13.9 C
Trikala
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024

Δύο δυσεύρετα δημοτικά ποιήματα

ΔΥΟ ΔΥΣΕΥΡΕΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

- Advertisement -
  • Δεν τα βρίσκεις στις Συλλογές Δημοτικών Τραγουδιών
  • Αναφέρονται και τα δυο στα νιάτα και στον θάνατο.

 

Του Κων/νου Β. Παυλάκου,
π. Σχολικού Συμβούλου Φιλολόγων

 

         Το τραγούδι των αντρειωμένων (Δημοτικό)

Α, Θέ μ’ και τί να γίνηκαν του κόσμου οι αντρειωμένοι!

φκιάνουν το σιδερόκαστρο να μην τους έβρει ο Χάρος.

Το ’φκιασαν όλο σίδερο και μπήκανε και μέσα.

κι ο Χάρος φανερώθηκε στον κάμπο καβαλάρης.

Μαύρος είναι, μαύρα φορεί, μαύρο ’ν’ και το άλογό του,

μαύρα  και τα λαγωνικά, μαύρος κι ο κάμπος όλος!

Κι από μακριά τους χαιρετάει κι από κοντά τους λέει:

«Γειά σας, χαρά σας, βρε παιδιά!» «Καλώς τονε το Χάρο!

Χάρε μου, πούθεν έρχεσαι και πούθε να πηγαίνεις;»

«Παιδιά μου, και βουλήθηκα να πάρω την ψυχή σας!»

«Εμείς ψυχή δε δίνουμε, τι είμαστε παλικάρια

Κι ακόμα ο λόγος στέκουνταν κι η συντυχιά κρατιόταν,

μια ταραχίτσα γίνηκε, το κάστρο δεν εφάνη,

μια συννεφίτσα πλάκωσε πάνω στους αντρειωμένους

κι έκλεισαν τα ματάκια τους και χάσανε τον κόσμο!

 

[Το συνάντησα στον Νικ. Καζαντζάκη: ΘΕΑΤΡΟ, τραγωδίες, τομ. Α΄,

Β΄ Έκδοση, Αθήνα 1964, στην τραγωδία «Οδυσσέας», σελ. 474-475]

 

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΝΤΡΕΙΑΣ (Δημοτικό)

 

Σαράντα νιοί, λεβεντονιοί, σαράντα θυγατέρες,

σαράντα χρόνια πάλευαν να ’ρθούν στον πάνου κόσμο,

να κάνουν Άγια Τράπεζα τη γη να προσκυνήσουν,

να κάνουν Δισκοπότηρο τον ουρανό να πιούνε.

Κ’ η φτωχομάνα κάθονταν στην άκρη στο περγιάλι

και την ποδιά της έβρεχε και τα πλουμιά ξεφτούσε.

 

–Καράβι, καραβάκι μου, σαν τι μαντάτο φέρνεις;

Θρίβει την πέτρα το γυνί κ’ η γής πεντοβολάει,

για νάναι μαύρος ουρανός, για νάναι μαύρες μέρες;

 

Πόλεμος, μάνα, γίνεται και χαλασμός μεγάλος

από την Αντριανόπολη κι ώς της Ωριάς το Κάστρο,

του Έλυμπου καίνε τα βουνά κ’ η  Πίνδο γαίμα αχνίζει

κι ούλος ο κόσμος σείνεται και τρέμει του θανάτου.

 

-Κι οι γιοί μου οι καλορρίζικοι, τι κάνουν καραβάκι,

πώχουν τη γνώμη σίδερο και μάρμαρο το αστήθι;

 

-Μάνα, το Χάρο πολεμούν και κονταροχτυπιένται

ν’ αρπάξουν τον Ακρίτη μας να κλέψουν την αγάπη.

Δίνουν του ανέμου φύσημα και πέτονται, μανούλα,

και βάνουν σκαλοπάτημα, τον ήλιο να μαλώσουν.

 

-Κ’ οι μοσκοθυγατέρες μου, τ’ αστέρια της αυλής μου,

τί κάνουν καραβάκι μου, οι παινεμένες κόρες;

 

-Ρόδα φυτεύουν, μάνα μου, το Μάη κορφολογούνε

και στήνουν δίχτυα και θελειές να πιάσουν άγρια λάφια.

 

Κι’ ο γιός μου ο κανακάρης μου, κι’ ο μικρο-Κωσταντής μου,

τί κάνει, καραβάκι μου, ο κόμπος της καρδιάς μου;

 

-Μάνα μου, ο κανακάρης σου, παράμερα πομένει

τι ’ναι της έγνοιας μπιστικός κ’ έχει καρδιά σκιασμένη,

τη χλαλοή ακουρμαίνεται και μοναχός μιλάει:

Έλα τραγούδι της αντρειάς, που κάνεις σαν καμπάνα,

κάνεις σαν κυπροκούδουνο και σα μελισσολόι,

κι’ άμα σ’ ακούει ο Διγενής βγαίνει στον πάνου κόσμο.

Έλα, τραγούδι της αντρειάς και στην καρδιά μου στάσου

και ρίξε ρίζες σίδερα και σιδερόδεσέ τη

τί ’ναι βαρειά τί ’ναι πικρή και θα τη φάει ο κάμπος.

Κάνε τα νύχια σπιθαμές και τα φτερά σου πήχες

κι όπου βοριάς κι όπου νοτιάς, μαζύ σου ανέβασέ με,

και χούγιαξε τον ουρανό και βρόντα του πελάγου

και την ανήμπορη τη γη, σα ρόγα τσιμπολόγα.

 

[Το συνάντησα στο περιοδικό]

«ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ»

Τευχ. 97/1952, σελ.250

  • Συμπέρασμα μερικό: Τα νιάτα ανθίστανται και αντιπαλεύουν τον θάνατο, ωστόσο στο τέλος υποκύπτουν.
  • Γενικότερο συμπέρασμα: «Μόνον όταν ο ουρανός κατακτηθεί έως την τελευταία του άκρη, ο θάνατος καταλυθεί και εξαφανιστεί ο πόνος, τότε θα σβήσει και η πίστη στο μυστήριο και στο θαύμα. Γιατί τότε ο άνθρωπος θα έχει γίνει θεός!»

[Ε.Π. Παπανούτσου: ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ,

Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, Αθήνα 1954, σελ. 434]._

Array

 

Δείτε όλα τα βίντεο στο WEBTV του trikalaola.grClick στην TV
Συγκεντρωμένα όλα ΕΔΩ