15 C
Trikala
Σάββατο, 18 Μαΐου, 2024

Οι Σειρήνες της Ξενιτιάς

«Έχετε μάτια ανοιχτά κι ολόρθα τα κορμιά.

- Advertisement -

Ποτέ εμπιστοσύνη σ’ εκείνα τα σκυλιά που μοιάζουνε

σαν λύκοι κι αλλάζουνε μονάχα την τρίχα την παλιά.

Τώρα σας θέλουν για δουλειά να σιάξουνε

τη συμφορά. Μα θα ’ρθει πάλι ο καιρός σαν γίνουν

δυνατοί, τα δόντια θα τροχίσουνε ξανά απ’ την αρχή,

βραχνάς τρανός θα γίνεται για κείνη τη φυλή!» 

 

Οι Σειρήνες της Ξενιτιάς 3ο  (16-28 σελίδες βιβλίου)
ARBEIT MACHT FREI 3

 

Δυναμικός και φοβερός κάλπαζε ο αγέρας,

χαμπέρια, λύσεις έφερνε, έτρεμε ο ντουνιάς

κι ερχόταν από Βορειοδυτικά προς του Νοτιά

τα βάθη, φυσώντας αδυσώπητα προς τους

βαλκανικούς λαούς, ξεριζωμένους και φτωχούς

γεμάτους λησμονιά και με παράπονα πολλά

που φάνταζαν από μακριά.

 

Έφτασε, λοιπόν, κι εδώ στον τόπο αυτό που έχει

μια παμπάλαια ιστορία, που τη στολίζουν τα δεινά

με δάκρυα πολλά και ακριβά που χάλασαν τα μάτια,

μ’ ένα βαρύ απ’ τους πόνους ασήκωτο κορμί

και με πληγές αγιάτρευτες βαθιά μες στην ψυχή.

 

Κι όμως, χαμογελά!

Κυνήγι τ’ ανθρωπάκια της αδιάκοπο χωρίς τη γεύση της χαράς

που πρόσμεναν συχνά.

Ψαράδες γίναν στη ζωή σε θάλασσες πλατιές,

στείρες και πλάνες με μόνη τους «απόλαυση»

στα τρύπια τους τα δίχτυα, να πιάνουν πάντα

και συχνά την ίδια ειρωνεία, την εγκατάλειψη,

τον ίδιο μαρασμό κι αυτόν το σαρκασμό.

 

Το βάλσαμο κι αυτό ανύπαρκτο!

Μα κι αν το ’βρισκαν καμιά φορά, εισέπρατταν

τη γεύση της πίκρας και της πλάνης,

καλοδεχούμενο ωστόσο κι αυτό, ρίχνοντας το

πάνω στις γυμνές τους πλάτες κρύβοντας

εκείνο που έμοιαζε με προπατορική αμαρτία,

μια αμαρτία απ’ τον ίδιο άνθρωπο φτιαγμένη.

Τον μεγάλο!

 

Ήρθε, λοιπόν, κι εδώ στην Ελλαδίτσα

αγκομαχώντας και κουβαλώντας στη στράτα του βρωμιά,

αντάρες και καπνό και μια παράξενη οσμή, δεν έλειπε κι αυτή,

σαν πούπουλο την έσερνε μαζί.

Μπλεγμένη στην ανάπνα του έφερνε από μακριά

μία βαριά και πνιγερή, ανθρώπινη σκιά, μια σκιά που κάψανε παλιά,

σ’ απάνθρωπα στρατόπεδα

της κεντρικής Ευρώπης άναψαν πυρκαγιά.

 

Χαρές τρελές που κάνανε! Και ήταν όλοι τους,

κάτω απ’ τη στολή, σαν τέρατα, ψηλοί και γαλανοί!

Σκλάβοι στο μίσος το τυφλό, τύραννοι, σαδιστές,

δούλοι πιστοί στο φασισμό, δεν άκουγαν φωνές·

μήτε ακόμη των παιδιών, τους έφταιγαν κι αυτές!

