18.2 C
Trikala
Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024

ΟΤΑΝ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΓΡΑΨΕ ΣΤΟ ΧΩΜΑ

«Όμως εσύ σωπαίνεις… Γιατί δεν μιλάς; Πες μου! Γιατί ήρθαμε εδώ; Από πού ήρθαμε; Κι αυτά τα ιερογλυφικά της βροχής πάνω στο χώμα; Τί θέλουν να πουν;».

- Advertisement -

Γράφοντας αυτά τα λόγια ο Τάσος Λειβαδίτης στο ποίημα του «Αυτός που σωπαίνει» σκέφτηκα τον Χριστό. Σκέφτηκα επίσης την εύλαλη σιωπή την οποία θυμιατίζει στις καρδιές των ανθρώπων με τους λόγους του ο Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης. Ο Χριστός εξάλλου από τις ευαγγελικές διηγήσεις και περιγραφές των γεγονότων, μας έχει συνηθίσει στην εύλαλη και δυναμική αυτή σιωπή. Ευλογημένη. Πάντως αν και ίσως για κάποιους εγωκεντρικούς αυτή η σιωπή φαντάζει αδυναμία, στην αποκάλυψη της είναι και γίνεται ευλογία.

Άραγε τι θέλουν να πουν αυτές οι χωμάτινες λέξεις που σχημάτισε ο Κύριος με το δάχτυλο του στο χώμα; Φαντάζομαι ήδη τη σκηνή όπως την περιγράφει ο αγαπημένος του μαθητής Ιωάννης. Οι κατήγοροι και συνήθεις ευσεβιστές της εποχής εκείνης κατηγορούν με μένος και σκληροκαρδία μία γυναίκα της ιεροσολυμήτικης κοινωνίας για την μοιχεία που διέπραξε. Την φέρουν μπροστά στον Κύριο ο οποίος τη στιγμή εκείνη δίδασκε με γλυκύτητα τον θείο λόγο έξω από τον ναό. Οι φανατικοί ηθικολάγνοι  είπαν στον Χριστό με θράσος και μανία: «Δάσκαλε, αυτή η γυναίκα έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω να μοιχεύεται. Και στο νόμο ο Μωυσής μάς έδωσε εντολή τέτοιες να τις λιθοβολούμε. Εσύ λοιπόν τι λες;» (Ιω. 8, 4-5). Δεν ενδιαφέρθηκαν όμως για τον μωσαϊκό νόμο, ούτε απευθύνθηκαν στον Κύριο για να τους παιδαγωγήσει, αφού σύμφωνα με τον ευαγγελιστή «αυτό το έλεγαν για να τον πειράξουν, για να έχουν να τον κατηγορούν» (Ιω. 8, 6).

Και ο Χριστός; Πώς αντέδρασε; Έσκυψε κάτω στη γη και έγραφε με το δάχτυλο του. Ατάραχος. Ίσως βασανιστικά προκλητικός για τους εμπαίκτες του. Κι εκείνοι επιμένουν να τον ρωτούν. Μόνο που αυτή τη στιγμή λαμβάνουν την απάντηση από τα χείλη του: « ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον ἐπ’ αὐτήν» (Ιω. 8, 7). Εκείνοι άρχισαν τότε να αποχωρούν ένας ένας ντροπιασμένοι. Έχασαν το θράσος τους, ο εγωπαθής εαυτός τους κρύφτηκε στην αλήθεια της αυτογνωσίας που τους την αποκάλυψε ο Χριστός και σε καμία περίπτωση οι ίδιοι αφού η πώρωση της διεφθαρμένης τους συνείδησης δεν τους επέτρεπε να έχουν ίχνος αγάπης, αυτογνωσίας και διάκρισης.

Και ως σχετικιστές, την αλήθεια την θεωρούσαν κτήμα δικό τους, δίκη τους υπαρξιακή ιδιοκτησία, κατεξοχήν γνήσια πραγματικότητα τους. Που να φανταστούν ότι η αλήθεια ήταν η άρνηση της σύλληψης της ιδέας περί του «είναι» όπως δεν την υιοθέτησαν στην αγιοπνευματική της υπόσταση πέρα από την αφασιακή ψυχονεύρωση τους. Μιας ψυχονεύρωσης η οποία εν τέλει τους δημιουργούσε τον απόλυτο αντι – οντολογικό κώδικα ηθικής που απορρέει από τη σοφία του θείου λόγου. Εκείνοι ήθελαν πάση θυσία να πειράξουν τον Κύριο αλλά και να φανούν αρεστοί στον Θεό που πίστευαν, τον οποίο όμως από Θεό της Αποκάλυψης τον ταπείνωναν με την υπεροψία τους σε Θεό είδωλο, έναν κατ’ είδωλον Θεό, έναν Θεό που τον δημιούργησαν κατ’ εικόνα δική τους.

