16.5 C
Trikala
Τετάρτη, 22 Μαΐου, 2024

Τιμής ένεκεν στις αποφράδες μέρες του χαλασμού

Απόσπασμα από το «Καλειδοσκόπιο στην ποίηση» -ΣΤΟΥΣ ΡΥΘΜΟΥΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ» αφιερωμένο στη Θεσσαλονίκη, στον κόσμο της Μι­κρασιατικής καταστροφής και στους Έλληνες της Δια­σποράς)

- Advertisement -

-Συναντηθήκαμε γοργά, μ’ αγέρα και βροχή

Που ράπιζε ανελέητα ανθρώπους και ψυχή

Μες στο κατακαλόκαιρο μια νύχτα φοβερή

Μια νύχτα καταμόναχη, μαύρη και σκοτεινή

Σε μια απόμερη αμμουδιά, βρεθήκαμε εκεί

 

Πάνω απ’ τα κεφάλια μας μαύρισε ο ουρανός

Και έκλαιγε και βόγκαγε και ο ίδιος ο Θεός

Βαριά ήταν η ανάσα του, πυκνά τα δάκρυά του

Κι άπλωσε τριγύρα μας δίχτυ πολύ πυκνό

Λες και μας  επροστάτευε απ’ του εχθρού τα μάτια

 

Θα ’μαστε καμιά τετρακοσαριά υπάρξεις ταπεινές

Σ’ ένα μικρό λιμάνι άγνωστο, απόμερο, κρυφό

Υπάρξεις που στα χείλη μας υπόγραφε ο πόνος

Και ένας άλλος πιο τρανός, απάνθρωπος, πικρός

Ήταν αυτός του διωγμού, ο μαύρος και σκληρός

 

Συναντηθήκαμε στο άγνωστο κι ας ήτανε η γη μας

Και μας ράπιζαν τα νερά, της θάλασσας ψηλά

Να καρτερούμε όλοι μας κι είμαστε αδαείς

Από καράβια και φυγή, ετούτης της στιγμής

 

Κι ας είμαστε οι πιότεροι ψαράδες

Όπως μου ταίριασε κι εμέ, ήμουν ψαρά παιδί

Και να γρικούμε αγωνιωδώς, πως τρέμουν τα καράβια

Στην τρικυμία τη σφοδρή, έπαιζαν το κρυφτό

Πότε τα χάφταν τα ψηλά, κύματα σαν βουνά

Πότε που φαίνονταν αχνά μες στην πυκνή βροχή

Και να κροτούν τρομαχτικά βροντές και αστραπές

 

Δυσοίωνες μεταλλαγές, φτιάχναν καράβια ασήμια

Κι εμείς μες στις ψαρόβαρκες βουλιάζουμε αργά

 

«Κράου!» απ’ εδώ, «μπουμ!» απ’ εκεί

Άδειοι σαν σάκοι

Πολλές φορές σκεφτήκανε οι μεγάλοι, πίσω να πάμε πάλι

Μα όμως προτιμήσαμε αυτόν εδώ τον τάφο

Και μες στα δόντια τους ωχροί, σφίγγανε την ελπίδα

Κι αν τα καράβια τα ’βαφαν οι αστραπές με χρώμα

Πουλιά θαρρούσαμε θα γενούν, θα πέταγαν μακριά

Ματιές κρυφές αφήναμε, πίσω μας να πετάξουν

Να θυμηθούμε δεν γινόταν εκείνη τη στιγμή

Πώς ζούσαμε στον τόπο μας που ’ταν σαν περιβόλι

Κόλαση έγινε με μιας, χόρευαν κολασμένοι

 

Κι όμως έφτανε στ’ αφτιά, βουή του αφανισμού

Γύρα μας, απ’ όλες τις μεριές μαχαίρι και φωτιά

Στης Σμύρνης μας το λιμάνι, καράβια ξενικά

Πετούσαν στα αδέρφια μας ζεματιστά νερά

 

Μοιάζανε κείνοι οι άνθρωποι μυρμήγκια ζωντανά

Που αθώα ένα ρέμα έμπαινε στη φωλιά

Ή που αθώα άναβε μεγάλη πυρκαγιά

Και τα ’πνιγε και τα ’καιγε, δεν έμεινε μαγιά

 

Κι ήταν εκείνες οι κραυγές, του τρόμου αδερφές

Κάμποσοι νιώθαμε άσχημα για τούτη τη φυγή

Που έμοιαζε να είναι, ίσαμε δειλία και ίσαμε ντροπή

Κι ήταν ακόμα ένα κακό, πώς δύναμη να βρούμε;

