19.4 C
Trikala
Παρασκευή, 24 Μαΐου, 2024

Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν

Αν θες να διασκεδάσεις με κάθε τι που αποτελεί μυστήριο και συνάμα υπόκλιση στο υπερβατικό της ζωής που πλάστηκε από χώμα και νερό, το μόνο που θα καταφέρεις είναι να πνιγείς. Να πνιγείς σε ιδεολογικά φληναφήματα, σε αφορισμένες και άστοχες βαττολογίες, σε ασυναίσθητους ιδεολογικούς στοχασμούς και συνάμα να εντρυφήσεις στο υπαρξιακό αδιέξοδο που γεννά η φύση του «είναι» που ξεπηδά από κάθε τι που ευωδιάζει αιώνιο.
Αν ο τίτλος ντυνόταν με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια, άριστα θα έλαμπε με το ένδυμα του πλαγίου β’ ήχου. Εντούτοις στις γραμμές του σώματος του, αβίαστα και με θαβώρειο φως θα ντυνόταν και με διατονικές πολύτιμες πέτρες σαν αυτές του α’ ήχου και του πλαγίου α’. Ο θάνατος και η ζωή. Το παροδικό και το αιώνιο. Το τέλος και η συνέχεια. Μία ασυνέχεια στη ζωή της περίπλοκης συνεκτικότητας που διαπνέει τις σκέψεις και τις βουλήσεις με τόση ελευθερία που μπορεί να δει το φως ή που μπορεί να ζήσει και στο σκότος. Το πιο μελανό χρώμα που ξεγυμνώνει τη φύση της υποστατικής παρουσίας ενώπιον του Θεού δεν είναι ικανό να σβήσει το φως της μεταμόρφωσης. Πόσο μάλλον το αναστάσιμο φως. Την πηγή ευλογίας για κάθε ψυχή.
Αν ο Descartes, ο John Locke και ο Hobbes μπορούσαν να συνεισφέρουν κάτι στον παραπάνω τίτλο, αυτό θα ήταν η σιωπή της αποστασίας. Η φιλοσοφική σκέψη που είναι χωμάτινη επαναστατεί με νοοτροπίες και αντιλήψεις. Μα περισσότερο αμφισβητεί. Πολλές φορές δε προτείνει. Είναι όμως εξαίσια. Μοναδική και αποκαλυπτική. Φοβερά όμορφη. Σαν την ωραία Ελένη που «ου νέμεσις τοιήδ’ αμφί γυναικί πολύν άλγεα πάσχειν, αινώς αθανάτησι θεοίς εις ώπα έοικεν» (Χαλάλι, τόσοι παιδεμοί για μια τέτοια γυναίκα, με τις αθάνατες θεές φρικτά μοιάζει στην όψη). Έτσι αυτή η φρικτή ομορφιά που είναι «η αρχή του τρομερού», σύμφωνα με τον ευρωπαίο λυρικό Rainer Rilke, στη διανόηση αντανακλά την αναίρεση του άπειρου και του υπερβατικού. Ο βίαιος αυτός χωρισμός της ψυχής από το σώμα όπως μας αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ιωάννης Δαμασκηνός είναι μυστήριο μεγάλο. Και η φιλοσοφία ως στοχασμός αδυνατεί να ερμηνεύσει ακόμη και το «όπου Θεός βούλεται νικάται φύσεως τάξις». Η οριοθέτηση της πηγάζει από την σαρκική της ένδυση με λέξεις και όρους ανθρώπινης σκέψης, κι επομένως μη άπειρης. Η ασκητική αυτή της μυστήριας έρευνας για το «μετά» και για το «πως» είναι κάτι παραπάνω από ιδεαλιστική σχέση του φθαρτού και του αιώνιου.
Όλα στη φύση υπόκεινται στη φθορά. Τα πάντα. Τα όντα εκ του μη όντος εκμηδενίζονται και όταν επιμένουν διαστροφικά στην εωσφορική τους εμμονή, αναλώνονται στην αυτοδιάλυση της υπαρξιακής τους ολότητας. Δεν αναγνωρίζουν καμία θεία δωρεά, καμία σωτηρία, κανένα Θεό, κανένα παράδεισο. Αλλά και πάλι δεν γίνεται λόγος για θάνατο της ψυχής και αμετανοησία της. Η ψυχή απλά σκοτεινιάζει. Δεν βυθίζει την τελειωτική της προοπτική και γλυκεία ωραιότητα στην απύθμενη απώλεια του αυτεξούσιου. Απλά ειδωλικά κινεί τον καθρέφτη της προς τις θολές εικόνες που αρνούνται να δουν τω θείο φως. Η όλη αυτή διαδικασία δημιουργίας των ειδώλων μοιάζει με την προβληματική «περί την των Κατόπτρων ειδωλοποιΐαν» του Πλάτωνα. Αυτή η μηδενιστική κίνηση που προετοιμάζει την ανάπλαση των ειδώλων (ως αντί- στην όντως εικόνα), στην ευκλείδεια γεωμετρία δεν έχει παράλληλες, ούτε κάθετες γραμμές. Αντιθέτως μοιάζει με δύο ημιευθείες (Οχ, Οψ) που έχουν ως κοινή αρχή την κορυφή Ο που αποτελεί στη θεολογική γλώσσα την μηδενιστική συνάμα αρχή, αλλά και το τέλος των ημιευθειών (δηλ. των δεινών παραμορφώσεων του όντος που έχουν ως αντίκρισμα το μηδέν σύμφωνα με τη θεολογία του Μ. Αθανασίου.