Τί τους είπε όμως ο Ιησούς και εξαφανίστηκαν από προσώπου γης; Τί τους έκανε να μην ξαναρωτήσουν τον Χριστό; Τί κατακεραύνωσε το πάθος της κατάκρισης; Ποιο συναίσθημα τους αφύπνισε; Στο σημείο αυτό ο ευαγγελιστής της αγάπης δεν μας δίνει λεπτομέρειες περισσότερες γύρω από το γεγονός. Εξάλλου ο σκοπός των ευαγγελιστών δεν ήταν μία ξερή παράθεση και αποτύπωση των γεγονότων ως «ιστορικό σχήμα» αλλά η ανάδειξη της αλήθειας, της αγάπης, της σωτηρίας. Η θεολογική ανάγκη είναι που τους οδήγησε όταν συνέγραψαν τα ευαγγέλια στις διαφορετικές χρονικές περιόδους όπως γνωρίζουμε, να τους παρακινήσει να μεταδώσουν τα λόγια του σταυρωθέντος και αναστάντος Χριστού. Η εξιστόρηση είναι έργο του ιστορικού. Η εμφύσηση των θείων λόγων που μυρίζουν έαρ, αναστάσιμη δροσιά και διαχέουν τις διψασμένες κυψέλες της ψυχής, ο εγκεντρισμός της ύπαρξης στη ζωή και στην Ανάσταση του Θεανθρώπου ήταν έργο των ευαγγελιστών.

Έτσι λοιπόν επικαλούμαι τους λόγους ενός αγίου φιλοσόφου, του αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς. Ενός αγίου που «θεολόγησε αλιευτικώς και όχι αριστοτελικώς» κατά την υπέροχη αυτή φράση του αγίου Γρηγορίου Θεολόγου. Ο άγιος Νικόλαος στο βιβλίο του «Η τραγωδία της πίστεως», απαντάει στο ερώτημα «τι έγραφε ο Χριστός στη γη;». Διαβάζουμε λοιπόν: «Με το δάχτυλο Του αποκάλυψε την κρυφή ανομία τους. Γιατί αυτοί οι διαπομπευτές των αμαρτιών των άλλων ήξεραν πολύ καλά να κρύβουν τα δικά τους κρίματα. Είναι όμως άσκοπο να προσπαθείς να κρύψεις κάτι από το μάτι που τα βλέπει όλα. Σύμφωνα με την παράδοση λοιπόν, έγραψε ο Κύριος στο έδαφος: Ο Μ(εσουλάμ) έκλεψε θησαυρό από το ναό. Ο Α(σήρ) διέπραξε μοιχεία με τη γυναίκα του αδελφού του. Ο Σ(αλούμ) έχει κάνει ψευδομαρτυρίες. Ο Ε(λέντ) έχει δείρει τον πατέρα του. Ο Α(μαρίς) είναι σοδομίτης. Ο Ι(ωήλ) έχει προσκυνήσει τα είδωλα. Αυτά έγραψε, τη μια πρόταση μετά την άλλη, το δάχτυλο του δίκαιου κριτή».

Και ποια η αντίδραση τους σε όσα είδαν γραμμένα στο χώμα; Γράφει παρακάτω ο άγιος: «Κι εκείνοι στους οποίους αναφέρονταν τα λόγια αυτά έσκυψαν και τα διάβασαν με ανέκφραστο τρόμο. Έτρεμαν από φόβο, δεν τολμούσαν να κοιτάξουν ό ένας τον άλλον στα μάτια. Ξέχασαν πια τελείως την αμαρτωλή γυναίκα. Το μόνο που σκέφτονταν ήταν ο εαυτός τους, ο δικός τους θάνατος που είχε χαραχτεί στο χώμα». Τι κατάφερε λοιπόν ο Χριστός; Έβαλε έναν καθαρό καθρέφτη στο χώμα και τους είπε «κοιτάξτε». Κι εκείνοι δεν είδαν τίποτε άλλο παρά το δικό τους πνευματικό θάνατο. Πόσο πωρωμένοι ήταν. Πόσο επίμονα ζητούσαν την καταδίκη της γυναίκας. Όλοι συνένοχοι. Και όπως γράφει στο ομώνυμο της ποίημα η Τρικαλινή ποιήτρια κα. Ρένα Παλαιολόγου «μια ταραχή θα ‘ρθει ξανά κρυφά να σε δονήσει, να ξεδιαλύνει πως σ’ άλλον σου ‘ρχεται να φορτώσεις την ψυχική σου οδύνη» (Ρένας Παπαϊωάννου – Παλαιολόγου, Ρήγματα & Αναστηλώσεις, Συνένοχοι).