Πώς να παλέψουμε κι εμείς, εκείνη την οδύνη;

 

Μα όλων μας τα ουρλιαχτά, μας έδωναν φτερά

Φυγή, φυγή να σώσουμε, ό,τι είχε απομείνει

Λεηλασία και φωτιά, σφαγή και μαύρο πένθος

Στιγμή δεν είχαμε οι δύστυχοι να τα συλλογιστούμε

Μόνο φυγή μας ένοιαζε να σώσουμε εμάς

Με μια ελπίδα κι αντοχή στη μάνα μας να πάμε

Μάνα Ελλάδα, άνοιξε, πλατιά την αγκαλιά σου

Ωχού τέτοια που ζήσαμε, μη ζήσει ούτε εχθρός

 

Νύχτα ατέλειωτη βαθιά, καράβια με πανιά

Κατάρτια που να τρίζουνε, θαλάσσια πουλιά

Με καπετάνιο οδηγό, σαν κυπαρίσσι ορθό

Δέκα ως δεκαπέντε, άλλοι πιο μικροί, ψαράδες, βοηθοί

Όλοι μαζί περάσαμε, μια νύχτα οδυνηρή

 

Αντάμα αντισταθήκαμε στ’ αγέρα τα ουρλιαχτά

Με λίγα μπογαλάκια μας, ίσαμε μια αλλαξιά

Άλλοι ξυπόλητοι ήτανε και άλλοι βαρεμένοι

Άλλοι που κλαίγαν κι έκαναν συνέχεια σταυρό

Και απ’ το Χριστό ζητούσανε το χέρι του να βάλει

Δύναμη ν’ αποχτήσουμε, να πάρουμε κουράγιο

Στα νεκρωμένα μας κορμιά Ανάσταση να ’ρθει

Κι οι τρομαγμένες μας καρδιές σταλιά να ηρεμήσουν

Που δέχτηκαν πολλές πληγές, αγιάτρευτες βαθιές

Σωματικές και ψυχικές, μέσα στο καλοκαίρι

Όπου γιουρούσι κάνανε τα άπιστα σκυλιά

Και χάλασαν απ’ ούλους μας, κόσμο και σπιτικά

 

Ό, τι προλάβαν οι τρανοί, μάζεψαν απ’ τα παιδιά τους

Κι ό,τι προφτάναμε χαλούσαμε κι εμείς

Μιλιούνια ήταν οι άπιστοι, αγέλες, τρομεροί

Χούφτες εμείς κι ανήμποροι, πού να τα βγάλεις πέρα;

Μέσα σ’ ένα χαλασμό που έπεφτε μαχαίρι

Χάνονταν απ’ τα μάτια μας, κόσμος και περιβόλια

Κι έσβηνε πάλι η Λευτεριά που είχαμε γευτεί

Σκλάβους, ραγιάδες βλέπαμε, μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια

 

«Τρέξτε αδέρφια, φώναζαν, υστερικά πολλοί!»

 

Ό,τι μπορέσανε μαζέψανε λίγα απ’ τα παιδιά τους

Που έκλαιγαν συνέχεια και φώναζαν, μητέρα

Κι ανάμεσα σ’ αυτά, μαζέψανε κι εμένα

Παιδί κι εγώ κι έκλαιγα και πόναγα πολύ

Το ένιωθα κατάπικρα, πως ήμουν μοναχός

 

Και μαντρωθήκαμε όλοι μας σε τούτο το καράβι

Κι ανάμεσά μας ήτανε και άλλα ορφανά

Απ’ όλους κάτι έλειπε κι ήταν τρομαχτικό

Κι ανάμεσά μας ήτανε και λιγοστές γριές

Που μόνο κοίταγαν, κοίταγαν με μάτια από γυαλί

Και κάνανε, οι άμοιρες, συνέχεια προσευχή

 

Κι ανάμεσά μας βλέπαμε, τραβούσαν τα μαλλιά

Γυναίκες που δεν ξέρανε για ποιον να πρωτοκλάψουν

Τον Κωσταντή, τον Περικλή που ήταν δεκαεφτά

Την Ελενίτσα τη μικρή, με τα χρυσά μαλλιά

Νεράιδα τη φωνάζαμε και κάμποσοι Ελλάδα

Κι ο ήλιος σαν την έλουζε έπεφτε κατά γη

Μες στη μικρή της αγκαλιά έπαιζε σαν παιδί

 

Τη χάσαμε κι αυτή!

