣΙΑ)

 

«Κοντά» είναι μια λέξη που δεν έχει σύνορα.

«Κοντά» είναι όταν δυο απόδημοι πρωτο-συναντιούνται

και κοιτούν ονειροπαρμένοι, το ίδιο φεγγάρι της πατρίδας.

Όταν νιώθουν την ίδια φλόγα να τους συγκλονίζει!

 

«Κοντά» είναι όταν με ένα φιλί ακινητείς τον κεραυνό.

Όταν με την τρέλα της πρώτης αγάπης κατορθώνεις

να ηχήσουν του έθνους οι καμπάνες

για να ξυπνήσει η ναρκωμένη απόσταση της συνείδησης!

 

Όταν φοβάσαι την αγάπη, το μυαλό γίνεται πλαδαρό!

Χάνεις τη σωστή κατεύθυνση. Η τρέλα της πρώτης ματιάς, γίνεται τόλμη κι αστράφτει στον ήλιο.

 

Μπορεί την Άγια Γη των προγόνων να την έχεις στερηθεί.

Μπορεί να μη θήλασες το άγιο αίμα της.

Μπορεί να πατιέται κι από άλλα πέλματα,

να οργώνεται από άλλα χέρια για να καρπίσει,

μα εγώ για σένα, για την αγάπη σου, για την αγάπη Της,

κάποια μέρα θα υψώσω αυτό το κορμί και να θυμίσω:

 

ΠΩΣ είναι να ατενίζεις περήφανα τον ήλιο!.

 

ΑΥΤΗ η Αγάπη, θα είναι ο δικός μας θησαυρός!

Θα ανήκει ΜΟΝΟ σε μας! Κι ας γεννηθήκαμε αλλού…

Σου ορκίζομαι ότι σε τούτο το στήθος, θα κατοικεί μια

πατρίδα ολόκληρη, με όλη τη δόξα και το μεγαλείο της!

Με όλες τις αδυναμίες και τα ελαττώματά της…

 

Μα όταν διπλώσω πάνω σου τούτα τα χέρια

που έχουν αγγίξει την αγαπημένη ακτή του Πόντου

και τον αιώνιο Ιωνικό Πολιτισμό,

η αγάπη θα γίνει δέρμα σου.

Σώμα σου.

 

Αν όμως, τούτα τα χέρια τα υψώσω εδώ,

στην Αθήνα, την κοιτίδα του Παγκόσμιου Πολιτισμού,

κι αγγίξω τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης,

τότε ο ουρανός θ’ ανοίξει στα δύο!!!

 

Οι φωτεινές αχτίδες του ηλίου θα περάσουν μέσα

από τις κολώνες του Παρθενώνα και θα υφάνουν μέσα μας το χρυσάφι της Γνώσης.

Έτσι οι πανέμορφες Καρυάτιδες θα λάμψουν με το χαμόγελο της Ελπίδας και της Ειρήνης,

κι ένα ουράνιο τόξο θα στεφανώσει τον Αττικό ουρανό!

 

Τούτα τα χέρια, που σε αγγίζουν, θα γίνουν πύρινη ρομφαία και σύμβολο παγκόσμιας λευτεριάς και ένωσης.

Ναι! Έτσι σπάζουν οι αλυσίδες που κρατούν λυγισμένο

το σώμα της Μάνας-Πατρίδας, της Μοναδικής.

 

Τότε θα τιναχτεί πανέτοιμη, πανέμορφη, μέσα από το μαύρο σύννεφο της υποδούλωσης η Αγάπη. Η δική μας Αγάπη.

Η Αγάπη του κόσμου. Για ν’ αγγίξει την Αθανασία.

Για ν’ αγγίξει τον ένα Θεό. Τον μοναδικό.

Τον αιώνιο Θεό της Ελλάδος…

Πολλοί είναι εκείνοι που θα ήθελαν να ζήσουν παρόμοιες αγάπες «επιμελώς ξεχασμένες»…

 

Η λήθη της Ρίζας, είναι έγκλημα!!!