Ο Ασήρ που ήθελε να λιθοβολήσει τη γυναίκα αυτή, είχε ο ίδιος διαπράξει μοιχεία με τη γυναίκα του αδελφού του. Σαν να ήθελε να λιθοβολήσει δηλαδή τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν έβλεπε τη δική του ψυχική ασθένεια, έβλεπε όμως την ασθένεια της γυναικός. Για εκείνον η ασθένεια της ήταν καταδικαστέα, ενώ η δική του λειτουργούσε ως ανυποψίαστη τιμή. Ο κόσμος της ψευδαίσθησης των υποκριτών που ήθελαν να πειράξουν τον Χριστό έμοιαζε προφανώς με τάφο που απ’ έξω ήταν καθαρός, ενώ μέσα ανέδυε δυσωδία. Και ο Χριστός χρησιμοποιώντας αυτό το παράδειγμα για να κατακρίνει τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους, τους μίλησε ως εξής: «Αλίμονο σ’ εσάς, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές, γιατί μοιάζετε με τάφους ασβεστωμένους, οι οποίοι απέξω βέβαια φαίνονται ωραίοι, αλλά από μέσα είναι γεμάτοι από οστά νεκρών και από κάθε ακαθαρσία.  Έτσι κι εσείς απέξω βέβαια φαίνεστε στους ανθρώπους δίκαιοι, αλλά από μέσα είστε γεμάτοι υποκρισία και ανομία» (Ματθ. 23, 27-28).

Ποιο ήταν λοιπόν το θέμα για το οποίο επέκριναν τη γυναίκα και ήθελαν να την σκοτώσουν; Η μοιχεία. Απεναντίας το δικό τους ήθος αναλωνόταν στην κλοπή, στη μοιχεία, στην ψευδομαρτυρία, στη βιαιοπραγία, και στην ειδωλολατρία. Επικέντρωσαν όμως στη μοιχεία, αναδεικνύοντας το θέμα της σαρκός. Αυτό το απόλυτα «μοναδικό» κακό, την πηγή των κακών που οι ηθικιστές του Νόμου έκοβαν και έραβαν ανάλογα με τις δικές τους προτιμήσεις. Θυμάμαι με τι ωραίο διηγητικό τρόπο γράφει ο Αντώνης Σαμαράκης για τη σάρκα βάζοντας στο στόμα του εμπόρου – ενός ανθρώπου των χριστιανικών οργανώσεων που εντόπιζε στη σάρκα την αμαρτία – τα εξής λόγια: «-Η σαρξ! Πετάχτηκε ένας άλλος έμπορος ψιλικών. Προπαντός η σαρξ. Η φωνή του είχε τόνο υστερικό. – Επιμένω επί της σαρκός!» (Αντώνης Σαμαράκης, Ζητείται Ελπίς).

Μήπως και σήμερα το ίδιο δεν γίνεται. Στον χώρο του εκκλησιαστικού σώματος αν ρωτήσετε τους πιστούς τι θεωρούν ως αμαρτία, έχω την αίσθηση ότι ένα μεγάλο μέρος (ίσως και η πλειοψηφία), θα αναδείξει ως αμαρτία κάθε τι που έχει να κάνει με τη σάρκα. Τα ψυχικά εγκλήματα; Το σώμα είναι «ναός τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματός» (Α’ Κορ. 6, 19) κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου. Ο Τριαδικός Θεός το τίμησε και ενανθρώπισε, ντύθηκε αυτό το τιποτένιο και φθαρτό σώμα «δίχα μόνης ἁμαρτίας» (Αγίου Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών, PG 313), καθώς «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο» (Ιω. 1, 14).

