26.1 C
Trikala
Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024

Χειροβομβίδες, σφαίρες… κι άλλα επικίνδυνα παιδικά παιχνίδια!

Κείμενο – φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας*

- Advertisement -

 

Όταν ήμουν παιδί, θυμάμαι πως παίζαμε με τις ώρες, χωρίς όμως να έχουμε παιχνίδια έτοιμα. Με ό,τι είχαμε διαθέσιμο, περνούσαμε υπέροχα!

Υπήρχαν βέβαια και μελανές σελίδες… Για παράδειγμα, θυμάμαι χαρακτηριστικά το εξής στα τέλη της δεκαετίας του 1970: Όταν έχτιζαν ένα σπίτι στο χωριό μου, επειδή δεν υπήρχε δρόμος για να πάει το φορτηγό στο οικόπεδο της οικοδομής, είχαν φτιάξει ένα είδος μεγάλου καναλιού από τσίγκο, όπου έριχναν το αμμοχάλικο, ώστε λόγω της κατωφέρειας να φτάσει στο σημείο που θα το χρησιμοποιούσαν οι χτίστες.

Δυστυχώς, αυτή την κατασκευή ένας συνομήλικός μου την είδε σαν… τσουλήθρα! Μπήκε μέσα και κατηφόρισε, όμως αμέσως μόλις ξεκίνησε, επειδή φοβήθηκε από την ανεξέλεγκτη κίνηση προς τα κάτω, ακούμπησε τα μπράτσα του στον τσίγκο… με αποτέλεσμα να κατακοπεί! Ακόμα έχω μπροστά μου την εικόνα με τα χέρια του πλημμυρισμένα στο αίμα!

Φυσικά, δεν ήταν το μόνο παιδί που διακινδύνευσε τη σωματική του ακεραιότητα, ή και τη ζωή του, στον βωμό του παιγνιδιού…

Άμα ξάδειαζαμαν, έπαιζαμαν και τ’ς τσιούκες. Αυτό τό ’παιζαμαν και κοντά τα πράματα (όταν πηγαίναμε στα γιδοπρόβατα), ήταν κι άλλα τζιοπαναρούδια εκεί, μαζώνομασταν πολλά λιανοπαίδια, 10 χρονών ήμασταν τότε π’ φύλαγαμαν τα γίδια.
Άμα ξάδειαζαμαν, έπαιζαμαν και τ’ς τσιούκες. Αυτό τό ’παιζαμαν και κοντά τα πράματα (όταν πηγαίναμε στα γιδοπρόβατα), ήταν κι άλλα τζιοπαναρούδια εκεί, μαζώνομασταν πολλά λιανοπαίδια, 10 χρονών ήμασταν τότε π’ φύλαγαμαν τα γίδια.

«Δεν άδειαζαμαν να παίξουμε…»

Η μητέρα μου, μιλώντας για την παιδική της ηλικία, θυμάται ότι δεν υπήρχε χρόνος για παιχνίδι. Η βόσκηση των γιδοπροβάτων και η εργασία στον νερόμυλο ήταν καθημερινές υποχρεώσεις…

«Απ’ τ’ν ώρα πο’ ’πεσα απ’ τ’ μάνα μ’ (γεννήθηκα), δ’λειές έκανα. Δεν είχαμαν αδειά (ευκαιρία, χρόνο) να παίξουμε σαν παιδάκια, ούτ’ εγώ, ούτ’ οι αδερφές μ’. Μας κόλλησαν κοντά τα πράματα στο μύλο, ν’ αλέθουμε (ο εκ μητρός συνονόματος παππούς ήταν μυλωνάς). Κάθε μέρα ή στο μύλο θα πάαιναμαν ή στα πράματα, είχαμαν δυο μπ’λούκια, γίδια και πρόβατα. Έπρεπε να πάμε να τα βοσκήσουμε, τα γίδια στο λόγκο, τα πρόβατα στ’ς λάκκες…

Παιγνίδι δεν ήξεραμαν τι είναι. Ε, αν είχαμαν κανιά αργανέλα (τριχιά, σκοινί για τα ζώα) κι έπαιζαμαν σκοινάκι, απήδαγαμαν απάνω, παπ παπ, και πέραγαμαν το σκ’νί να μην πατήσουμε το σκ’νί και “καούμε” (χάσουμε).

Έφκιαναμαν και κανιά κούκλα με καβάδια, μπαλώματα πο’ ’κοβαν οι μοδίστρες από β’λάρι (βηλάρι: μεγάλο κομμάτι ύφασμα) και περίσσευαν τα καβάδια, αυτά τα μπαλωματάκια. Έφκιαναμαν κούκλες. Στο κεφαλάκι μέσα τ’ς έβαναμαν ένα μπαλωματάκι τρανύτερο, να ’ναι το κεφάκι τ’ς κούκλα, σαν τοπούλα (μπαλίτσα). Με κάνα κάρνο έφκιαναμαν τα μάτια και το στόμα

Άμα ξάδειαζαμαν, έπαιζαμαν και τ’ς τσιούκες. Αυτό τό ’παιζαμαν και κοντά τα πράματα (όταν πηγαίναμε στα γιδοπρόβατα), ήταν κι άλλα τζιοπαναρούδια εκεί, μαζώνομασταν πολλά λιανοπαίδια, 10 χρονών ήμασταν τότε π’ φύλαγαμαν τα γίδια.

Τι ήταν οι τσιούκες; Πλάκες. Τ’ς έστεναμαν ορθές όπως τ’ς πυρωμάδες (φέτες ψωμιού) π’ στένουμε στο τζιάκι για να πυρωθούν. Σημάδευαμαν τ’ς τσιούκες μ’ ένα, λιθάρι για να τ’ς γκρεμίσουμε. Όποιος τ’ς γκρέμαγε, ματαέπαιζε (είχε δικαίωμα κι άλλης βολής). Άμα έχανε, θα πάαινε άλλος να παίξει

Ήταν και το παραμάδι….

Το παραμάδι τι ήταν; Είχαμαν ένα κούτσικο λιθάρι κι έγραφαμαν 4 αράδες, 4 χαράκια. Χώμα ήταν ολούθε, τσιμέντα δεν ήταν π’θενά.

Έπρεπε να το κλοτσάμε με το ποδάρι, στο κ’τσό. Κρκ… Τό ’καναμαν να πάει παρέκεια, σε 4 χαράκια έπρεπε να το περάσεις για να βγεις στ’ν άκρη. Άμα το λιθάρι έπεφτε στ’ γραμμή, καίοσαν κι έπρεπε να παίξει άλλος. Όποιος έβγαινε ντιπ στ’ν άκρη, κέρδαγε

Κι ήμασταν και ξυπόλητοι.

Μήλα δεν έπαιζαμαν, γιατί δεν είχαμαν τόπα (μπάλα)».

«Τα ιταλικά τα όπλα… έτρωγαν τα ίδια φυσίγγια με τα ελληνικά! Μανχέρια! Τα μανχέρια, Μάνχερ (ενν. Μάνλιχερ) τά ’λεγαν, ήταν ελληνικά! Ήταν δυο νούμερα! Τα κοντότερα τά ’χαν αυτοίνοι που ’ταν στο ιππικό, τα μακρύτερα τα μανχέρια τά ’χαν τ’ πεζικού»!
«Τα ιταλικά τα όπλα… έτρωγαν τα ίδια φυσίγγια με τα ελληνικά! Μανχέρια! Τα μανχέρια, Μάνχερ (ενν. Μάνλιχερ) τά ’λεγαν, ήταν ελληνικά! Ήταν δυο νούμερα! Τα κοντότερα τά ’χαν αυτοίνοι που ’ταν στο ιππικό, τα μακρύτερα τα μανχέρια τά ’χαν τ’ πεζικού»!

Η πτώση στο πηγάδι θύμιζε κάθοδο στον Άδη!

«Ε, αυτό ήταν του σκ’νί του…» λένε οι ηλικιωμένοι Ηπειρώτες όταν πληροφορούνται τον θάνατο κάποιου.

Υπεραιωνόβια πληροφορήτρια, που ήδη γιόρτασε τον αιώνα ζωής, αφηγείται ότι σε ηλικία 11 ετών, όταν κατασκεύαζαν ένα πηγάδι στο χωριό της, την έβαλαν δυο αγόρια σε ένα κουβά για να την κατεβάσουν στον πάτο του πηγαδιού (δεν υπήρχε νερό, παρά μόνο… φτυάρια και σκαπάνες!).

Το πάθημά της… είναι όντως για μολόημα!

«Θ’μάμαι τότε πο’ ’φκιαναν το πηγάδι το Γριμπαβιώτικο, τ’ Γιοχάρη (Θεοχάρη) Γριμπαβιώτη, ο Αντρέας τό ’φκιανε, το παιδί του.