Η τιμωρία αυτών που ξεχνούν, άσχετα από τον τόπο που

έχουν φυτρώσει, σημαίνει αφανισμό της ελληνικής ψυχής.

Μόνο με την Αγάπη!

Η Ψυχή και η Ιστορία του Έθνους μας,

θα αστραποβολούν αιώνια.

 

 

 

 

Στο αγέννητο ψαράκι μου

 

Θάλασσα, κόρη, η γαστέρα σου.

Ωκεανός της σκέψης τα γυρίσματα. Χαρές. Φοβίες.

Ψαράκι μου.

Φτερά τρυφερά. Ανάνοιχτα.

Κολυμπάς, ακούγοντας καρδιοχτύπια.

Κυκλικά μετράς τις αποστάσεις του χρόνου.

Σε άγγιξα. Με της Αγάπης τη γλώσσα σου μίλησα.

Απέθεσα στα ακροδάχτυλα τον μυστικό μας κωδικό.

Απάντηση δεν αισθάνθηκα.

Άλλωστε πολύς ο θόρυβος γύρω σου.

Η Γέννηση του Χριστού, θεϊκή· εορτάσιμη.

Λαμπερή αισιοδοξία στα μάτια.

Χαμόγελο Ελπίδας άπλετο.

Σε πρόσωπα λατρευτικά φωτισμένα

διάβαζα τη δική σου απάντηση:

-Να ελπίζεις.

Θα αγκαλιαστούμε κατά το Πάσχα,

Ψαράκι μου. Καλή Νύχτα.

(12-25-16)

 

Πες μου καρδιά

 

Πες μου, καρδιά,

πόσες καρδιές χωράς στην αγκαλιά σου.

Πες μου, αλήθεια, αν μετράς τα αμέτρητα φιλιά σου.

Πες μου, καρδιά, πώς τις καρδιές αληθινά ζυγίζεις

και κάτω από το βάρος τους πόσες φορές λυγίζεις.

Η Αγάπη και ο Έρωτας, πόσο σε συγκλονίζουν,

τα μυστικά τα όνειρα μαζί σου ξενυχτίζουν…

 

Ξέρω, καρδιά, κι ας σε ρωτώ, κι ας σταματώ το δάκρυ

να μη το δουν οι άκαρδοι.

Στου κόσμου κάποια άκρη χτυπούν καρδιές και κρύβονται

απ’ της ζωής τους γύπες που αδίστακτοι σε νέμονται,

κι εσύ, μετράς τις λύπες

σαν σέρνονται ασταμάτητες και σε περιτυλίγουν,

τραυματισμένη, ανήμπορη,

κι ας εύχεσαι να φύγουν…

 

Πες μου, καρδιά, αν σ’ αρνηθώ,

ποιος θα σε συγκρατήσει

τους τελευταίους χτύπους σου;

ποιος θα τους σταματήσει;

 

Κι εκείνη μου απάντησε με τον δικό της τόνο:

-Μόνο κάτω απ’ τη Μάνα Γη θα σβήσεις κάθε πόνο.

(02-13-17)

 

 

 

Σ ε λ ή ν η

 

Πελώριος δίσκος, χάλκινος, απόψε η Σελήνη.

Αφήνει τη σφραγίδα της στην παγωμένη νύχτα.

Μνήμες ξυπνά. Ανήσυχη καρδιά, πώς δραπετεύεις!

Κρυφές οι σκιές. Ανήλιαγες. Διάττοντες του χρόνου…

κι ως ανεβαίνει μαγικά, κρύβεται μες στα πεύκα

σαν διαγράφουν σιωπηλά του ανέμου τις ανάσες.

 

Να άδραχνα τον χρυσάργυρο, να τον ’φτιαχνα ασπίδα,

να προστατεύσω την μικρή, εφηβική αχτίδα

που σφράγισε την νύχτα μου

και ξύπνησα γυναίκα.

(04 Φεβρ. 2010)

 

Array

 

Δείτε όλα τα βίντεο στο WEBTV του trikalaola.grClick στην TV
Συγκεντρωμένα όλα ΕΔΩ