κάποιος δεν τιμάει το σώμα του, αυτό δεν δίνει σε κανέναν άνθρωπο το δικαίωμα να τον κατακρίνει. Εδώ ο Ίδιος ο Χριστός δεν ήρθε για να καταδικάσει τον κόσμο αλλά για να σώσει τον κόσμο (Ιω. 12, 47). Δεν υπάρχει «βαρύτερον και χαλεπώτερον» από το να εξουθενώσει κάποιος τον συνάνθρωπο του, όπως το θέτει ο Αββάς Δωρόθεος (Αββά Δωροθέου, Περί τοῦ μὴ κρίνειν τόν πλησίον, Διδασκαλία στ’, 3, 10). Αν κάποιος αμαρτάνει στο σώμα του, θα τον κρίνει ο Θεός και πάλι δεν γνωρίζουμε πως θα τον κρίνει.

Παραθέτω σχετικά με το θέμα του τρόπου αντιμετώπισης από τον Θεό εκείνων που οι ευσεβιστές θεωρούν αμαρτωλούς, ένα μέρος από το «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι όπου ο μέθυσος Μαρμελάντωφ λέει τα εξής: «Συμπόνια σέ μας, θα δείξει Εκείνος που έχει για όλους συμπόνια. …Καί όταν πια θα έχει τελειώσει με όλους τους άλλους, θα ασχοληθεί και μ’ εμάς. Θα μας πει: ‘’Ελάτε και σεις πτωχά μου πλασματάκια’’. Τότε εμείς θα πάρουμε τον δρόμο προς το μέρος του. Να πάμε κοντά του χωρίς ντροπή. Αλλά τότε θα ξεσηκωθούν οι σοφοί και οι συνετοί και οι καλοί άνθρωποι του κόσμου τούτου και θα φωνάξουν: – Κύριε, τί τους θέλεις αυτούς; Άφησε τους.  Μα ο Χριστός δεν θα μας αφήσει. Θα τους πει: – Ναι, σοφοί και συνετοί, ναι, καλοί άνθρωποι του κόσμου. Θα τους πάρω και αυτούς κοντά μου. Γιατί είναι δικοί μου. Πλάσματα μου. Και ποτέ, κανένας τους, δεν είχε τον εαυτό του για τίποτε. Θα απλώσει τα χέρια του σ’ εμάς, να μας δεχθεί. Και θα μας ξαναπεί: ‘’Ελάτε παιδιά μου. Ελάτε’’. Και εμείς θα πέσουμε κάτω και θα τον προσκυνήσουμε. Η καρδιά μας, θα γεμίσει τότε με χαρά και με φως».

Αν ο Χριστός σήμερα έσκυβε στη γη και έγραφε τι θα έγραφε; Ο τάδε έλεγε μπροστά στον κόσμο ότι νήστευε και αυτό – διαφημιζόταν. Η τάδε διατυμπάνιζε ότι δεν έτρωγε λάδι Τετάρτη και Παρασκευή για αν δείξει ότι αγωνίζεται περισσότερο από τους άλλους. Ο τάδε κληρικός ενδιαφερόταν μόνο για να αυξήσει τα κέρδη του και αγνοούσε τα ψυχικά νοσήματα των πιστών. Ο τάδε κληρικός στην εξομολόγηση δεν κρατούσε τίποτε μυστικό και το διέδιδε. Ο τάδε κληρικός ασχολούταν συνέχεια με το κουτσομπολιό, τι κάνει ο ένας, τι κάνει η άλλη και κατηγορούσε τους ενορίτες του. Ο τάδε επίτροπος σε όλη του τη διακονία διέδιδε κακοήθειες για τον προϊστάμενο του ή για άλλους επιτρόπους με σκοπό αν γίνεται αρεστός.

Η τάδε ξεχώριζε τους ανθρώπους που πάνε στην εκκλησία και εκείνους που δεν πάνε, κι ενώ εκκλησιαζόταν κάθε Κυριακή και σε κάθε γιορτή και νήστευε και έκανε μετάνοιες και προσευχές, εντούτοις ξεχώριζε τον εαυτό της από τους φτωχούς, τους αναρχικούς, τις πόρνες κ.ο.κ. Ο τάδε έκανε αγαθοεργίες και τις διαφήμιζε.  Η τάδε επικαλούταν συχνά το όνομα του γέροντα της για να δείξει ότι έχει πνευματική ζωή σε σχέση με άλλες γυναίκες. Η τάδε κατέκρινε τους συνανθρώπους της που έχουν προγαμιαίες σχέσεις και δεν κοιτούσε να ισιώσει το δικό της τεράστιο στραβό κοντάρι.