Καλοκαίρι ήταν, τότε έσκαβαν για τα πηγάδια. Θα ήμαν γύρα τα 11 (1933) κι μου ’παν κάτι παιδιά, “μπαίν’ς κάτω στο π’γάδι;”. “Μπαίνω”, είπα εγώ. Δε σκιάζομαν (φοβόμουν).

Του ’χαν ξέσκεπο αποπάνω το πηγάδι, γιατί τότε τό ’φκιαναν, δεν ήταν τελειωμένο.

Είχαν ένα μεγάλο γκουβά για ν’ ανεβάζουν λιθάρια κι χώμα, πο’ ’σκαβαν μέσα. Μ’ αυτό το καλάθι ανεβοκατέβαιναν κι οι εργάτες μέσα στο πηγάδι. Δυο δούλευαν στον πάτο τ’ πηγαδιού, έσκαβαν, δε χώραγε παραπάνω. Ξεκίναγαν απ’ τον πάτο να χτίζουν και χτίζοντα απάνω-απάνω, έβγαιναν στ’ν κορυφή.

Δεν είχε νερό μέσα το πηγάδι, δεν ήταν χτισμένο μέσα. Του ’χαν χτίσει απάνου μαναχά (στο στόμιο, στο υπέργειο τμήμα), για να στέκει η ανέμη.

Μ’ έβαλαν μέσα στου γκουβά κι μόλις άρχισε ν’ ξετ’λίγεται η τριχιά απ’ τ’ν ανέμη, θα είχα πάει κανα-δυο μέτρα κάτω, κι απ’ του βάρο κόπ’κε το ξύλο απ’ τ’ν ανέμη, κι ξετ’λίχτ’κε γλήγορα!

Εγώ είπα, κάνουν αστεία τα παιδιά, απολάν’ (αφήνουν) το σκ’νί και με κατεβάζουν γλήγορα!

Τότε πο’ ’πεφτα, μ’ φαίνονταν σα να πάαινα στον Άδη!

Δεν κατάλαβα πότε έπεσα! Σκοτάδι μέσα! Πίσσα!

Στον πάτο είχε σκαμπάνια κι φκυάρια. Βάρεσα (χτύπησα) λίγο στο ένα το ποδάρι, αλλά όχι πολύ. Μ’ έσωσε το χώμα κι δε σκοτώθ’κα.

Φώναζα εγώ, αλλά ποιος να μ’ ακούσει, 10-12 μέτρα βάθος είχε του π’γάδι.

Τα παιδιά φώναξαν τον Αντρέα (τον ιδιοκτήτη του πηγαδιού). Αυτός είχε στραγγουλήσει το ποδάρι στο κότσι (εξάρθρωση), παραπάτ’σε κι τ’ γύρ’σε κι τον πόναγε. Κάθονταν στο σπίτι εκείνη τ’ μέρα.

Τι λαχτάρα πέρασε κι αυτός όταν τού ’παν τ’ άλλα τα παιδιά ότι έπεσα στο πηγάδι.

Αυτός βγήκε όξω κ’τσαίνοντα, έσιασε τ’ν ανέμη, τ’ν έρ’ξαν κάτου και με τράβ’σαν κι μ’ έβγαλαν»!

Το σκοινί του κουβά κόπηκε, όμως αυτό της ζωής έμελλε να είναι απίστευτα ανθεκτικό και μακρόβιο.

Οι σκάστρες

Υπερήλικας συνομιλητής μού μιλάει για ένα άλλο υποτυπώδες παιχνίδι, που κάθε άλλο παρά ακίνδυνο ήταν…

«Εμείς τα παιδιά έπαιζαμαν και με τ’ς σκάστρες. Πώς τ’ς έφκιαναμαν;

Ξέρ’ς, κυρ-Βασίλη, το μεδούλι τ’ς συκιάς είναι κούφιο. Τό ’κοβαμαν εκεί π’ δεν έχει κόμπο (δηλ. να είναι ενιαίο, να μην έχει διακλάδωση).

Έβαναμαν ένα σύρμα καμένο μέσα στον κορμό και τον καθάρ’ζαμαν για ν’ ανοίξει ακόμα. Έπιαναμαν ένα ψιλό ξύλο, να περάει μέσα εκεί.

Απ’ τ’ μία μεριά έβαναμαν ένα κεδρόσπορο.

Το ξυλάκι στ’ν άκρη το χτύπαγαμε από καταή κι έβγανε κάτι σα μαλλάκια.

Έβαναμαν κεδρόσπορο και τό ’σπρωχναμαν με το ξύλο. Κι αυτό μπόρ’γες να το πετάξεις μέχρι και 5 μέτρα.

Ή κατά λάθος ή επίτηδες μπόρ’γε να γίνει μεγάλη ζ’μιά άμα τό ’παιρνες το παιδί σε μάτι! Γιατί άμα ο κεδρόσπορος πέτ’χαινε ένα παιδί στο μάτι, το στράβωνε!

Άλλο τίποτα δεν είχε δύναμη να τα’ κάνει κακό, μαναχά αν το πετύχαινε στο μάτι, μπορεί να γκαβώνονταν το παιδί!»

Έπεφταν απ’ την τραμπάλα, αλλά δεν έκλαιγαν…

Ο πατέρας μου θυμάται ένα επικίνδυνο παιγνίδι τότε που ως μικρό παιδί, όπως όλοι οι συνομήλικοί του, πήγαινε να βοσκήσει τα γίδια της οικογένειάς του:

«Μέσα στ’ αντάρτικο (περίοδο Εμφυλίου) αυτό π’ σ’ λέω… Φόντα (τότε που) ήμασταν λιανοπαίδια στα Φορτωτήρια (τοποθεσία) και στάλιζαμαν (αφήναμαν) τα γίδια το μεσημέρι. Ήμασταν στο στάλο σερκομάδα (ομάδα αγοριών), ήταν παιδιά που ’χαν μία λίμπα χαλκωματένια (χάλκινο πιάτο) στον τροβά, όχι χωματένια (πήλινη) για να μη σπάει, σήκωναν τ’ γίδα όπως ήταν σταλισμένη (σταματημένα σε σκιερό μέρος)… Πάαιναν σε ήμερες γίδες, όχι σ’ αυτές π’ δε στέκονταν. Σήκωναν τ’ γιδούλα, τ’ν άρμεγαν, κι έτριβαν μέσα στ’ λίμπα τ’ν κουλούρα (καλαμποκίσιο ψωμί) που ’χαν στον τροβά. Είχαν κι ένα χ’λιάρι (χουλιάρι: κουτάλι), έτρωγαν και τύλωναν (τέντωναν) τ’ν κοιλιά τ’ς καλά, γένονταν βετσούκι (χόρταιναν πλήρως).

Είχαμαν φκιάσει και τραμπάλα για να παίζουμε όλο το μεσημέρι. Δυο ’ν’ άφ’ναν (την άφηναν), δυο ’ν’ έπαιρναν, βάρδιες βάρδιες, να παίζουν όλοι.

Έμπ’χναμαν ένα στρίαρο (κάθετο ξύλο, σαν στυλιάρι), αυτό ήταν σουφλερό (είχε αιχμηρή απόληξη στο πάνω μέρος) κι έβαναμαν ένα άλλο ξύλο, ζυγό (οριζόντιο), ίσιο κι από ’δώ κι από ’κεί για να κάθομαστε ψ’λά. Αυτό πάαινε κι απάνω-κάτω και έρθονταν και γύρα γύρα (δηλ. έκανε όλες τις κινήσεις).

Πάταγες καταή με ντακ’λιά (δύναμη με τα πόδια) κι ήφερνες γύρα γύρα τ’ σκοτωμού! Εκεί πο’ ’σμιγαν τα δυο ξύλα, στ’ν τρύπα μέσα, έβαναμαν κάρνο (κάρβουνο), για να τρίζει (για να γίνεται ομαλά η τριβή στην επαφή των δύο ξύλων), νά ’ρθεται καλά ο ζυγός γύρα (δηλ. για να περιστρέφεται άνετα το ξύλο πάνω στο οποίο βρίσκονταν τα δύο παιδιά). Γρρρρρ…

Και οι δυο που ’ταν ντ’χάλα (καβάλα) στ’ δραμπάλα, έπρεπε να ’χουν το ίδιο βάρο, περίπου. Γιατί άμα ήταν ένας βαρύτερος, τον άλλον θα τον σήκωνε απάνω σα να ’ταν τσιροπούλι (πουλάκι)!