 

Κι ανάμεσά μας είχαμε, ω τι να πρωτοκοιτάξεις!

Άλλο από πόνο αβάσταχτο δεν είχες για να δεις

Κι ανάμεσά μας είχαμε και μία γκαστρωμένη

Χήρα, η δόλια, από στιγμές, χάθηκε στη σφαγή

Ο νιος της με είκοσι άνοιξες και τόσα καλοκαίρια

Άφησε την πνοούλα του πριν έρθει το παιδί

Τη Λευτεριά να πλάσει μ’ αθάνατη ψυχή

 

Και τώρα έχουμε και τούτο το χτικιό

Που βάλθηκε, ανάθεμα να κάνει ρημαδιό

Και να πηδούν στα πόδια μας τα κύματα μ’ ορμή

Σαν ξορκισμένα ορμούσανε, τα βάζανε με μας

Να μας καταποντίσουν θέλανε στο υγρό τους κοιμητήρι

Αϊ-Γιώργη βόηθα, φώναζαν πολλοί

Παρθένα κυρά Παναγιά κι εσύ Αϊ-Νικόλα

 

Και ακούγαμε κι άλλες φωνές

 

Κι ανάμεσα και κάτι «πλατς!» παράξενα

Κι είμαστε όλοι κάτω, πεσμένοι στο κατάστρωμα

Άλλοι καθιστοί, άλλοι διπλωμένοι

Κι άλλοι τ’ ανάσκελα παραδομένοι

Και να γλιστρούμε σαν τα χέλια επικίνδυνα

Πότε κατά δω, πότε κατά κει

Και να φεύγει από μέσα μας η ψυχή

 

Κι όπως τα «πλατς» πυκνώνανε παράξενα

Σταμάτησε για μια στιγμή το γυναικόκλαμα

Κι όλοι μας με κόρες που είχαν πεταχτεί

Τηράξαμε κι αφουγκραστήκαμε μ’ αναπνοή κομμένη

Εκείνα τα «πλατς», πως μοιάζαν σαν χαδέματα!

 

Και άρχισαν να γλείφουν τις πληγές

Απαλά, στοργικά και με πολύ φροντίδα

Να μην πονέσουν σταλιά οι γίγαντες αυτοί

Λες κι ήταν σαν από αραχνομετάξι

Ή απ’ αγγέλου πούπουλο φτερό

Απάνωθέ τους, όπως ήτανε πεσμένοι

Πα στο κατάστρωμα, το σάπιο και υγρό

Γλυκόγλειφαν τα πεταχτά της θάλασσας νερά

Κι έμοιαζαν, μα το Θεό, σαν άμφια ιερά

Στους βαρεμένους συντρόφους μας, τ’ άγρια τραύματά τους

Σα ν’ άφηναν βάλσαμο, που ’φερνε γιατρειά

Όπου λαβώθηκαν αυτοί μας οι αετοί στις πλάτες, στα φτερά

Και τώρα το ιώδιο τους γειάνει τις κοψιές

Πληγές μεγάλες και βαθιές του χάρου αδερφές

 

Μες στο κατακαλόκαιρο εκείνο του Αυγούστου

Ω, Αϊ-Γιώργη μου τρανέ, τι να πρωτοθυμηθείς!

Χαλάστηκαν, μωρέ, πάρα πολλοί Ρωμιοί

Κι ανάμεσα, πολλές γυναίκες και παιδιά

Μαζί κι ο δάσκαλός μας ο παπάς, τον χάλασαν οι σκύλοι

Κι ο άλλος που ’ταν πιο τρανός, τον φάγανε οι κακούργοι

 

Έχασα τον πατέρα μου, μάνα και μια αδελφή

Οι αφορισμένοι, οι άπιστοι μας ξέκαναν καλά

Κι ό,τι απόμεινε όρθιο το βάλανε φωτιά

 

Και ξαφνικά, ο άνεμος στραγγίζει τα νερά

Το δυνατό τους τσούξιμο φεύγει αργά-αργά

Τα συσπασμένα πρόσωπα παίρνουν ξανά μορφή

Και να στεγνώνουν πάνω μας, της θάλασσας νερά

 

