16.4 C
Trikala
Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024

Η Ευρώπη μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν. Οι αναίτιες εκτελέσεις και η επαναλειτουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης

Ο Αυστροεβραίος συγγραφέας Μάνες Σπέρμπερ ανήκει στη χορεία των μεγάλων διανοητών της δεκαετίας του ’30, που μετά το σφαγείο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, απογοητευμένοι από την άνοδο του φασισμού και την υποχωρητικότητα των φιλελευθέρων στις περισσότερες δυτικές δημοκρατίες, στράφηκαν στο αντίπαλο δέος, τη Σοβιετική Ένωση και στρατεύθηκαν ψυχή τε και σώματι στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Ωστόσο, μια μαχητική μειοψηφία από αυτούς γρήγορα μετάνιωσε για τις επιλογές της. Η δίωξη της εσωκομματικής αντιπολίτευσης στο ΚΚΣΕ, η επαναλειτουργία των στρατοπέδων εργασίας, οι αθρόες και αναίτιες εκτελέσεις, τους βοήθησαν να συνειδητοποιήσουν την εγκληματική φύση του σταλινικού καθεστώτος και να στραφούν εναντίον του με τον ίδιο ζήλο που παλαιότερα το υπηρέτησαν. Το όνομα του Μάνες Σπέρμπερ μαζί με αυτά των Άρθουρ Κέστλερ, Βίκτορ Σερζ, Αντρέ Μαλρό, Τζορτζ Όργουελ, συγκαταλέγονται σε αυτή τη μειοψηφία. Γνωστός αντλεριανός ψυχαναλυτής στη Βιέννη και αργότερα στο Βερολίνο του μεσοπολέμου, ο Σπέρμπερ θα προσπαθήσει να συνδυάσει την ατομική ψυχολογία με τον μαρξισμό.

- Advertisement -

Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία θα περάσει στην παρανομία και τον επόμενο χρόνο θα εγκατασταθεί στο Παρίσι, συμμετέχοντας στη δημιουργία του «Λαϊκού Μετώπου». Η δραματική τροπή του Ισπανικού Εμφυλίου, οι δίκες των «αντιφρονούντων» συντρόφων του στη Μόσχα και τέλος, το σύμφωνο μη επίθεσης που υπέγραψε το 1939 η ναζιστική Γερμανία με τη Σοβιετική Ένωση, θα τον οδηγήσουν εκτός του κομμουνιστικού κόμματος. Μετά δε το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα αγωνιστεί με τον Άρθουρ Κέστλερ και τον Αντρέ Μαλρό για την ελευθερία της έκφρασης στην Ανατολική Ευρώπη.

Η κομματική του αποστράτευση θα έχει όμως κι ένα καλό αποτέλεσμα: Επιτέλους θα στραφεί ελεύθερος και απερίσπαστος στην ψυχολογία και τη λογοτεχνία που λάτρευε. Από το 1947 έως και το 1955 θα γράψει την περίφημη τριλογία του «Δάκρυ στον Ωκεανό», τρία μυθιστορήματα με έντονο το αυτοβιογραφικό στοιχείο. Το πρώτο βιβλίο της τριλογίας με τον τίτλο «Η καμένη βάτος» κυκλοφόρησε στα ελληνικά την περασμένη χρονιά. Το δεύτερο μέρος της είναι το παρόν βιβλίο «Πιο βαθιά κι από την άβυσσο», στο οποίο πρωταγωνιστεί ο Ντόινο Φάμπερ, Εβραίος της Βιέννης, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΓερμανίας και της Κομιντέρν. Από τις πρώτες σελίδες συνειδητοποιούμε πως ο Φάμπερ είναι το alter ego του Σπέρμπερ, αφού η ζωή και η δράση του έχουν εξόφθαλμες ομοιότητες.

Μέσα στο ζοφερό πολιτικό κλίμα των ημερών εκείνων, και έχοντας πια απομακρυνθεί από τους αριστερούς συνοδοιπόρους του ο Φάμπερ συνομιλεί μονάχα με τον ηλικιωμένο καθηγητή Έριχ φον Στέτεν, μια αυθεντία των γραμμάτων με καταγωγή αριστοκρατική, ο οποίος παρακολουθεί άναυδος τους επιθανάτιους σπασμούς της Αυστριακής δημοκρατίας.