Φοβούμενοι μην πάρουνε, όταν θα ανδρωθούν,

εκδίκηση για τα φριχτά εγκλήματα,

τα καίγαν ζωντανά.

 

Και να, μες στους αγέρηδες δεν πάψαν οι φωνές

ν’ ακούγονται αχνές, κάπως σαν θρόισμα

των φύλλων, αθώες πνοές να δίνουν συμβουλές.

Κι ακόμα, εκείνες οι σκιές, να ψάχνουν πότε μέσα

σ’ εκκλησιές και πότε μες στα μνήματα,

μήπως και βρουν σ’ ένα σταυρό αγαπημένου όνομα

που χάθηκε στη μαύρη καταχνιά.

 

Εκείνη η πίκρα της φωτιάς που χάλασε πολλά,

αφήντευσε κι εδώ πάρα πολύ καιρό και άρχισαν

οι άνθρωποι σιγά να τα τοποθετούν κάπου σε μια μεριά,

που να ’ναι πάντα ζωντανά, ποτέ μη τα ξεχνούν.

 

Μέχρι που φτάνει ο άνεμος αυτός και τα ξυπνά ξανά

και να θυμίζει γοερά, ψηλά φουγάρα και καπνούς

που φεύγαν μ’ αναστέναγμα του κόσμου οι ζωές,

που όμως μείναν αθάνατες, δεν πέθαναν ποτέ.

 

Κι εδώ στον τόπο μας, τάφοι πολλοί ομαδικοί

απ’ το κροτάλισμα και θέρισμα των οπλοπολυβόλων που σπέρναν τα θεριά,

έμεινε ο σκληρός και πικρός  απόηχος και φτάνει ως τις μέρες μας

και σ’ όλες τις μεριές καθώς και οι σκιές απ’ τις κρεμάλες που στήνανε

στις πλατείες, στις πόλεις, στα χωριά και φεύγανε των νέων αθάνατες ζωές,

άγγελοι γίναν με φτερά και κοφτερά σπαθιά και φύλαγαν και μας φυλούν

με μάτια ορθάνοιχτα.

Κι όταν το σκότος βλέπουνε πως έρχεται ξανά,

φωνάζουν δυνατά:

«Έχετε μάτια ανοιχτά κι ολόρθα τα κορμιά.

Ποτέ εμπιστοσύνη σ’ εκείνα τα σκυλιά που μοιάζουνε

σαν λύκοι κι αλλάζουνε μονάχα την τρίχα την παλιά.

Τώρα σας θέλουν για δουλειά να σιάξουνε

τη συμφορά. Μα θα ’ρθει πάλι ο καιρός σαν γίνουν

δυνατοί, τα δόντια θα τροχίσουνε ξανά απ’ την αρχή,

βραχνάς τρανός θα γίνεται για κείνη τη φυλή!» 

 

Μανδύα χρυσοστόλιστο άλλαξε ο αγέρας

και ξανά φύσηξε γοργά με κέφι και χαρά

κι έμοιαζε η ανάπνα του σα να ’τανε τραγούδι,

που του ’δωσαν «μ’ απλοχεριά» οι ξένοι

πεσκέσι για να φέρει τα νέα και σε μας.

Χαρές μεγάλες έκανε, έφερνε αλλαγές.

Πώς μπέρδευαν οι άνθρωποι εκείνες τις φωνές!

 

Κι όρμησε αδυσώπητα μες στις φτωχές αυλές,

στις φτωχοπολιτείες, πέταξε πάνω απ’ τα βουνά,

ξάπλωσε σ’ όλα τα χωριά, σ’ όλα τ’ απόμερα

μαντριά, στη διαπασών τυμπάνιζε τα μακρινά

χαμπέρια τρυπώντας τα αφτιά,

βάζοντας μια σφραγίδα που ’γραφε,  «Ξενιτιά».