Κι οι ψυχές μας ήτανε νεκρές, μα ζωντανές κι ορθές

Τις νιώθαμε μ’ εναλλαγές να έρχονται, να φεύγουν

Να μοιάζουνε σαν τα πουλιά στη θύελλα τ’ αγέρα

Όπου σαν άπιστος κι αυτός ξερίζωνε δέντρα, κλαριά

Πού θε να κάτσουν τ’ άμοιρα, σε πέλαγα βαθιά;

 

Και κρώζανε ένα ρυθμό, πολύ τρομαχτικά

 

Απ’ τ’ αδιάκοπο αγκομάχημα που έφερνε το κύμα

Καθώς και κείνα τα άγρια τ’ αγέρα ουρλιαχτά

Φωνές της φύσης που έδεναν και πάγωναν το αίμα

Κι ανάμεσα πολλές, ανθρώπινες υστερικές κραυγές

Σφυρηλατούσαν την καρδιά μας ακόμα πιο πολύ

 

Ώσπου μες στ’ άγρια κύματα και μες στην άγρια νύχτα

Χάσαμε πάλι την ψυχή για κάμποσες στιγμές

Και τη ζητούσαμε στα ρημαγμένα δυο κατάρτια

Που αργογέρνανε, τρίζαν σαν στοιχειωμένα

 

Μια κατά δω, μια κατά κει

Απ’ το παιχνίδι που έκανε ο σκύλος ο αγέρας

Στη θάλασσα να τα ρίξει και να χαθούν βαθιά

Κοντά ν’ αδειάσει και εμάς, φορτίο απελπισιάς

 

Έτσι δείχναν και φέρναν σ’ ούλους μας ανατριχίλα

Κι ήταν κι αυτά κατάμαυρα, βρεγμένα

Κι άλλοτε έδειχναν σαν δέντρα που λύγιζε ο αγέρας

 

Μια δώθε, μια κείθε

Κι από τις αστραπές, μεταλλαγές παθαίνανε πολλές

Κύμα, βροχή, φωνές, βροντές και ουρλιαχτά

 

Χάθηκε η αντοχή!

 

Κι έδειχναν σα να ’θελαν να σωριαστούν

Να σπάσουνε, ν’ ακούσουμε ένα

 

«Κρατς!»

Απ’ τη βουή που έφτανε συρτή, χωρίς διακοπή

 

Κι ο καπετάνιος τράβαγε αβέρτα τα σχοινιά

Και το κλειστό το στόμα του το ’σφιγγε δυνατά

Μόνο απ’ τη μία του άκρη, ήτανε ανοιχτό

Και το σβηστό τσιμπούκι του γιομάτο με νερό

Σύντροφος του αχώριστος και φίλος μπιστευτός

Πενήντα χρόνια τους καημούς, καπνίζανε μαζί

Σε μια στιγμή το έβγαλε κι έβαλε μια φωνή:

 

-Βίρα ,αδέρφια, βίρα, τραβάτε με ψυχή!

 

Και οι άντρες που ’ταν δίπλα του τράβαγαν τα σχοινιά

Κι όλο του ξέφευγε θυμός κοντά και μια βρισιά

Μέσα σε χίλια χάλια, είχε και τα στοιχειά

 

Ψηλός καψαλισμένος απ’ τον σμυρνιώτικο ήλιο

Απ’ το συχνό ανεμόδερμα και τ’ αρμυρό νερό

Λεβεντογέννα μάνα τον γέννησε με προίκα στην καρδιά

Κι όλη του η φαμελιά, ρίζες απ’ τη σκλαβιά

Λιοντόκαρδος, πρώτος στο μπαϊράκι

Και γλίτωσε πολλές φορές κι απ’ την αντρειοσύνη

Λιοντάρι τον φωνάζανε κι έτρεμε η γη

Κι έλιωνε μπρος στα μάτια του των Τούρκων το σπαθί

 

Μια χαρακιά τ’ αυλάκωνε σα να ’ταν μολυβιά

Πα στο ωραίο πρόσωπο φάνταζε μ’ αρχοντιά

Μάτια μαβιά που έπνιγαν το κύμα κι έβλεπαν μακριά

Με μια αψηλή κορμοστασιά, χέρια σαν κούτσουρα χοντρά

Φύτευε το κατάρτι στη θέση του ξανά

 