Έπεφτε και κάνας καταή στ’ λάκα, τα μπούσιλα (μπρούμυτα), αλλά δεν έσκουζε κανένας, γιατί ήταν σκληρά τα παιδιά, δεν ήταν καλομαθ’μένα σαν τα σημερ’νά παιδιά. Σήμερα ίσια (λίγο) να πέσει το παιδί), θα ρεκάζει (ουρλιάζει) όλη τη μέρα, θα σηκώσει το χωριό στο ποδάρι!

Τότε έπεφταμαν, σηκώνομασταν πάλι… Και να έπεφταμαν, δεν παραπονούνταν κάνας. Έπρεπε να σπά’εις το χέρι, για να πεις ότι βάρεσες (χτύπησες) και να συμμάσουν οι άλλοι, να σε φέρουν στο χωριό, στο Χρησταλέξη (πρακτικός ορθοπεδικός), για να βάλει ξύλα κι άχυρα για να πιάσει πάλι το χέρι. Δεν υπήρχαν ούτε νοσοκομεία, ούτε γύψος, τίποτα.

Κι εγώ έπεσα, βάρεσα κάποτε, ξεσγάλισα τον αναγκώνα (έγδαρα) όπως έπεσα. Έπεσα κι άλλες φορές. Δεν έπαθα τίποτα. Χίλιες δόξες να ‘χει ο Μεγαλοδύναμος!».

«Ήταν ένα παιδάκι, γύρα τα 15, είχε πάει να παίξει. Τώρα είναι ηλικιωμένος άνθρωπος… Κάπου ηύρε μία βόμπα, πώς λέεται αυτό… Όχι βόμπα κανονικιά… Είναι σαν… κεφτέδα! Όχι, δεν είναι ούτε στρόγγυλη, είναι κούτσικη (μικρούλα) και χοντρούτσικη… -Χειροβομπίδα; -Α, γεια σου! Αυτήνη η χειροβομπίδα έσκασε στο χέρι του και τ’ λείπεται το δάχ’λο το μεγάλο...».
«Ήταν ένα παιδάκι, γύρα τα 15, είχε πάει να παίξει. Τώρα είναι ηλικιωμένος άνθρωπος… Κάπου ηύρε μία βόμπα, πώς λέεται αυτό… Όχι βόμπα κανονικιά… Είναι σαν… κεφτέδα! Όχι, δεν είναι ούτε στρόγγυλη, είναι κούτσικη (μικρούλα) και χοντρούτσικη…
-Χειροβομπίδα;
-Α, γεια σου! Αυτήνη η χειροβομπίδα έσκασε στο χέρι του και τ’ λείπεται το δάχ’λο το μεγάλο…».

«Τι είχαν να χωρίσουν τα παιδιά…»

Το παιχνίδι, όπως είναι γνωστό, ενώνει. Μία ακόμη απόδειξη η ακόλουθη αφήγηση από την πρόσχαρη συνομιλήτριά μου:

«Εγώ το ’ζησα στο πετσί μ’ αυτό με τα παιχνίδια π’ με ρωτάς…

Εδώ στα Γιάννενα είχαμαν πολύ τον πετροπόλεμο. Μολογούσε ο πατερούλης μ’ ότι τότε που ’ταν παιδί έπαιζαν… Τούρκοι κι Έλληνες! Είχαν πολλά γινάτια μαζωμένα (είχαν μίσος συσσωρευμένο). Ο πατέρας μ’ γεννήθ’κε το 1892, ήταν Τούρκικο τότε εδώ (τουρκική επικράτεια), με τα Τουρκάκια μαζί μεγάλωσε. Έπαιζαν στ’ς γειτονιές μαζί τα παιδιά. Έπαιζαν κι οι τουρκοπούλες, οι τσιούπρες, μαζί με τα παιδιά (αγόρια), όσο ήταν μ’κρές. Τότε π’ μεγάλωναν λίγο, ξαφανίζονταν οι Τουρκοπούλες! Τ’ς έβαναν το φερετζέ και τ’ς τοίμαζαν για παντρειά.

Αλλά τα παιδιά έπαιζαν μαζί, ελληνάκια και τουρκάκια κι οβριόπ’λα μαζί. Τα παιδιά τι είχαν να χωρίσουν; Να παίξουν ήθελαν.

Τα μεγαλύτερα τα παιδιά έπαιζαν πετροπόλεμο, μαχαλάς με μαχαλά. Λιθάρια; Δε λες τίποτα! Διάλεγαν τα κοφτερά, σ’ άνοιγαν το κεφάλι! Μακελεύονταν! Ένας κι άλλος ένας (δηλ. πάρα πολλοί) σημαδεύ’κε απ’ τον πετροπόλεμο; Πολλά παιδιά σημαδεύονταν απ’ τον πετροπόλεμο κι έμνησκε σημάδι μέχρι π’ γέραζαν. Και τότε δεν ήταν και γιατροί. Τι να βάλουν; Σπίρτο (οινόπνευμα) έβαναν, κι έτσουζε πολύ! Ή έβαναν το κηράλειμμα (κηραλοιφή).

Κι απ’ τ’ σκλέντζα βαρούσαν πολύ τα παιδιά, το ‘λεγαν και ξυλίκι αυτό. Είχαν ένα ξύλο μεγάλο κι ένα μ’κρό και με το μεγάλο βαρούσαν το μ’κρό στ’ μύτη τ’ν ξυμένη. Δε χόρταινα να το παίζω…

Ήθελε τέχνη η σκλέντζα με το σκλιντζί, γιατί άμα το βαρεί ο άλλος στον αέρα το ξύλο, μπορεί να σο’ ’ρθει στο μάτι, στο κεφάλι να σε βαρέσει.

Εμείς ήμασταν ολοένα ματωμένα τότε που ’μασταν παιδιά. Κοιτάζαμαν να κερδίσουμε στο παιγνίδι, αλλά τα γόνατά μας είχαν πληγές συνέχεια. Μας έβαναν οι μανάδες μας κηράλειμμα, με κερί, μέλι και λάδι. Αυτό ήταν τότε για γιατρικό, δεν είχαν αλοιφές κι άλλα φάρμακα πο’ ’χουμε τώρα.

Και πρήζονταν οι πληγές, γιόμ’ζαν όμπυο, αλλά… χορταίναμαν παιγνίδι! Λέγαμαν, να μη ν’χτώσει…

Κι όταν πηγαίναμαν στο σπίτι, πέφταμαν ψόφια για ύπνο!».

Το απαγορευμένο μπάνιο στο ποτάμι

Ένας βιομάρτυρας που ως παιδί ήταν πολύ άτακτο, έχει τον λόγο στη συνέχεια:

«Γεννήθηκα το σαράντα τρίο. Ήμασταν μεγάλη φαμ’λιά, δέκα αδέρφια είχα. Ο πατέρας μ’ ήταν δυο φορές παντρεμένος. Ήταν χήρος κι είχε τρία παιδιά απ’ τ’ν πρώτη και δέκα απ’ τ’ν άλλη. Εγώ είμαι απ’ τ’ δεύτερη γ’ναίκα.

Εμείς τα παιδιά δεν είχαμαν με τι να παίξουμε. Παίζαμαν με τα… κουραμπιέδια! Τσακιούμαν (σπάγαμε) λιθαράκια όσος είναι ο γρόθος, να ’ναι όμοια, πάαιναν 20 πόντους απάνω, πάαιναμαν λίγο μακριά και ρίχναμαν μ’ άλλο λιθάρι να τα γκρεμίσουμε καταή. Ο ένας πίσω τον άλλο έπαιζε.

Αλλά τι παιγνίδι να ήταν αυτό; Εμείς παιδιά ήμασταν, δεν είχαμαν τίποτ’ άλλο ν’ ασχοληθούμε…. Πάαιναμαν στο ποτάμι και κολυμπάμαν.

Πόσες φορές κιντύνεψαν να πνιουν παιδιά εδώ στο χωριό. Σκοτώνομασταν ο ένας με τον άλλον! Πετροβολάμαν ο ένας τον άλλον, κυνηγιόμασταν, να πιάσουμε ο ένας τον άλλον να τον βαρέσουμε.

Ο πατέρας μ’ δε μας άφ’νε να πάμε για κολύμπι στο ποτάμι. Άμα καταλάβαινε ότι πήγαμαν στο ποτάμι και κολύμπαγαμαν, μας βάρ’γε με τ’ λωρίδα! Είχε μια λωρίδα… στραωτικιά! Πω πω… Τι ξύλο μο’ ’ρ’χνε μ’ αυτήνη τη λωρίδα! Όσο… π’ απόσταινε (μέχρι που κουραζόταν)! Εμένα βάρ’γε μαναχά. Δε βάρ’γε κανέναν άλλον. Εγώ έκανα τ’ς αταξίες. Εγώ πάαινα για μπάνιο. Εγώ ήμαν απείθαρχος.