 

Σκουμπώθηκαν οι ξένοι κι οργάνωσαν παντού

«γερές» επιτροπές πληρώνοντας αδρά απόστολους

και ειδικούς, σωστή δουλειά να κάνουνε τηρώντας

κατά γράμμα όρους και συνταγές,

που ήταν για κείνο τον καιρό κείνες οι συνταγές,

ό, τι ήταν για το Μωυσή οι δέκα εντολές.

 

Και είχανε οι ξένοι μεγάλες προτιμήσεις,

διαλέγοντας αφρόκρεμα γερή και δυνατή

κι άφηναν τη «σαβούρα» στην άκρη μοναχή.

Έτσι, απ’ όλα αυτά,

πριν φύγουν οι ανθρωποστρατιές για μια ξένη γη,

πρέπει να πάνε στους γιατρούς:

Μυς, άκρα και όργανα να είναι υγιή.

Ακόμα και τα δόντια τους κοιτούν αυτοί εκεί,

μην είναι σάπια και αραιά απ’ την «καλή» τροφή.

Κι όταν περάσουν γέφυρες, στηρίγματα, μασέλες,

δίνουνε το χαρτί έτοιμο για φυγή.

 

Έτσι, σ’ αυτό το προσκλητήριο και στις επιταγές,

δεν έλειψε και ο Έλληνας άρχοντας,

του Έθνους ο αρχηγός, να δώσει οβολό.

 

Ψιλοκαμωμένος και λεβεντοφτιαγμένος,

απεριόριστα πιστός στο αθώο του κοπάδι,

φορτώθηκε μ’ όλη την περηφάνια και μ’ άλλα

εφόδια της ελληνικής λεβεντιάς

και πλημμυρισμένος μέχρι τα μύχια της ψυχής

απ’ το «αγνό» και «πατριωτικό» συναίσθημα,

φόρεσε τα καλά του, που πάντα είχε για τον καλό καιρό,

χτένισε τον τσαμπά του και χύθηκε

απ’ την όψη του χάρη και ομορφιά.

 

Σαν άρχοντας που κάτεχε βασίλεια πολλά

κίνησε την αυγή για μια εκστρατεία ιερή,

τα αρχοντικά παζάρια να γνωρίσει και τ’ άδεια

πορτοφόλια με χρήμα να γεμίσει.

Η προσφορά του ήταν «φτωχή» στο πλούσιο

τραπέζι που είχε καλεστεί.

 

Μία «φοράδα» είχε, αφράτη, γεμάτη από ζωή,

που έβγαζε, η άμοιρη, ατέλειωτες φουρνιές,

αγέλες ζουμερές που φτιάχνανε στρατιές

και το χορτάρι λιγοστό, δεν άνθιζε εκείνο τον καιρό

και για ξερή τροφή, ήτανε τα σελάχια του άδεια

και φτωχικά χωρίς καμιά ζωή.

Όλα αυτά τον ώθησαν και έγιναν αφορμή.

Τι να ’κανε κι αυτός! Δεν του ’ρχονταν καλά.

Τέτοια φοράδα καρπερή να μένει μες στο στάβλο,

να χάνονται στο βρόντο καρποί θαυματουργοί,

φρέσκα μαστάρια, ζωντανά, γιομάτα από γάλα!

Άδικο, μάλιστα βαρύ! Πέρναγαν οι καιροί.

Παπούτσια τριπλομπάλωτα βαρέθηκε να βάζει,

γι’ αυτό και τ’ αποφάσισε και κίνησε πρωί,

με συνοδεία τη χαρά και την απαντοχή,

συνάντηση να κάνει, τους έμπορους να βρει.

 

Την ίδια κιόλας τη στιγμή, έτοιμα βρήκε

τα προγραμματισμένα παζαρέματα κι ούτε καν που

άργησαν, γιορτάσανε το γεγονός με κόκκινο κρασί.

Πολλές ν’ ακούγονται ευχές,

καθώς και τα χτυπήματα, που ’ταν φιλοδωρήματα,

στις πλάτες φιλικά να πέφτουν αδιάκοπα

και χώρια τα χαμόγελα που φτάναν ως τα αφτιά.