Η ψυχή δεν χάνεται. Δεν εξαφανίζεται. Πολλές φορές όμως αρνείται να ζει στην ευωδιαστική αγρυπνία της μυρσίνης αγιοταφικά διαπνέει το σώμα και την ψυχή του ανθρώπου με θυμίαμα μεταμορφωτικής δόξας, καθώς «μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν». Τίποτε δεν πεθαίνει. Και φυσικά η φθορά δεν σημαίνει απόλυτα θάνατος, εξαφάνιση. Νοησιαρχικά ο άνθρωπος πεθαίνει. Πεθαίνει το σώμα του και η ψυχή του μαζί. Θεολογικά το σώμα υπόκειται στους νόμους της φύσης (lex naturalis). Αλλά κι εκεί πάλι ο Τριαδικός Θεός ο «ποιητής ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων» αναιρεί της κυριαρχικές δυνάμεις της φύσης στο χωροχρονικό πλαίσιο των φθαρτών κινήσεων και ενεργειών. Και τότε καταλύεται όχι μόνο το «κράτος του θανάτου» αλλά το απόρρητο γίνεται εμφανές, καθώς κατά τα αρεοπαγίτικα συγγράμματα «η μεν απόρρητος και μυστική» ≠ «η δε εμφανής και γνωριμοτέρα».
Εκείνο που πεθαίνει είναι ο Θεός. Και ειδικά όπως έχει αναφέρει ο αείμνηστος ακαδημαϊκός Δ. Λιαντίνης, όταν εννοούν οι φιλόσοφοι όπως ο Nietzsche ότι ο Θεός πέθανε (κανονικά ο Nietzsche στο θάνατο του πατέρα του έβλεπε τον θάνατο του Θεού, γι’ αυτό και δημιούργησε αργότερα τον υπεράνθρωπο), «εννοούν ότι πέθανε ο Θεός μέσα στον άνθρωπο». Με βάση λοιπόν αυτή την ερμηνεία, πράγματι όταν ο Θεός πεθαίνει μέσα στον άνθρωπο, ο άνθρωπος είναι ικανός για κάθε τι. Και αφού «Gott ist tot», τότε όλα επιτρέπονται. Ο άνθρωπος που σκοτώνει τον Θεό μέσα του και κάθε φλόγα που υπάρχει για να υπενθυμίζει αυτή τη σχέση αγάπης Θεού – ανθρώπων, είναι ικανός να προχωρήσει στη δική του αυτοκτονία. Σώματος και ψυχής. Όμως η ψυχή δεν διαλύεται. Είναι νοερή ύπαρξη και συγκεκριμένα «ψυχή ζώσα» όπως διαβάζουμε στο βιβλίο της Γενέσεως.
Όταν λοιπόν η θεολογική σκέψη της εκκλησίας διακηρύττει πως «θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν», αυτό σημαίνει τη συνέχεια της βιοτής ως υπερβατική τελειωτική κίνηση στην αδυναμία της ασυνέχειας του επίγειου. Η ψυχή δεν νεκρώνεται. Η διανόηση ως επίγεια υπόθεση υπόκειται στις χαοτικές φθοροποιές δυνάμεις της αποδυνάμωσης και της νέκρωσης. Έτσι η διανόηση έχει πέρας. Κατά συνέπεια κάθε φιλοσοφική σκέψη έχει πέρας. Το κτιστό ως γνώση της ενάργειας των φυσικών καταστάσεων ανακυκλώνεται στον αντικατοπτρισμό της εφήμερης δόξης του, αφού έχει ήδη απολέσει την επιβολή και κυριαρχία του στη φύση του αιώνιου μυστηρίου της ζωής. Ο Θεάνθρωπος νίκησε τον θάνατο και την κυριαρχία του. Ο Άδης «κάτωθεν, πικρώς ωδύρετο» και όπως ψάλλουμε στο κάθισμα του όρθρου της Κυριακής σε γ’ ήχο «Χριστός εκ νεκρών εγήγερται». Με την έγερση αυτή «ο θάνατος τεθανάτωται και ημείς εζωοποιήθημεν». Αυτή η αναγέννηση αποτελεί την επαναφορά του αρχικού κάλλους, της λησμονημένης ωραιότητος και της άγιας προοπτικής της τελείωσης. Με αυτή τη θέση, ο θάνατος μεταμορφώνεται. Δεν είναι πλέον κατάρα, αλλά ευλογία.
Η μοναξιά της αυτοπραγμάτωσης αναιρεί κάθε κίνηση προς το φως της αγιοπνευματικής δόξας. Και σαν αρνητική απολυτοποίηση ενυπάρχει στο τέλος της ασυνέχειας. Εκεί όπου εθελούσια ο άνθρωπος αρνείται να σώσει και να σωθεί. Σαν σχολαστική παραφθορά εγκλωβίζει την αγιαστική δύναμη του Αγίου Πνεύματος και αρνείται να λουστεί τη σταυρική δόξα με αίμα και να ντυθεί το αναστάσιμο φως με δόξα. Η αίσθηση αυτή σκοτώνει την αγάπη του Θεού και αρνείται το έλεος Του. Ερωτοτροπεί με το αρνητικό απόλυτο της βεβυθισμένης μονόπλευρης αυτοτροφοδοτούμενης κατεύθυνσης και ως ιδεαλιστική ουτοπία απορρίπτει τη σάρκωση της συνεκτικής τελείωσης των προσώπων στο πέλαγος της απέραντης βιωματικής αλήθειας. Όμως η αλήθεια είναι μία. Μα περισσότερο ωραία.
Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος.

- Advertisement -

Ηρακλής Αθ. Φίλιος
(e-mail: iraklisfilios@gmail.com)

Array

 

Δείτε όλα τα βίντεο στο WEBTV του trikalaola.grClick στην TV
Συγκεντρωμένα όλα ΕΔΩ