Άλλο παιδί απ’ τ’ αδέρφια μ’ δε βάρεσε, γιατί κάθονταν καλά, ήταν μεγάλα τ’ άλλα τ’ αδέρφια μ’.

Εγώ ήμαν μ’κρός και μ’ άρεγε να παίζω με τ’ άλλα τα παιδιά…».

«Κόλλαγαμαν (ανεβαίναμε) και στα κυπαρίσσια, για να βρούμε φωλιές από τσιροπούλια (μικρά πουλιά), για να ιδούμε τα π’λιά ή να πάρουμε και κάνα στο σπίτι μας, για να το ’χουμε, να το μεγαλώσουμε εμείς».
«Κόλλαγαμαν (ανεβαίναμε) και στα κυπαρίσσια, για να βρούμε φωλιές από τσιροπούλια (μικρά πουλιά), για να ιδούμε τα π’λιά ή να πάρουμε και κάνα στο σπίτι μας, για να το ’χουμε, να το μεγαλώσουμε εμείς».

Αναρρίχηση στα δέντρα

Το 1960 γεννήθηκε ο επόμενος συνομιλητής μου:

«Τότε που ’μασταν κούτσικα, έστεναμαν παΐδες (παραδοσιακές παγίδες με πλάκες), για να πιάνουμε π’λιά, αφού ήμασταν φτωχοί, δεν ήξεραμαν τι είναι το κριάσι…

Κόλλαγαμαν (ανεβαίναμε) και στα κυπαρίσσια, για να βρούμε φωλιές από τσιροπούλια, για να ιδούμε τα π’λιά ή να πάρουμε και κάνα στο σπίτι μας, για να το ’χουμε, να το μεγαλώσουμε εμείς.

Για να κολλή’εις στο κυπαρίσσι έπρεπε να ’σαι σφιχτός (γεροδεμένος), να ’χ’ς γερά χέρια και ποδάρια, γιατί το κυπαρίσσι δεν έχει και πολλά κλωνάρια, ο κορμός είναι μαναχά, κι έχει κάτι λιανόκλαρα.

Τότε τα παιδιά ήταν μαθ’μένα σε τέτοιες δ’λειές, δεν ήγλεπες και κάνα παιδί να ’ναι χοντρό, γιατί… έκοβε λόρδα, το φαΐ ίσια π’ μας έφτανε!

Τα παιδιά ήταν μαθημένα στ’ν κακοπέραση, αλλά… δεν τ’ς κακοφαίνονταν! Έκαναν ό,τι μπόρ’γαν για να βοηθάν’ τ’ς γονέους. Εργάτες δεν υπήρχαν, γιατί όλοι είχαν χωράφια, με τ’ γεωργική ασχολούνταν. Τα παιδιά έμνησκαν (απέμεναν) για βόηθειο, βόηθαγαν με τ’ς δ’λειές στα χωράφια, έβγαναν τα πράματα για βοσκή, κι όχι σιμά στο χωριό, μέσα στο δάσος, εκεί π’ δεν πααίνει τώρα… ούτε κόρακας! Και να μην έχ’ς και νερό ή κάνα παγούρι από κοντά, μαναχά αν ηύρισκαμαν κάναν άμπ’λα (πηγή νερού στο επίπεδο του εδάφους) για να πιούμε λίγο νεράκι.

Σκάλωναμαν και στ’ς ελιές, στα κλωνάρια, άμα είχαν ψ’λά κάνα αητονύχι (ντόπια ποικιλία σταφυλιού, με μεγάλες ροζέ/κόκκινες ρόγες). Στ’ς ελιές ανέβαιναν τα κλήματα τ’ αητονύχια. Ήγλεπες θηρία κοπάνια (μεγάλα τσαμπιά) και… τι να έκανες; Κόλλαγες (ανέβαινες) στ’ν ελιά για να φας κανιά ρόγα αητονύχι, γιατί φρούτο αγοραστό δεν υπήρχε στα χωριά…

Τα παλιά τα χρόνια δεν είχαν κρεβατίνες (κατασκευή για αναρρίχηση κλήματος) πο’ ’χουμε τώρα. Τα κλήματα ανέβαιναν όπου ηύρισκαν, σε κλαριά (δέντρα), ελιές ή και σε κάνα αγριοκλάρι (αυτοφυές δέντρο)… Φιλίκι, πουρνάρι…

Έτσι έζηγαμαν τότε, αλλά μπορώ να σ’ πω ήμασταν και καλύτερα. Μ’κροί, μεγάλοι ήταν για δ’λειά, το κατσιό δεν ήξεραμαν τι είναι… Σήμερα, ακόμα και τα παιδιά κάθονται όλη μέρα με το κινητό στα χέρια και δεν κάνουν τίποτα, ούτε παίζουν.

Καλά, οι μεγάλοι δεν κάνουν και δεν κάνουν… Ούτε ένα σκαλί δεν ανεβαίνουν, με τ’ αμάξι ολούθε… Τώρα ο κόσμος σάπ’σε… στ’ν καρέκλα και στον καναπέ, γι’ αυτό τώρα δεν είναι κάνας π’ να μην παίρει φάρμακα…».

Βέλος από ομπρέλα

Η ευρηματικότητα των παιδιών πολλές φορές δημιουργούσε πολύ επικίνδυνα παιχνίδια. Παλιά Γιαννιώτισσα θυμάται:

«Ήταν ένα παιδί, λίγο μ’κρότερο ήταν το καψαρό (καημένο). Ο καψο-Γιαννάκης… Άγουρο παιδάκι, δεν καταλάβαινε. Κάπ’ είδε σε σινεμά έναν Ινδιάνο με τα βέλη κι είπε να φκιάσει κι αυτός.

Έπιαναν τα χέρια του. Λύγισε μία λούρα (ξύλινη βέργα), έβαλε σκ’νί, αλλά έλειπε η σαΐτα (βέλος). Για σαΐτα πήρε ένα σύρμα από ομπρέλα, το λιμάρ’σε στ’ μύτη να γένει σουβλερό κι αυτό γίν’κε μια χαρά σαΐτα.

“Να ιδείς τι σημάδι ξέρω εγώ… Θα σ’ σημαδέψω τ’ν άκρα απ’ το παπούτσι και δε θα πάθ’ς τίποτα εσύ!”. Έτσι μου ‘πε. Ήταν ζουρλό το καημένο…

Τέντωσε τ’ σαΐτα στο τόξο και με τσίτωσε (χτύπησε) στο κότσι και καρφώθ’κε στο παπούτσι! Πέρασε όλα τα κόκαλα απ’ το κότσι κι έφτασε μέχρι τ’ν καμάρα τ’ ποδαριού!

Εγώ τά ’χασα. Δεν έσκουξα (έκλαψα), ούτε αίμα έτρεξε. Τ’ άλλα τα παιδιά τά ’χασαν. Η αδερφή τ’ Γιαννάκη, η Λίνα, τράβ’σε τ’ σαΐτα κι έκανε “κρου κρου”… Εγώ έμ’να άλαλη ντιπ.

Κι αυτό το μαύρο (καημένο) τά ’χασε. Κοκάλωσε! Έλεγε “Μην το πείτε στ’ μάνα μ’, μην το πείτε στον πατέρα μ’… Θα με σκοτώσουν!”.

Η αδερφή του τον κορόιδευε και τό ’λεγε “Τώρα η Λενίτσα (η πληροφορήτρια) θα κ’τσαθεί και πρέπει να τ’ν παντρευτείς εσύ! Ποιος άλλος θα τ’ν παντρευτεί αφού θα έχει κουσούρι και θα κ’τσαίνει;”. Κι αυτός ο καψαρός με κοίταγε κάθε μέρα να ιδεί αν θα κ’τσαθώ… για να με παντρευτεί!

Αχ, τι είναι τα παιδιά… Τι αξιάδες κάνουν (ψευτοηρωισμούς, χωρίς να συναισθάνονται τις συνέπειες). Ζηουν ακόμα κι ο Γιαννάκης κι η αδερφή του. Ο Γιαννάκης έγινε πολιτικός μηχανικός κι η αδερφή του γιατρός. Φαίνονταν από μ’κρή… Έπιασε τ’ σαΐτα και τ’ν έβγαλε απ’ το ποδάρι μ’! Και σκέψου… Βελόνα από ομπρέλα χιλιοσκουριασμένη και δεν έπαθα τίποτα!

Άμα ανταμώνουμε, τα λέμε και γελάμε…».