Λίγα απ’ τα μπογαλάκια μας και κάμποσα καλάθια

Ό, τι προλάβαμε κι αρπάξαμε μέσα στο χαλασμό

Σαν κλέφτες απ’ τα ίδια μας τα σπίτια

Τα σπίτια μας που καίγονταν στα μάτια μας μπροστά

Να μη τολμάς ούτε να τα τηράξεις

Ο τρόμος και της φυγής μας δρόμος μας σκίζαν την καρδιά

 

Πήραμε βιαστικά κάμποσες κοτούλες, δυο καλάθια αβγά

Καμιά σαρανταριά καρβέλια, σταφιδωτό ψωμί

Λίγα φλασκιά με κόκκινο και με ξανθό κρασί

Για να μεθύσουμε το χάρο στο μαύρο του χορό

Και κάμποσα λαγήνια με νερό απ’ την πηγή

 

Μέσα στους κόρφους κρύψαμε, μαχαίρια κοφτερά

Και κάνα δυο απ’ τους τρανούς, πήραν και καριοφίλια

Των πατεράδων μας και των παππούδων μας κειμήλια ιερά

Να φλάξουμε τους λιγοστούς μας εαυτούς

Καλό-κακό, μην πάθουμε στην στράτα μας καμία συμφορά

 

Ώσπου να πιάσουμε βαθιά, μας είπε ο καπετάνιος

Αν όλα πήγαιναν, με τον καιρό καλά

Να ’χουμε μάτια ανοιχτά κι ας τρίζουνε τα δόντια

Απ’ της οργής το δύσβατο, βάσανο το μεγάλο

Από τους πόνους της ψυχής κι εκείνων του κορμιού

Και το σκοτάδι πίσω μας δεν άφηνε να δεις

Πως έχαφτε και κατάπινε, χωράφια, σπιτικά

Και χώνευε στα στήθια του, Πατρίδα, Λευτεριά

 

Μόνο που κάμποσοι καπνοί φτάναν πολύ ψηλά

Μαζί κι αγνώριστες κραυγές που σήκωναν την τρίχα

Κι ο αναθεματισμένος άνεμος μας τα ’φερνε κοντά

Φωνές, καπνούς και κλάματα κι άλλα ουρλιαχτά

Μήτε καιρό δεν είχαμε, τι να πρωτοσκεφτούμε;

 

Άλλος τη μάνα έχασε και άλλος τον πατέρα

Άλλος γυναίκα, αδερφή μαζί κι ένα παιδί

Μείναμε όλοι ορφανοί, το νιώθαμε καλά

Στις φλέβες μας το αίμα μας, χόχλαζε πιο πολύ

Και της φυγής το άγνωστο, άνοιγε κι άλλη πληγή

 

Άλλος τράβηξε γι’ αλλού, ίσα που να προλάβει

Φτάνοντας τα ποδάρια του στον κούτικα ψηλά

Μόνο που άφηνε φωνή που έμοιαζε με βροντή

Και πιλάλαγε στις γειτονιές, χωριά και πολιτείες

Και φώναζε, ναι, φώναζε δυνατά

Κι έπνιγε μέσα στη φωνή, τους πόνους της καρδιάς

Και μες στον τρόμο βούλιαζαν, τ’ άπιστα σκυλιά:

 

«Η Λευτεριά, τους φώναζε, δεν είναι μακριά»

 

Ποιος να’ βρει λόγια να μας πει, παρηγοριά να δώσει;

Μόνο τ’ άσπρα δόντια μας άκουγες να κροτούν

Και λέξεις φεύγαν σαν πουλιά, γύρα μας να πετούν

Λευκά ήταν, τα βλέπαμε, πάνω στις κεφαλές μας

Κουράγιο στο φτερούγισμα, βλέπαμε καθαρά

Κι αν είχαν στόμα θα ’λεγαν, τα λόγια της φωτιάς

 

Κρατάτε δυνατά κι η μπόρα θα περάσει

Πάτε το φως το λιγοστό στα πέρατα της γης

Κι ανάψτε τα καντήλια σας μέχρι να ξαναρθεί

Κι αν είστε τώρα ορφανοί, έχετε την ψυχή

Και λίγο μέσα πιο βαθιά, τόλμη και αρετή

 

Και να, που κατασύχασαν αγέρας και νερά

Και οι καπνοί χαθήκανε, πίσω μας μακριά

Ως φάνηκε μες στην ανατριχίλα που ζήσαμε κι οδύνη

Ο άνεμος ξεχάστηκε κι άλλαξε το χαβά

Κι εμάς μας πήγε μακριά και τη βροχή την έκοψε

Κι η θάλασσα ηρέμησε κι έγινε σαν καθρέφτης

Και βλέπαμε μες στα νερά τα σύννεφα να φεύγουν

Και το καράβι ήσυχο, να πλέει απαλά

 