Πολιτικοί εξόριστοι στο Παρίσι, ο πρώην κομμουνιστής Φάμπερ και ο πρώην Αυστριακός πολιτικός Στέτεν, έρχονται αντιμέτωποι με το ίδιο νοσηρό κλίμα που βίωσαν στην πατρίδα τους. Ο Σπέρμπερ με δεξιοτεχνία αποτυπώνει την αδιαφορία των Γάλλων αστών μπροστά στον ναζιστικό κίνδυνο, και από την άλλη τις σπασμωδικές αντιδράσεις των αριστερών όταν πληροφορούνται έκπληκτοι την υπογραφή του συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότωφ/Στάλιν.

«Η ρωσογερμανική συμμαχία σώζει την παγκόσμια ειρήνη», γράφει ο κομμουνιστικός Τύπος και ουδείς αριστερός διαμαρτύρεται, εκτός των λιγοστών Τροτσκιστών. Όπως θα έλεγε και ο ήρωας του βιβλίου, «όλοι είναι έτοιμοι να κουκουλώσουν την αλήθεια για το χατίρι της Μεγάλης Υπόθεσης». Αλλά «Η μεγάλη υπόθεση» για τους πολέμιους του σταλινισμού είναι ήδη χαμένη. Απομονωμένοι από τους πολιτικούς του φίλους, ο αστός Στέτεν και ο διαγραμμένος κομισάριος Φάμπερ, αναδεικνύονται από τον συγγραφέα ως ένα τραγικό δίδυμο που τα κύματα της Ιστορίας ξεβράζουν στη νησί της Ουτοπίας.

Το τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου διαδραματίζεται από το φθινόπωρο του 1939 ως και την κατάληψη της Γαλλίας από τα γερμανικά στρατεύματα. Ο Φάμπερ κατατάσσεται εθελοντής στον γαλλικό στρατό με τη διάθεση να πολεμήσει τους ναζί. Όπως όμως διαπιστώνει, δεν έχουν την ίδια διάθεση και οι Γάλλοι, τουλάχιστον οι αξιωματικοί. Μόνη λύση και πάλι η φυγή, μόνος του πια: «Στα χρόνια που έρχονται αυτό που θα μετράει θα είναι η επιβίωση, η ζωή γυμνή, αυτή θα είναι σκοπός και όπλο μαζί». Άρα είμαστε όλοι παγιδευμένοι στην Ιστορία μας. Τι είναι άραγε αυτό που δίνει την τραγική διάσταση στην πορεία της ζωής των ατομικών υποκειμένων; Η παγίδευσή τους στο συνεχές του χρόνου, μια παγίδα που αδυνατούν να σπάσουν και να απελευθερωθούν από αυτή, λόγω της ψευδαίσθησης της ακινησίας της; Ή μήπως η περιδίνησή τους στους χειμάρρους των αλλαγών της ιστορίας, οι οποίες ξεφεύγουν από τον έλεγχο ακόμη και των πιο ισχυρών και αλλάζουν για πάντα τα πεπρωμένα των ανθρώπων; Επηρεασμένη από έναν θετικισμό που αδυνατεί εκ των πραγμάτων να διαχειριστεί τα υπαρξιακά ερωτήματα γύρω από τον χρόνο και τα υποκείμενα, η ακαδημαϊκή ιστοριογραφία έχει παραχωρήσει τα ζητήματα αυτά είτε στους ελεύθερους στοχαστές που αδιαφορούν για τους περιορισμούς των πειθαρχιών της επιστήμης, είτε στους μυθιστοριογράφους, ιδίως σ’ εκείνους που δεν θα διανοούνταν να γράψουν έξω από το πλαίσιο που ορίζει ο πανδαμάτωρ χρόνος.

«Οι άνθρωποι περνούν το πρώτο μέρος της ζωής τους πετώντας στα ουράνια, στη συνέχεια προσγειώνονται στη γη και στην πραγματικότητά της, για να βυθιστούν ύστερα στη σφαίρα της συνειδητοποίησης, της θλίψης και της απώλειας».

Τότε, το πραγματικό αποκτά άλλες διαστάσεις και επιδέχεται πλήθος αναγνώσεων και ερμηνειών. Ένα γεγονός της ιδιωτικής σφαίρας γίνεται αιτία αλλά και αφορμή να μεταφερθούμε στις ζωές των άλλων και στις δικές μας. Και ένας θάνατος γίνεται, εκτός από αυτό το οριστικό και πραγματικό για τον καθένα από εμάς, ένας άλλος τρόπος να δούμε την αρχή, τη ζωή και τον έρωτα.