«Άμα χιόν’ζε, ακόμα και τ’ς παλιές πόρτες απ’ τα χαϊάτια, από παλιά κατώια, τ’ς ξεκόλλαγαν, τ’ς έβαναν καταή, έμπαιναν ψ’λά κι… όποιον έπαιρνε ο Χάρος! Έχουν κατ’φόρες τα χωριά μας, γιατί είναι χτισμένα στ’ς ράχες… Έμπαιναν ψ’λά σ’ αυτές τ’ς παλιές πόρτες και κατέβαιναν τ’ σκοτωμού τα σοκάκια τ’ χωριού, μέχρι να διαβούν στον πάτο (στο κάτω μέρος χωριού)»!
«Άμα χιόν’ζε, ακόμα και τ’ς παλιές πόρτες απ’ τα χαϊάτια, από παλιά κατώια, τ’ς ξεκόλλαγαν, τ’ς έβαναν καταή, έμπαιναν ψ’λά κι… όποιον έπαιρνε ο Χάρος! Έχουν κατ’φόρες τα χωριά μας, γιατί είναι χτισμένα στ’ς ράχες… Έμπαιναν ψ’λά σ’ αυτές τ’ς παλιές πόρτες και κατέβαιναν τ’ σκοτωμού τα σοκάκια τ’ χωριού, μέχρι να διαβούν στον πάτο (στο κάτω μέρος χωριού)»!

Οι γρουμπέλες από χιόνι

Ο χιονοπόλεμος ανέκαθεν ήταν αγαπημένο παιχνίδι των παιδιών. Παλαιότερα, οι χιονόμπαλες δεν στόχευαν μόνο τους ανηλίκους, αλλά και τους μεγαλύτερους, σύμφωνα με την αφήγηση της συνομιλήτριάς μου:

«Θ’μάμαι, στα Γιάννενα τα παλιά τα χρόνια χιόν’ζε πάσα μέρα! Στ’ς ταράτσες, εκεί που ’ταν το χιόνι μαζωμένο β’νό, έπαιρναμαν μία κ’τάλα κι έστριβαμαν τ’ν κ’τάλα μέσα στο χιόνι κι έβγαινε μία γρουμπέλα ντιπ στρόγγυλη, σα μεγάλο τόπι (όπως κάνουν οι ζαχαροπλάστες με τη μπάλα παγωτού!).

Φκιάναμαν γρουμπέλες εμείς τα παιδιά κι έρ’χναμαν ο ένας στον άλλον. Αλλά πολλοί έβαναν μέσα και λιθάρια και σ’ άν’γαν το κεφάλι!

Εκεί που ’μασταν στ΄ς ταράτσες, παραμονεύαμαν κι άμα γλέπαμαν (βλέπαμε) να περνάει σιμά κάνας άνθρωπος στο δρόμο, ζυγιάζαμαν (σημαδεύαμε) τ’ γρουμπέλα στο κεφάλι του! Κι αυτός ο έρμος δεν ήξερε απούθε τού ’ρθε! Φώναζε: “Ούι! Με φόνεψε! Με τι ινάτι (θυμό, μίσος) μ’ το ’ρ’ξε! Ποιος κιαρατάς μ’ τό ’ρ’ξε, ωρέ;”. Άμα σήκωνε τα μάτια κι ήγλεπε ότι ήμασταν μ’κρά παιδιά, έλεγε: “Ωρέ μπαστιά (μπάσταρδα, νόθα), θα σας σιάσω ’γώ στον πατέρα σας”!

Φόβο εμείς… Τρυπώναμαν εμείς… στ’ κούκου τ’ν τρύπα (σε σημείο που δεν θα μας έβρισκε).

“Ωρέ σκασμένα, τι είν’ αυτά π’ κάναταν στον κυρ-Γιάννη; Τον λαχταρήσαταν τον άνθρωπο!”, μας έλεγε ο πατέρας το βράδυ, γιατί τό ’λεγε τα μαντάτα η μάνα…».

 Παλιές πόρτες για έλκηθρα!

«Στο Ζαγόρι τα παιδόπ’λα χαίρονταν άμα χιόν’ζε, γιατί έφκιαναν παιχνίδια με το νου τ’ς κι ό,τι ηύρισκαν μπροστά τ’ς…

Το χειμώνα χιόν’ζε κάθε μέρα και το πάγωνε κιόλα. Γένονταν το χιόνι… γυαλί! Αυτό το πράμα ήταν μπελιάς για τ’ς μεγάλ’ς, μπόρ’γαν να μείνουν στον τόπο άμα έπεφταν!

Ή τα κρούσταλλα π’ κρέμονταν απ’ τ’ς σκεπές σα μαχαίρια… Τι λέω εγώ… Σα σπαθιά! Αυτά τα κρούσταλλα τά ’κοβαν τα παιδιά και τά ’χαν για σπαθιά. Αλλά τα παιδούτσια τα μ’κρά έπαιρναν τα κρούσταλλα και τ’ άγλειφαν, τ’ς φαίνονταν σα μαντζιούνι (γλειφιτζούρι). Τα πόναγε κι ο λαιμός, τά ’κοβε κι η κοιλιά (είχαν διάρροια)!

Ακόμα και τ’ς παλιές πόρτες απ’ τα χαϊάτια, από παλιά κατώια, τ’ς ξεκόλλαγαν, τ’ς έβαναν καταή, έμπαιναν ψ’λά κι… όποιον έπαιρνε ο Χάρος! Έχουν κατ’φόρες τα χωριά μας, γιατί είναι χτισμένα στ’ς ράχες… Έμπαιναν ψ’λά σ’ αυτές τ’ς παλιές πόρτες και κατέβαιναν τ’ σκοτωμού τα σοκάκια τ’ χωριού, μέχρι να διαβούν στον πάτο (στο κάτω μέρος χωριού)! Ιιιι… Πόσα παιδιά βαρούσαν (τραυματίζονταν) στα ντουβάρια (τοίχους), γιατί δεν είχαν πού να σταματήσουν! Πόρτες ήταν, δεν είχαν… τιμόνια και φρένα όπως έχουν τ’ αμάξια!

Αλλά τα παιδιά έτσι είναι… Τα γλέπουν όλα παιχνίδια… Να παίξουν θέλουν μ’ ό,τι έχουν…».

«Ήταν παλικάρι, αλλά έμ’νε μ’ αυτό το σακατ’λίκι»

Αν σας φαίνονται επικίνδυνα τα προηγούμενα παιχνίδια, υπάρχουν και χειρότερα…

«Τότενες με τον ανταρτοπόλεμο, ο κόσμος κρύπωνε πολεμικά τ’φέκια. Είχαν διαταή απ’ το ΕΑΜ να κρυπώσουν τ’φέκια και πυρομαχικά σε κρυφοκάλυβες μέσα στο κριτσίκι! Απέραστο δάσος! Τα π’λιά και τα γ’ρούνια (αγριόχοιροι) πάαιναν εκεί!

Αλλά τά ’βρε ο κυβερνητικός στρατός αυτά και τα σύμμασε.

Τ’φέκια πολεμικά και χειροβομπίδες ηύρισκες όπ’θε ήθελες! Ο καθενένας μπόρ’γε να βρει πολεμικά όπλα και πυρομαχικά. Άμα είχε κάνας τ’φέκι, το τρύπωνε. Άμα σε πρόδωνε κάνας ότι έχ’ς κρυπωμένα όπλα, σε κάλεγαν εκεί κι άμα δεν τ’ς τα φανέρωνες, σε τ’φέκαγαν ωδεκεί (σε εκτελούσαν επιτόπου)!

Και τα λιανοπαίδια ακόμα ηύρισκαν πολεμικά όπλα και χειροβομπίδες.

Θ’μάμαι τότε που ’μασταν παιδούρια ήταν ένας συνομόλικος και κάπου ηύρε χειροβομπίδα.

Τον σύμπ’σε (σύμπισε: έβαλε, παρότρυνε) ο Σιαϊτανάς και τ’ μεταχειρίσ’κε κι έσκασε στα χέρια του και τον άφ’κε σακάτ’κο!

Τ’ κόπ’καν τα δάχ’λα και τό ’βαλαν κάτι τσιμπίδες για να πιάνει ό,τι ήθελε! Ήταν παλικάρι, αλλά έμ’νε μ’ αυτό το σακατ’λίκι.

Εμ, τι… Κόλλαγαν τα δάχ’λα τότε;

Αυτό έπαθε ο κακότυκος… Ήταν και λιανοπαίδια π’ σκοτώθ’καν από χειροβομπίδα. Αφού δεν ήταν άλλα παιγνίδια να παίξουν τα λιανοπαίδια, περιεργάζονταν τ’ς χειροβομπίδες…

Εκτός κι ήταν εκεί σιμά κάνας γνωμικός (μυαλωμένος) και τα λάκαγε (έδιωχνε) τα λιανοπαίδια… Έτσι γλίτωναν.

“Απετάτε τη και κοσέψτε (τρέξτε)”, τ’ς έλεγε…».

Βλήμα από όλμο…

«Είμαι 81 χρονών. Εδώ σ’ αυτόν το μαχαλά γεννήθ’κα και μεγάλωσα.