 

Κι αφού τα τσέπωσε καλά γυρίζει στο χωριό,

γελούνε οι μουστάκες του, χορεύουν τα σκαρπίνια του έξαλλα έναν χορό.

Φωνές τρελές πνιγήκανε σε χείμαρρο χαράς

και κάθε τόσο τραύλιζε και μπέρδευε πολλά,

μεγάλο ανακάτωμα μέσα του στην ψυχή,

παράδες, αγορά και διάλεγμα που ζήταγαν αυτοί,

μέσα του στην καρδιά ψυχορραγούσε μια χορδή.

 

Να ’νιωθε ενοχή;

Μα τώρα που ήρθαν τα λεφτά, αλλάζει κι η ζωή.

Στο κάτω-κάτω της γραφής, ε! Δεν γίνονταν ζημιά!

Τέτοια γελάδα καρπερή που ’χε πολύ ψωμί,

θα έμεινε και υπόλοιπο, θα αρμέγανε κι αυτοί,

θα σήκωναν κεφάλι γρήγορα στη ζωή.

Σα να παρηγορήθηκε με τούτες δω τις σκέψεις,

σκέψεις «σοφές» και ακριβές και πνίγουν τη χορδή,

μέχρι που φάνηκε ξανά η χαρά κι έβαλε μια φωνή,

στη συνεταίρο την ψηλή που ζούσανε μαζί:

 

«Άιντε, μωρέ κατεργάρα μου, έφεξε και για μας!

Τήρα τα φοραδάκια μας σα να ’ναι η ματιάς.

Μια περιστέρα έχουμε, δεν χάλασ’ ο ντουνιάς.

Λίγα φτερά που βγάλαμε, δρόσισε και για μας.

Και κείνοι είδανε μαθές τούτη την προσφορά μας,

παράς θα ’ρθει στο στάβλο μας

κι απ’ ούλα τα καλά μας!»  

 

«Άιντε, ρε Κώτσιο μ’  άργησες, μου κόπηκε η χολή!»

τ’ απάντησε η κατεργάρα φιλοφρονητικά.

«Και για την περιστέρα μας, μη νοιάζεσαι πολύ!

Έφερες τώρα απόθεμα, πάρα πολύ τροφή!»

 

 

 

Δισταχτικά μαζώχτηκαν κάπου σ’ ένα λιμάνι!

Κι εκεί στα πεταχτά φορτώθηκε η πρώτη η φουρνιά

κάνοντας το ξεκίνημα με διαμελισμένες

και απομονωμένες τις ψυχές τους, μακριά, ξένοι

και παραμερισμένοι απ’ του άρχοντα γεμάτο

πια πουγκί.

 

Μικρή ήτανε η πρώτη τους φουρνιά.

Μα λίγο παραπίσω τους γλιστρούσε κι άλλη μια.

Έκανε το ξεκίνημα του άρχοντα η ευχή κι απόχτησε γοργά

μια πείρα δυνατή.

Καμαρωτός και κορδωτός, σαν γύφτικο σκεπάρνι,

χαίρεται για τα φοραδάκια του που είναι δυνατά,

ξεχείλιζαν με νιάτα κι έφερναν λεφτά.

 

Εύκολη είναι η αγορά κι η πώληση φτηνή

κι όλα τα νιάτα φεύγουν μακριά σε ξένη γη.

Κι απ’ το συμπόσιο το τρανό που πλάσανε οι ξένοι,

ο άνεμος κι ο αφέντης δε λείψανε απ’ αυτό,

μήτε δασκάλες Μούσες, μήτε Σειρήνες που ηχούσαν τρανταχτά

και τους πλανέψανε βαθιά τα λογικά,

σαν λάβαρο σηκώθηκε κι άπλωσε τα φτερά,

φωνή που είχε επιβολή και προσταγή μαζί,

έδωνε διαταγή:

 

«Τρέξτε γοργά και φύγετε!