Τι υπάρχει και τι δεν υπάρχει σε αυτήν τη ζωή είναι κάτι που χωρά πολλή συζήτηση. Και τι είναι τελικά αυτό το πραγματικό; Εάν υπάρχει ο κακός λύκος, εάν υπάρχουν οι μάγισσες, τα στοιχειά του δάσους, οι κοιμωμένες και το αδράχτι. Μάλλον δεν υπάρχουν με αυτήν τη μορφή. Υπάρχουν, όμως, οι φόβοι μας. Υπάρχουμε εμείς ως κακοί λύκοι, ως μάγισσες αλλά και ως κοιμωμένες. Οι ιστορίες πάντα αφηγούνται όχι μόνο μια εξωτερική πραγματικότητα αλλά κυρίως μια εσωτερική αντανάκλαση.

Μα πώς να μιλήσεις για το θάνατο; Πώς να μεταφερθείς στην πραγματικότητα όταν οι λέξεις μοιάζουν λειψές απέναντι στο βίωμα; Πώς να περιγράψεις το κενό; Την απώλεια; Τον τρόμο της ύπαρξης; Αλλά και η χαρά πώς να μεταφερθεί; Πώς να φτάσεις σε αυτά τα ύψη της ευφορίας, της καρδιάς που φλέγεται για να περιγράψεις τη μετωπική σύγκρουση με τον έρωτα; Πώς να μιλήσεις για τον φθόνο, για την απογοήτευση, για τη μοναξιά, τον φόβο και την αμφιθυμία;

Έρχεται μια μέρα όπου οι λέξεις που γεννήθηκαν από την ανάγκη να καλύψουν μιαν έλλειψη λείπουν και αυτές. Τελειώνουν, αποδεκατίζονται, στερεύουν. Τους κόβονται τα πόδια και πέφτουν κάτω σαν στρατιώτες σε έναν άδικο πόλεμο. Και τότε πρέπει πάλι να βρούμε τις εφεδρείες μας. Να μιλήσουμε για όλα αυτά με έναν άλλο τρόπο. Να βρούμε την πλάγια οδό, να ανοίξουμε δρόμους εκεί όπου δεν υπήρχαν. Να βρούμε μια άλλη πραγματικότητα.

Τα παραμύθια, οι συμβολισμοί, οι ιστορίες με τα πολυποίκιλα νοήματα σαν πέπλα της Σαλώμης, τα όνειρα, ακόμα και τα πιο άπιαστα «θέλω» είναι η πραγματικότητα της εσωτερικής μας φωνής. Είναι η σφαίρα της ζωής που δύναται να βιωθεί όταν δοθεί χώρος στο ασυνείδητο. Είναι το ταξίδι σε πιο δύσκολες πραγματικότητες αλλά και σε πιο άπιαστες δυνατότητες. Οι λέξεις δεν ορίζουν μόνο ό,τι θωρεί ο άνθρωπος. Άλλωστε, τι είναι και η όραση; Και πόσα μπορεί να αντέξει μόνη, υπέρβαρη αίσθηση, χωρίς τη βοήθεια των πιο προικισμένων άφατων άλλων;

Εκεί που φαντάζει κάτι ως αδιέξοδο, το συμβολικό δείχνει την οδό και τα κρυφά δρομάκια. Δημιουργεί εσωτερικά μονοπάτια για να αφουγκραστούμε, να κουρνιάσουμε τις αγωνίες μας, αλλά και να πάρουμε δύναμη, να λειτουργήσουμε ως σκαπανείς σε δρόμους αχάρακτους. Έτσι το έμμεσο γίνεται άμεσο. Το συμβολικό ξεκλειδώνεται. Δεν δημιουργεί τρόμο στη σκέψη και δεν αποπροσανατολίζει τον άνθρωπο από το πρακτικό. Υπάρχουν άλλωστε τόσοι άνθρωποι όσες και οι ιστορίες τους. Τόσες ιστορίες όσες και οι άνθρωποι. Και μπορεί στο τέλος όλα να μοιάζουν ειπωμένα, αλλά εκεί κάπου στο βάθος θα ορθώνεται πάντα ένα δέντρο τόσο όμοιο αλλά και τόσο διαφορετικό, που θα μας κάνει να δούμε το δάσος αλλιώτικα.

(Δακτυλογράφηση: Βάσω Κ. Ηλιάδη).

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Φιλόλογος-Ιστορικός, Μεταπτυχιακό δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ.
Με αφορμή ένα βιβλίο: Μάνες Σπέρμπερ Πιο βαθιά κι από την άβυσσο, Μετ.: Έμη Βαϊκούση, Εκδ. Καστανιώτη, σελ. 328

Array

 

Δείτε όλα τα βίντεο στο WEBTV του trikalaola.grClick στην TV
Συγκεντρωμένα όλα ΕΔΩ