Αυτό π’ θα σ’ μολοήσω γίν’κε μετά τον Εμφύλιο, απ’ το ’49 και δώθε, γύρα στο ’55.

Ηύρισκαμαν τέτοια πράματα απ’ αυτά π’ δεν έσκασαν (ενν. πολεμικό υλικό). Σφαίρες, χειροβομβίδες… Έπρεπε να τα δώκουμε στ’ς χωροφυλάκους…

Κάποτε είχε πάρει φωτιά ο λόγκος και θ’μάμαι έσκαγαν παλιές σφαίρες. Ήταν και χωριανοί που ’χαν κρυπωμένες σφαίρες στ’ς καλύβες για τον… τρίτο γύρο, άμα ματαγένει πόλεμος να πολεμήσουν. Άλλοι είχαν όπλα χωμένα μέσα στ’ γης. Αριστεροί ήταν αυτοίνοι.

Χειροβομπίδες είχαν ξεμείνει, μέχρι και βλήματα από όλμο.

Ήμαν 14 χρονών, γκοτζιά παιδί, το ’55. Κάποτε θ’μάμαι είχαμαν βρει ένα πράμα. Ήταν έτσι μπροστά… σιδερένιο… είχε σα δοντίτσια μπροστά. Πού να ξέρουμε τι ήταν. Βλήμα από όλμο πρέπει νά ’ταν. Ένα άλλο παιδί τού ’χε βρει αυτό το πράμα, αλλά τού ειδα κι εγώ.

Κι αυτό το παιδί τι έκανε… Είχε ανάψει φωτιά, το πέταξε μέσα και λάκ’σαν για να ιδούν τι θα γένει! Έσκασε το βλήμα, αλλά δεν έπαθαν τίποτα, γιατί είχαν πρόγκησαν μακριά!»

«Κι εκειά τα χρόνια δεν ήταν καλά, γιατί δεν ήξεραμαν πού θα βρεθεί το κακό… Αφού έπαιζαμαν με τ’ς χειροβομπίδες και τα τ’φέκια, κάποτε θα γένονταν η ζ’μια»!
«Κι εκειά τα χρόνια δεν ήταν καλά, γιατί δεν ήξεραμαν πού θα βρεθεί το κακό… Αφού έπαιζαμαν με τ’ς χειροβομπίδες και τα τ’φέκια, κάποτε θα γένονταν η ζ’μια»!

Το όπλο μαρτίνι

Ένα από τα μεγαλύτερα άγχη των γονιών είναι όταν αρχίσουν τα παιδιά τους να περπατούν και να… εξερευνούν τον κόσμο! Τα πάντα μπορεί να γίνουν θανάσιμες παγίδες! Ακόμη και σήμερα ακούμε για ατυχήματα ή, αλίμονο, για δυστυχήματα που προκαλεί η ακόρεστη δίψα των μικρών ή μεγαλύτερων παιδιών να μάθουν καινούργια πράγματα…

«Τότε με τ’ν Κατοχή ή με τ’ αντάρτ’κο (Εμφύλιος), δε θ’μάμαι πότε ήταν ακριβώς, ήταν μια οικογένεια κι οι άντρες είχαν 4 τ’φέκια, κρεμασμένα πίσω απ’ τ’ν πόρτα. Δεν ήταν αντάρτες. Όλοι αυτοίνοι κυνήγαγαν φάσες, λαγούς…

Ήταν ένα παιδί 14 χρονών, τον είχαν κι αναδεχτό (βαφτισιμιό), κι αυτό του παιδί πήγε στο νούνο (νονό) του, μαζί με τ’ν αδερφή του.

Ήταν ένα τ’φέκι π’ τό ’λεγαν μαρτίνι, δεν είεειδα να κυκλοφορούν τέτοια. Ήταν κάπως περίεργο αυτό, άν’γε απ’κάτου.

Αυτός που ’χε τα τ’φέκια είχε 6-7 κοπέλες, κάθονταν στ’ άλλο το δωμάτιο. Είχαν μεσινόπορτες, δυο δωμάτια είχαν όλοι τότε και χωρίζονταν με τον τσιατμά (διαχωριστικό με καλάμια, ασβέστη και χώμα).

Τ’ν πόρτα τ’ν είχε αν’χτή.

Το παιδάκι περιεργάζονταν το τ’φέκι, αλλά δεν ήξερε πώς ανοί’.

Η μία η κοπέλα (κόρη του ιδιοκτήτη του όπλου) είπε τ’ παιδιού, τ’ αναδεχτού (αναδεξιμιού), “Να σ’ δείξω εγώ…”, και σηκώθ’κε να τ’ δείξει.

Πήρε το τ’φέκι στα χέρια τ’ς, για να δείξει τ’ παιδιού πώς ανοί’ (ανοίγει, λειτουργεί).

“Μη! Αφήτε τα τ’φέκια! Θα σκοτώσετε κάναν άνθρουπου”, είπε η αδερφή τ’ παιδιού.

Και με το “μη”, το σγάρλευε (περιεργαζόταν) η άλλη η κοπέλα, πάαινε να τ’ ανοίξει, παίρει φωτιά το τ’φέκι (εκπυρσοκροτεί) κι περάει όλη η γιομοσιά (γέμισμα πυρίτιδας) απ’ τ’ν πόρτα κι βάρεσε στ’ν κοιλιά τ’ς αδερφή του παιδιού! Πέρασε όλη η γιομωσιά (δύναμη πυρός) μες στ’ν κοιλιά! Δε σώνονταν! Έμ’νε στον τόπο! Ε, κι αν χαροπάλεψε 5-10 λεπτά, δε λέει τίποτα…

Το τι γίν’κε δε χρειγιάζεται κ’βέντα… Θρήνος κι οδυρμός γίν’κε!

Για σκέψου να ιδείς… Να σκοτωθεί η κοπέλα, που ’χε πάει με τον αδερφό τ’ς στου νουνό του. Αυτήνη η μακαρίτ’σσα ήταν 18-19 χρονών.

Αλλά τι να κάμ’ς… Δε λείπουν τα κακά απ’ τον κόσμο…».

Μοιραία η περιέργεια!

Το 1944 η συνομιλήτριά μου ήταν 9 χρονών, οπότε θυμάται πολύ καλά τα γεγονότα. Φεύγοντας οι Γερμανοί είχαν αφήσει διάφορα πολεμοφόδια (κυρίως σφαίρες) σε αποθήκες. Ένα κρίσιμο ζήτημα ήταν και η ναρκοθέτηση πολλών περιοχών. Ας την αφήσουμε να μας τα πει στη ντοπιολαλιά μας:

«Τότε πο’ ’φ’γαν οι Γερμανοί άφ’καν πίσω σωρό πολεμοφόδια. Όπως κόσευαν τα παιδιά, βρήκαν τ’ς αποθήκες. Γιομάτες φυσίγγια. Γιόμ’ζαν τ’ς τσέπες. Κι τι έκαναν; Έβγαναν το μολύβι από μπροστά, το βόλι (σφαίρα) κι άδειαζαν το φ’σέκι (κάλυκα) για να πάρουν τ’ μπαρούτη. Η μπαρούτη, η σκόνη ήταν διαφορετικιά:  άλλη ήταν σα χάντρα μ’κρή, άλλη ήταν σα μακαρόνι μ’κρό, άλλη ήταν σα χυλοπίτες. Και ζουρλαίνουνταν απ’ τ’ χαρά τ’ς τα παιδιά.

Ο αδερφός μ’ ήξερε κι έβγανε τ’ μπαρούτη κι έφκιανε γράμματα ή σχέδια στ’ν ταράτσα. Κι μόλις έφκιανε το γράμμα, έβανε φωτιά στ’ μπαρούτη, κι στο τέλος απόμνησκε (απέμενε) τ’ αχνάρι (αποτύπωμα).

Ο άντρας μ’, όταν ήταν παιδάκι, έμασε τέτοια φ’σέκια, έβγαλε τ’ν μπαρούτη, γιόμ’σε τ’ν τσέπη του κι πήγαινε να παίξει. Κι κάποιος γι’ αστείο τό ’ρ’ξε το σπίρτο απάνου! Πήρε η τζιέπη φωτιά κι το παλιτό κι είδαν κι έπαθαν να τον σώσουν! Λαμπάδιασε! Κάηκε λίγο, έμ’νε κι ένα σημάδι εκεί απ’ το κάψιμο. Λίγο ακόμα να τ’ άφ’ναν, πάαινε χαμένος (έβρισκε τραγικό θάνατο)!

Όταν ήμασταν μ’κρά στο σκολειό, δε μας πάαιναν εκδρομές.