Μακριά απ’ εδώ για κάμποσο καιρό

και πάτε σ’ άλλους τόπους να φτιάξτε προκοπή!»

 

Απ’ της γελάδας τα ζουμερά μαστάρια

που ακούμπαγαν στη γη και φέρνανε λεφτά,

μετά την πρώτη αποστολή έφτασε και η επομένη πάρα πολύ γοργά.

Και τα παιδιά της τ’ ακριβά παίρνουν μια έγκριση πικρή,

γκρεμιέται μέσα τους μια ζωή που ζούσαν μέχρι τώρα, φτηνή από κοσμητικά

κι άψυχα υλικά, πλούσια, πλατιά απ’ αρετή κι αγάπη για τούτη

τη φυλή.

Νιώθουν στα πόδια τους τη γη να πέφτει κάτω,

ζούνε για κάμποσες στιγμές πέρα απ’ το εκκρεμές, βάζουν το χέρι στην καρδιά

κι αφουγκράζονται βαθιά, ποιες να ’ναι οι προσταγές της;

 

Και αποφασίζουν τελικά καινούρια για να στήσουν,

άνω σ’ ερείπια και χαλάσματα σ’ άγνωστες

ξενιτιές, ρίζες βαθιές να ρίξουν.

Χαμογελούν και φαίνεται από μακριά το γέλιο τους σαν χάδι,

σφίγγουν με πόνο την καρδιά

κι αφουγκράζονται κρυφά τους ήχους τους πικρούς.

 

Κρατούν στους ώμους τους τορβά

που ’χει μια περιστέρα, που κρύβει μέσα της καρδιά,

υπομονή και ρίζα δυνατή, ν’ αντέξουνε το στέρημα της γης της πατρικής.

Και ξεκινούν για τ’ άγνωστο, δειλά μα σταθερά

κι η μοίρα τους κουτσά-στραβά παίρνει συμμετοχή,

απλόχερη, τους φάνηκε, πως χάρισε χαμόγελο

πλατύ, μα φάνταζε από μακριά και έδειχνε οικτρά,

άγνωστους δρόμους μακρινούς, κρύους και σκοτεινούς.

 

Ερήμωσε ο μαχαλάς κι εκείνο το χωριό σα να ’πεσε πανούκλα.

Το άλλο που ’ναι απέναντι επάνω στο βουνό.

Το άλλο που είναι πιο βαθιά μες στ’ άγριο φαράγγι.

Και κείνο που απλώνεται δίπλα απ’ την ποταμιά,

που όταν αυτή ξερνά, πνίγει με λάσπες, κούτσουρα,

ανθρώπους, ζώα και χωριά.

 

Και τούτο δω σαν ορφανό, δεν έχει ούτε σχολειό,

ούτε εκκλησιά, γιατρό, τίποτα απ’ αυτά.

Μόνο τα νιάτα δείχνουνε πως είναι ζωντανά

μέσα στην ερημιά, να μένουνε χωρίς δουλειά,

χωρίς μια αυλακιά γης, να κουβαλούν αόρατα

τη μαύρη τους τη μοίρα και πνίγονται βαθιά

στη φτώχεια τη βαριά και στην ανυπαρξία.

 

Κι όλα ερήμωσαν με μιας σα να ’πεσε κατάρα!

Έφυγε ο νιος, έφυγε η νια, άδειασαν όλα τα χωριά  κι οι μικροπολιτείες,

μένει ο γέρος μοναχός

με συντροφιά το σκύλο,

μένει κι η μάνα ορφανή, της φεύγει το παιδί

κι ένα μαχαίρι δίκοπο της σφάζει την ψυχή.

Πέφτουν τ’ αναστενάγματα κι απλώθηκαν παντού,

πικρά τ’ αναφιλητά απόλυσαν αυλάκια,

δάκρυα μικρής κορούλας γίνανε σαν διαμάντια,

της μάνας της ο χωρισμός της χάραξε τα μαύρα του σημάδια.