Πάνω στον καταγάλανο ουρανό κρεμάστηκαν αστέρια

Που τρεμοσβήνανε αργά σα να ’ταν καντηλέρια

Κι όπως του Αιγαίου μας στέγνωνε το απαλό τ’ αγέρι

Όλοι σχεδόν από εμάς που ’μασταν ποσταμένοι

Ο ύπνος μας λυπήθηκε, μας πήρε αγκαλιά

 

Μόνο που λίγοι γέροντες σιγόκλαιγαν αργά

Κι ήταν το μοιρολόι τους, ύμνος και τραγωδία

Και το γυρνούσαν κάποτε σα να ’ταν μελωδία

 

Και σαν απόκαμαν κι αυτοί, δεν είχαν άλλα λόγια

Μήτε δυνάμεις, δάκρυα, μα μόνο πίκρα και μοναξιά

Στα γόνατά τους δίπλωσαν κορμί και κεφαλή

Τ’ άγρια απ’ τον πόνο μάτια τους κλείσανε μια στιγμή

 

Σαν φύλλων ανασάλεμα ακούγονταν η ανάσα

Κι εγώ να αφουγκράζομαι, δε μ’ έπαιρνε ο ύπνος

Ώσπου κι εγώ απόκαμα, στα βλέφαρα ήρθε δύση

Κι έγειρα με σιγουριά και σφάλισαν τα μάτια

 

Στιγμές θα κράτησε αυτό του ύπνου αγαθό

Και πριν ακόμη η ανατολή σημάνει και φεγγίσει

Κοκόρια κράζουν με χαρά και την καλωσορίζουν

Έτσι κι εδώ, σαν μέσα από λήθαργο, το ξύπνημα αρχίζει

 

Και σηκωθήκαμε αργά, τα μάτια μας λαμπίθρες

Πέρα, μακριά η Ανατολή χαράζει την ημέρα

Κι ένα της φωτοστέφανο ροδίζει πέρα ως πέρα

 

Και κοιταζόμαστε, ψαχνόμαστε, κοιτούμε

Σωθήκαμε, γλιτώσαμε, ακούστηκε σιγά

Κι οι χαμηλές μας οι φωνές γίνονταν δυνατές

Και ο καπετάνιος φάνηκε κι έλαμπε σαν θεός

Με το τσιμπούκι κρεμαστό, στο στόμα και γελούσε

Ρούφαγε αρωματικό καπνό, τον τρόμο απωθούσε

Μ’ ένα του αναστέναγμα που ’βγαινε απ’ την καρδιά

Απ’ τον καπνό που κάπνιζε φεύγανε και καημοί

Και με φωνή που τράνταξε ίσαμε το καράβι

Μας λέει, κλαίγοντας και γελώντας:

 

-Πέρασαν πια, πέρασαν, τα βάσανα παιδιά!

 

Σαν λάβαρα ανίκητα φάνταζαν τα γέρικα κατάρτια

Και πέντε έξι γλάροι, στάθηκαν στα τρύπια του πανιά

Μες στις σταγόνες της χαράς, πνιγήκαμε ξανά

Μέχρι που έφτασε στ’ αφτιά κι ακόμα μια χαρά

 

Της Γιώργαινας η νυφαδιά, γέννησε αετό

 

Με τη ματιά μας πια βρεγμένη και θολή

Και με καρδιά που χτύπαγε πολύ

 

Όχι απ’ τα θεριά της φύσης και ουρλιαχτά

Μήτε απ’ τα κύματα που ορθώθηκαν μπροστά μας σαν βουνά

Μήτε από ανθρώπινες τρομαχτικές φωνές

Μήτε απ’ το Θεό που χάθηκε για μερικές στιγμές

Μήτε απ’ το χαλασμό, ξεχάστηκε για μια στιγμή κι αυτός

Μήτε που τώρα φτάναμε στη μάνα μας πατρίδα

Τίποτε απ’ όλα αυτά

 

Μόνο που ακούσαμε φωνή

Αυτό το αετόπουλο, έδωσε σ’ όλους μας ζωή…!

Array

 

Δείτε όλα τα βίντεο στο WEBTV του trikalaola.grClick στην TV
Συγκεντρωμένα όλα ΕΔΩ