Αλλά όταν μεγάλωσαμαν κι πήγαμαν στο γυμνάσιο, δεν κοτάγαμαν να πάμε εκδρομές στα λιβάδια, γιατί μας έλεγαν ότι μπορεί να σκάσουν οι νάρκες. Νάρκες… έσπερναν οι Γερμανοί για τ’ς ανάρτες, νάρκες έσπερναν οι αντάρτες για τ’ς Γερμανούς. Αλλά τότε π’ λευτερώθ’καμαν δεν ήξερε κανένας πού είναι οι νάρκες για να πάν’ να τ’ς μάσουν (μαζέψουν). Κι σκοτώνονταν κόσμους π’ πάαιναν για ξύλα στο δάσος. Πολύ κακό…

Αλήθεια, Βασίλη μ’, δεν είχαταν εσείς νάρκες στο χωριό σου;

Ήταν κάτι παιδιά κι πήγαν να παίξουν στο β’νό το δασωμένο. Κι ένα ηύρε μια χειροβομβίδα κι τ’ν πήρε να παίξει κι τράβ’σε τ’ν ασφάλεια (περόνη). Κι έσκασε στα χέρια του! Κι στραβώθ’κε στο ένα το μάτι. Γίν’κε λεβέντ’ς, μεγάλωσε, αλλά το ένα του μάτι τού ’χε χαμένο…».

Παρόμοια μαρτυρία από άλλη πληροφορήτρια:

«Ήταν ένα παιδάκι, γύρα τα 15, είχε πάει να παίξει. Τώρα είναι ηλικιωμένος άνθρωπος… Κάπου ηύρε μία βόμπα, πώς λέεται αυτό… Όχι βόμπα κανονικιά… Είναι σαν… κεφτέδα! Όχι, δεν είναι ούτε στρόγγυλη, είναι κούτσικη (μικρούλα) και χοντρούτσικη…

-Χειροβομπίδα;

-Α, γεια σου! Αυτήνη η χειροβομπίδα έσκασε στο χέρι του και τ’ λείπεται το δάχ’λο το μεγάλο…».

«Τ’ς μάθαμαν από παιδάκια τ’ς χειροβομπίδες!»

Ο φίλτατος 88χρονος συνομιλητής μου εξιστορεί:

«Ούλα τα θ’μάμαι! Το ’40 ήμαν 6 χρονών. Θ’μάμαι και τα γερμανικά τ’ αεροπλάνα πο’ ’ρ’ξαν βόμπες στο χωριό μ’. Αυτά τ’ αεροπλάνα τά ’λεγαν… Στούκα! Τα γερμανικά τ’ αεροπλάνα ήταν… άσπρα… όπως είναι τα θ’κά μας τα πολεμικά (εννοεί χακί)! Τα ιταλικά τ’ αεροπλάνα ήταν ντιπ μαύρα, γκαΐλα!

Θ’μάμαι και τ’ς Γερμανούς!

Όταν έρθονταν Γερμανοί, μπροστά απ’ τ’ φάλαγγα, έρθονταν 6-7, μπροστοφυλακή λέονται αυτοίνοι. Κι είναι κι… αδικημένοι (εκτεθειμένοι σε κίνδυνο), γιατί αν ήταν νια (μια) ενέδρα, είτε αριά πάαιναν είτε πυκνά, θα τ’ς σωβόδιαζαν (εκτελούσαν). Έρ’χναν με το πολυβόλο οι αντάρτες και… τ’ς έτρωγαν ολ’νούς με μία γιομωσιά! Με νια γιομωστήρα των 20, πόσο έχει το πολυβόλο…

Πείνα και δυστυχία, κακουχία μεγάλη ο Πόλεμος!

Κι όταν τελείωσε ο πόλεμος, αρχίν’σε τ’ αντάρτ’κο. “Εγώ είμαι Αμίτ’ς, εγώ είμαι Ζερβικός…”. Οι Αμίτες ήταν κομμουνισταί, οι Ζερβικοί ήταν… εθνικόφρονοι! Έτσι λέονταν αυτοίνοι.

Τότε που ’μασταν μαξούμια, λιανοπαίδια 10-12 χρονών, όταν βομπαρδίζονταν το χωριό μ’, εγώ ήμαν 10 χρονών. Οι Γερμανοί βομπάρδισαν τα Θοδώριανα το ’44 με τα Στούκα! Άσπρα ήταν αυτά τα αεροπλάνα τα γερμανικά! Τα ιταλικά ήταν μούρκα (μαύρα)! Τότε π’ βομπάρδισαν το χωριό μ’, ήταν μαζί και γερμανικά και ιταλικά αεροπλάνα!

Τέσσερα μπ’λούκια αεροπλάνα ήρθαν και βομπάρδισαν! Δώδεκα αεροπλάνα! Και τά ’ταν τριάδες, από τρία… Έφευγαν τα τρία, έρθονταν τ’ άλλα τα τρία! Δεν έφευγαν, βόλτες έκοβαν και ματάρθονταν!

Κι έρ’χναν και κάτι βόμπες ειδικές, τ’ς έλεγαν… μπρηστικές! Τώρα τι πάει να πει αυτήνη η λέξη…

Σαν αυτ’νούς τ’ς καφόμ’λους (χειροκίνητους μύλους για άλεσμα καφέ) ήταν στο μάκρος, κανιά σαρανταριά πόντους, αυτές οι… μπρηστικές οι βόμπες, για να γένει πυρκαϊά! Αυτές οι μπρηστικές… εκράγονταν κι απέταγαν φλόγες, ίσια έπιανε φωτιά! Λαμπάδα!

Εμάς δε θα έρθονταν να μας βομπαρδίσουν, αλλά είχε έρθει εδώ μια διμοιρία αγγλικιά κι έμαθαν οι Γερμανοί, γι’ αυτό ήρθαν και βομπάρδισαν.

Θ’μάμαι ακόμα εκείνη τ’ βαζούρα! Έβαξαν (βούιξαν) τα β’νά! Οι Γερμανοί είχαν το Χίτλερ, οι Ιταλοί είχαν το… Μουσολίνη! Μουσολίνης λέονταν αυτός! Τότε π’ μπήκαν οι Ιταλοί απ’ τ’ν Κακαβιά στ’ν Ελλάδα είχαν το κοκορόφτερο στα καπέλα! Εγωισμό είχαν! Να πάν’ στ’ν Αθήνα να πιουν καφέ με το κοκορόφτερο! Αλλά ξέρ’ς τι έπαθαν εκεί στ’ν Κακαβιά… Τ’ς ήταν στ’ς μηχανές…

Οι Έλληνες είχαν στήσει τα πολυβόλα εκεί στ’ν Κακαβιά κι… έβαζαν (έβαλλαν)! Πυκνά πυρά! Αναμέραγαν τ’ς κάλυκες με τα χέρια! Πώς κάν’ς πέρα ένα βάρος… ένα όγκος! Έρ’χναν οι Έλληνες με τα πολυβόλα, ο σκοπευτής έρ’χνε κι ο προμηθευτής… τάιζε το πολυβόλο! Ήταν βοηθός ο προμηθευτής! Κι είχαν κανάβινη γεμιστήρα! Κι αυτήνη η γεμιστήρα πάαινε μαναχή τ’ς… όπως γαζώνει η μηχανή!

Εμείς που ‘μασταν τότε στον πόλεμο… τ’ς Γερμανία, μάθαμαν τ’ς χειροβομπίδες απόξω κι ανακατωτά! Τι ήταν; Ιταλικές; Αμερικάνικες; Εγγλέζικες; Άμα ήγλεπαμαν μία χειροβομπίδα, ήξεραμαν τίνος είναι! ΜΚ2 ήταν εγγλέζικες! Οι αμερικάν’κες δε θ’μάμαι τι νούμερο είχαν…

Οι ιταλικές είχαν λάμψη μεγάλη, όπως είναι… το άστραμμα (η αστραπή του κεραυνού), π’ φεγγοβολάει ο τόπος, αλλά δεν έκαναν μεγάλη ζ’μιά.

Οι Γερμανοί δεν είχαν χειροβομπίδες, νάρκες είχαν αυτοίνοι.

Πού ηύρισκαμαν χειροβομπίδες; Τ’ς απαράταγαν οι φαντάροι, δε μπόρ’γαν να τ’ς σύρουν! Τότε πο’ ’φ’γαν οι Ιταλοί, έμνησκαν τα πολεμοφόδια πίσω!

Τα ιταλικά τα όπλα… έτρωγαν τα ίδια φυσίγγια με τα ελληνικά! Μανχέρια! Τα μανχέρια, Μάνχερ (Μάνλιχερ) τά ’λεγαν, ήταν ελληνικά! Ήταν δυο νούμερα! Τα κοντότερα τά ’χαν αυτοίνοι που ’ταν στο ιππικό, τα μακρύτερα τα μανχέρια τά ’χαν τ’ πεζικού!