Ο τάδε πήγε στο δικαστήριο, ορκίστηκε ψέματα και ένας αθώος καταδικάστηκε. Ο τάδε χτυπούσε τη γυναίκα του και την έβριζε. Ο τάδε ασελγούσε σε αθώες παιδικές ψυχές. Ο τάδε ένα βράδυ μετέφερε τα δοκάρια από το κτήμα του και έκλεψε μέρος από το κτήμα του διπλανού του. Η τάδε δεν μιλάει στους γονείς της που την μεγάλωσαν, αφήνοντας τους να περάσουν την υπόλοιπη τους ζωή στο γηροκομείο. Ο τάδε συνέχεια κατακρίνει τον κάθε ένα χωρίς λόγο και αναλώνεται σε ανούσιες και ανόητες κουβέντες που ζημιώνουν την ψυχή, η οποία αρχίζει να γίνεται ολοένα και σκληρότερη. Η τάδε ενώ ενώπιον όλων δείχνει σεβασμό και μιλάει με λόγια αγάπης για τους άλλους, στην απουσία αυτών των άλλων τους κατηγορεί και προδίδει πολλά από όσα της έχουν εμπιστευθεί.

Έχω αθεράπευτα την πίστη ότι ο Χριστός δεν καταδίκασε κανέναν για το πώς συμπεριφέρεται στο σώμα του. Ναι μεν είναι «ναός του Αγίου Πνεύματος», εντούτοις δεν κατακεραυνώνει όσους δεν το σέβονται και δίνει ευκαιρίες σε όλους μας να αντιληφθούμε τη δυσωδία των αμαρτιών και να αλλάξουμε τον τρόπο σκέψης μας. Ανέχεται με μόνη την αγάπη και την πόρνη και την μοιχαλίδα. Και εκείνον που αρέσκεται στο να ζει ακόρεστα τις σωματικές ηδονές και σε εκείνη που θέλει να δίνει το σώμα τις σε περισσότερους άνδρες κάθε φορά για να βιώνει την ανάλογη ηδονή.

Ο Χριστός ποτέ δεν ασχολήθηκε με το τι κάνει ο κάθε ένας στο κρεβάτι του. Ποτέ δεν ασχολήθηκε με τις σεξουαλικές προτιμήσεις του καθενός. Ποτέ δεν ρώτησε τι και πως. Ποτέ δεν κοίταξε από την κλειδαρότρυπα όπως ορισμένοι συνηθίζουν να κάνουν. Είναι γνωστό πως ο Κύριος «τόν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς καί βρέχει ἐπί δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. 5, 45). Δεν πήρε καμία πέτρα να λιθοβολήσει τη μοιχαλίδα γυναίκα όπως οι τραγικοί ηθικολόγοι και ευσεβιστές. Τι της είπε όμως; «Γυναίκα, πού είναι; Κανείς δε σε κατέκρινε; Εκείνη απάντησε: «Κανείς, Κύριε». Είπε τότε ο Ιησούς: «Ούτε εγώ σε κατακρίνω. Πήγαινε, και από τώρα μην αμαρτάνεις πλέον» (Ιω. 8, 10-11).

Να την σώσει ήθελε. Να της δείξει πως η σωτηρία είναι μία κατάσταση που ταιριάζει σε όλη την ανθρωπότητα. Και παράλληλα ήθελε να δείξει στους επικριτές της ότι υπάρχουν αμαρτήματα πολύ πιο επιβλαβή για την ψυχή μας. Είναι τα λεγόμενα ψυχικά εγκλήματα. Και όταν αυτά γίνονται από ανθρώπους που υποτίθεται ότι θρησκεύουν, τότε μοιάζουν με εκείνους που ο Κύριος πήρε το μαστίγιο στο ναό και τους κυνηγούσε. Πόσοι άνθρωποι του εκκλησιαστικού χώρου σήμερα ενώ συμφωνούν με την πράξη αυτή του Ιησού, τον τρόπο με τον οποίο φέρθηκε στη μοιχαλίδα, εντούτοις με την πρώτη ευκαιρία δείχνουν αυτές τις γυναίκες; Ξεχωρίζουν τους άλλους; Τους αμαρτωλούς; Τους σαρκικούς;

Αναφέρω μία διήγηση που έκανε ο όσιος Πορφύριος όταν ημέρα των Φώτων μπήκε χωρίς αρχικά να το καταλάβει σε έναν οίκο ανοχής στην Αθήνα. Από τη διήγηση του οσίου πατρός φαίνεται ο τρόπος που αντιμετώπισε τις γυναίκες που εργάζονταν στον οίκο αυτό. «Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν’ αγιάζουμε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων, μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας ‘’Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε…’’. Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μία σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα. Ήταν μία σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο. Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία. Αφού μου άνοιξε εγώ άρχιζα κατά τη συνήθεια μου το ‘’Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε…’’. Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο, βγαίνανε κοπέλες απ’ τα δωμάτια. ‘’Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής’’, είπα μέσα μου.

Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ’ εμποδίσει. ‘’Να φύγεις’’, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις σε παρακαλώ. Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω ‘’Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ήλθα εδώ ν’ αγιάσω’’. ‘’Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές…’’. ‘’Μα δεν ξέρουμε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές η εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: ‘’Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου’’. Εκείνη την στιγμή εκοκκίνησε λίγο. Της λέω λοιπόν ‘’Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό’’. Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το “Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου, Κύριε…”, διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ’ αυτές τις ψυχές.

Φιλήσανε όλες το Σταυρό. Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα ‘’Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μας αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και “βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους” (Ματθ. 5,45). Όλοι τον έχουμε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσουμε να Τον γνωρίσουμε και να Τον αγαπήσουμε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε’’. Κοιτάζανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη. Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ’ αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά! Χρόνια πολλά, είπαν κι εκείνες κι έφυγα…».

Λατρεύω την επανάσταση που έκανε ο Χριστός. Ιστορική μεν αλλά πνευματική. Ασύγκριτη με όλες τις επαναστάσεις του κόσμου. Κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να φέρει τα πάνω κάτω και να συντρίψει τις νομικίστικες αντιλήψεις των τυπολατρών της Ιερουσαλήμ. Δεν υπήρξε κατά την επίγειο Του διδασκαλία ένας ακόμη καθωσπρεπιστής. Δεν υπήρξε συνηθισμένος. Δεν ηθικολόγησε. Δεν καταδίκασε. Δεν κατέκρινε. Άκουσε όμως να καταδικάζουν ανθρώπους. Είδε να στηλιτεύουν ανθρώπους και να τους δείχνουν με το δάχτυλο. Τι πνευματική γοητεία ασκούσε στα πλήθη. Πνευματική τρέλα είχε και ακριβώς την αντίθετη από τη συνηθισμένη διδασκαλία δίδαξε. Αναρχική, ανατρεπτική, ρηξικέλευθη. Ενάντια σε τύπους, απολυτότητες, «πρέπει», «δεν πρέπει», «μη».

Έφαγε με «βρώμικους» ανθρώπους. Κάθισε δίπλα σε γυναίκες που πριν από λίγο είχαν δώσει το σώμα τους σε διαφορετικούς άντρες. Έφαγε με ανθρώπους που πλούτιζαν από τον ιδρώτα των φτωχών. Άνοιξε τον Παράδεισο σε έναν εγκληματία και τον καλωσόρισε στη Βασιλεία του Θεού. Καταδέχτηκε να μοιραστεί το ίδιο φαγητό με ανθρώπους που είχαν εγκληματήσει ψυχικά απέναντι σε συνανθρώπους τους. Κατάντησε να κάνει παρέα με ανθρώπους που δεν ήταν όπως Εκείνος ήθελε εκείνοι να είναι. Αναλώθηκε σε ανθρώπους που βρωμούσαν αμαρτία, ανηθικότητα. Σε τύπους που ήθελαν να αμαρτάνουν και να πέφτουν χωρίς να σηκώνονται.

Όταν έγραψε στο χώμα, άραγε ένιωσε προβληματισμένος από τον τρόπο που η τότε κοινωνία αντιμετώπιζε το ανήθικο και αμαρτωλό; Απογοητεύτηκε από τις εμμονές των ανθρώπων στο γράμμα του Νόμου και όχι στο πνεύμα του Νόμου; Πώς ένιωσε όταν κάποιοι εθελοτυφλούντες δεν έσκαβαν στον έσω τους εαυτό για να ανασύρουν ό,τι πιο βρώμικο στόλιζε την φτωχή τους ύπαρξη; Όταν ο Χριστός έγραψε στο χώμα…

 

 

Ηρακλής Φίλιος

Array

 

Δείτε όλα τα βίντεο στο WEBTV του trikalaola.grClick στην TV
Συγκεντρωμένα όλα ΕΔΩ