Έμ’καν πολλά τ’φέκια πίσω τότε πο’ ’φ’γαν οι Ιταλοί κι οι Γερμανοί.

Καλά, οι Ιταλοί δεν ήταν πολεμισταί, δεν ήξεραν από πόλεμο, ήταν καλομαθημένοι.

Εμείς μάθαμαν τ’ς χειροβομπίδες από παιδιά! Τ’ς είχαν κρεμασμένες στ’ς ζωστήρες! Ασφαλισμένες! Αφού τ’ς είχαν ασφαλισμένες, δεν πρόκονταν (επρόκειτο) να σκάσουν! Κι είχαν και βάρο…

Εμείς τα παιδιά είχαμαν μάθει από μ’κρά πώς να τ’ν πετάξουμε και να σκάσουν! Ήγλεπαμαν κάθε μέρα τ’ς αντάρτες με σφαίρες, με χειροβομπίδες, και τά μαθαμαν ούλα!

Στ’ς πόλεις έπαθε ζ’μιές ο κόσμος, σακατεύ’καν, γιατί δεν ήξεραν από χειρισμό! Έλεγαν “Α, παιγνίδι είν’ αυτό…”. Έβγαναν τ’ν περόνη, τ’ν ασφάλεια, κλότσαγαν τ’ χειροβομπίδα και… πάαιναν καλιά τ’ς!

Εμείς ήξεραμαν ότι άμα είναι θηλυκωμένη η χειροβομπίδα στ’ν περόνη, δε σκάει…

Τ’ς σφαίρες τ’ς ήξεραμαν πολύ καλά! Άμα ηύρισκαμαν σφαίρα από πολεμικό τ’φέκι, τ’ς ξεβολιδώναμαν! Βγάζαμαν τ’ βολίδα κι έμνησκε ο κάλυκας με τ’ν μπαρούτη!

Καίγαμαν τ’ν μπαρούτη στ’ φωτιά για να κάνουμε γούστο και σκάμαν και το καψούλι (καψύλλιο).

Έπαιρναμαν ένα λιθάρι μεγάλο, βάρ’γαμαν τον κάλυκα κι έκανε… μπαμ το καψούλι κι έσκαγε!».

«Σακατεύ’καν πολλά παιδούρια…»

Επειδή βρήκα άκρως ενδιαφέροντα αυτά που μου είπε ο συνομιλητής μου για τις χειροβομβίδες, επέμεινα λίγο με τις ερωτήσεις μου…

«Οι αντάρτες κανιά φορά άφ’ναν τ’ς χειροβομπίδες καταδρομής (στη μέση του δρόμου)! Αναμέραγαν λίγο απ’ το δρόμο κι άφ’ναν καταή χειροβομπίδες, φυσίγγια, τ’ απαράταγαν, γιατί δε μπόραγαν να τα σύρουν (μεταφέρουν). Οι Αμίτες δε συσσιτούνταν ούτε μισθοδοτούνταν απ’ το κράτος, οι Ζερβικοί τ’ς έδωνε μισθό ο Ζέρβας, από δυο λίρες το μήνα, χρυσές, τ’ς Αγγλία. Οι Ζερβικοί αγόραζαν ό,τι ήθελαν, οι άλλοι, οι Αμίτες, τ’ άρπαζαν: γίδια, τυρί, αλεύρι, ό,τι ηύρισκαν, δεν άφ’ναν τίποτα…

Τι έλεγα… Α! Κάποτε περπάταγαμαν μ’ ένα άλλο παιδί κι ηύραμαν κάτι χειροβομπίδες στο δρόμο. Αυτό το παιδί ήταν μεγαλύτερο κι ήξερε από χειροβομπίδες, γιατί ο πατέρας του κι ο αδερφός του ο μεγάλος πολέμ’σαν στ’ν Αλβανία, στο αλβανικό μέτωπο.

Αυτές τ’ς χειροβομπίδες πού ‘βραμαν (ηύραμαν: βρήκαμε), μου ’πε αυτό το παιδί πώς τραβάμε τον κρίκο (περόνη). Άμα τραβήσεις τον κρίκο και τ’ν απολύσεις, τότε θα σκάσει. Άμα κρατάς τ’ λαμαρίνα, σα φρένο (εννοεί ασφάλεια), δε σκάει. Άμα τ’ σφίξεις (πετάξεις, εκσφενδονίσεις) πέρα, θα σκάσει.

Τ’ς χειροβομπίδες τ’ς ήθελαν κι οι μεγάλοι, οι πατεράδες μας, να τ’ς ρίχνουν στα βρούδια για να σκοτωθούν τα ψάρια. Έβαναμαν και… από εκειό το ζυμάρι (δυναμίτης) π’ βάνουν στ’ς φουρνέλες!

Σακατεύ’καν και πολλά παιδούρια απ’ τ’ς χειροβομπίδες! Άμα δεν ήξεραν τι είναι, έλεγαν να τ’ βαρέσουμε από ένα λιθάρι τ’ χειροβομπίδα ή να τ’ν ανοίξουμε, για να ιδούμε τι έχει μέσα…

Ήταν δυο ξαδέρφια, χωριανοί μ’, κι είχαν μια ιταλικιά χειροβομπίδα, τότε που ’μασταν λιανοπαίδια, 15 χρονών, εκεί γύρα. Τ’ βάρ’γαν από ένα λιθάρι, αλλά δεν έσκασε. Κι όταν τ’ν πήρε το ένα το παιδί στα χέρια, τότε έσκασε! Δεν τ’ κόπ’καν δάχ’λα, αλλά απ’ τ’ λάμψη τυφλώθ’κε! Πάν’ τα φωτερά (μάτια)! Τά ’ταν τα μάτια του, αλλά δεν ήγλεπε ντιπ.

Αυτ’νού τό ’βγαλε το κράτος σύνταξη, γιατί ήθελε… συντηρήτρια! Μια γ’ναίκα να τον συντηρεί, να τον φ’λάει, να τον πλένει, να τον ξεκατ’ράει (να τον βοηθάει στις προσωπικές ανάγκες). Ήταν λίγο μεγαλύτερος από μένα. Δεν παντρεύ’κε. Ποια να τον έπαιρνε και τι τον ήθελε…

Στο στρατό εμείς τ’ς είχαμαν κρεμασμένες απ’ τ’ ζωστήρα τ’ χειροβομπίδα. Εγώ δεν είχα, να μη σ’ λέω ψέματα. Αλλά οι φαντάροι που ’ταν σε παραμεθόριες περιοχές, είχαν και χειροβομπίδες. Γιατί δεν τά ’χαμαν και καλά από τότε με τ’ς συνορίτες, με τ’ς Τούρκους, με τ’ς Αλβανούς, με τ’ς Βούλγαρους…».

***

Αποτροπιασμό και θλίψη προκαλούν οι αφηγήσεις των χρονομαρτύρων που μοιράστηκαν μαζί μας τα βιώματα από την παιδική τους ηλικία.

Αλλά και τώρα υπάρχουν προβλήματα, όπως μου είπε θυμόσοφος γέροντας:

«Κι εκειά τα χρόνια δεν ήταν καλά, γιατί δεν ήξεραμαν πού θα βρεθεί το κακό… Αφού έπαιζαμαν με τ’ς χειροβομπίδες και τα τ’φέκια, κάποτε θα γένονταν η ζ’μια»!

Σάμπως και τώρα τά ’ναι καλύτερα τα παιδιά; Θα να ’ρθει ώρα π’ θα γκαβωθούν ντιπ απ’ τα κινητά τα τηλέφωνα, αφού δεν τα σηκώνουν μάτια απ’ αυτού…

Ήταν ένα λιανοπαίδι εδώια, μιανής γειτόν’σσα… Με το κινητό όλη μέρα! “Αυτό το παιδί θα φάει τα μούτρα του κανιά μέρα…”, έτσι είπα. Το προφήτεψα κι έγινε! Περπάταγε στο δρόμο εδώια απ’κατούλια και… δεν τήραγε πού πάταγε! Κι ήταν κατήφορος… μπηχτιά! Αφού δεν τήραγε καταή, πού πάταγε, έπεσε και μακελεύ’κε στα μ’τσούνια! Έσπασε και το ποδάρι, τώρα τού ’ναι με δυο πατερίτσες…».

*Ο Βασίλης Μαλισιόβας, κλασικός φιλόλογος, είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Κάτσε να σου μολογήσω – Ηπειρώτικες ιστορίες από το παρελθόν που μιλούν στο παρόν» (εκδ. Αλεξάνδρεια).

Array

 

Δείτε όλα τα βίντεο στο WEBTV του trikalaola.grClick στην TV
Συγκεντρωμένα όλα ΕΔΩ