 

Μέθυσε ο αγέρας με καημό, γίνεται σαν θεριό,

όπου γελάστηκε πολύ απ’ το μασκαραλίκι,

αλλιώς φυσούσε στην αρχή, αλλιώς του τα ’χαν πει

κι αλλιώς τα βλέπει τώρα.

Έτσι απ’ όλα αυτά, της κοινωνίας ανθρώπινα δεινά,

ξημέρωμα γοργό, άκεφο, ωχρό επρόκειτο να γίνει.

 

Βαριά κι αυτή απ’ την οργή κι απ’ των ανθρώπων

τη χολή, νύχτα κυλά απόψε.

Τ’ αστέρια όλα χάθηκαν, χλωμό φεγγάρι σβήνει,

ράγισε πάνω ο ουρανός κι έγινε ωχρός, υγρός,

σκοτείνιασε και οργιάζει, αυτό εδώ το άδειασμα

κι αυτή η αλλαγή τον πείραξε πολύ.

 

Ακόμα κι η μέρα η τρανή, που το ’χαν οι φτωχοί

μία φορά το χρόνο να κάνουν την Ανάσταση ακόμα πιο λαμπρή,

σαν έφταναν ομαδικά στης λήθης

το αλώνι και στ’ άλλο της σιωπής,

στ’ άλλο της εγκατάλειψης και της υποταγής,

υποταγή που ρύθμιζε της μοίρας το μεθύσι,

ομαδικά ξεσπούσανε στ’ αγκάλιασμα της μέρας

κι όλοι μαζί ξεχνούσανε της φτώχειας την πηγή

που γύρναγε ασταμάτητα και ήταν ειμαρμένη,

εκεί κι αυτή παραδομένη πια άφηνε το κάλλος της να λάμψει,

τα πλούτη όλα χάριζε και μέθαγε η πλάση.

Τα μαγικά τραγούδια τους, βότανα οι χοροί τους, «δώσε ημίν Κύριε»

γινόταν χαλασμός, μέθαγε και ο Θεός.

Τώρα ορφάνεψε κι αυτή η μέρα η τρανή, χάνεται μες στη μοναξιά, χάνεται η ζωή.

 

Το κρουσταλλένιο γέλιο από τις μορφονιές,

στα καραγκουνοχώρια και πέρα στις πλαγιές

κι ακόμα πιο ψηλά, πάνω στις κορυφές,

όλα σταμάτησαν με μιας, τα σκέπασε μαράζι.

 

Οι κάμποι πια μαράθηκαν, δάκρυσαν τα βουνά

κι αυτό το ρεματάκι που κύλαγε γοργά,

σαν έρχονταν η λυγερή και έπαιρνε νερό,

και πιο εκεί κοντά, οι λεύκες, τα πλατάνια

που τραγουδούσανε μαζί σέρνοντας το χορό,

στέρεψε πια κι αυτό.

Όλα! Και τα πουλιά άλαλα μείναν κι ορφανά.

Και τώρα θε να πέσουνε σε νεκρική σιγή,

πένθος βαρύ κι αβάσταχτο, του νέου η φυγή.

 

Μουντή είναι εδώ η κάμαρη, νύχτα βαριά περνάει,

ωχρό το φως του καντηλιού κανένας δε γροικιέται,

χτύποι βαριοί του ρολογιού θυμίζουν τη φυγή,

μέσα στην ησυχία πέφτει βραχνή φωνή και σκίζει την ψυχή:

 

-Άραγε θα σε ξαναδώ; λέει η φωνή της μάνας και τρέμει όλη η γη….

Με μιας σηκώνεται ορθός κι η τρίχα του ορθή,

τρέχει κοντά σαν παλαβός, οργιάζει μέσα του

ο καημός, χάδι γλυκό και απαλό στη μάνα του

χαρίζει και του ’τρεμαν σαν φύλλα τα πικραμένα χείλη.

Σκύβει με δέος ταπεινά και της φιλά το χέρι, μέσα απ’ τα μάτια

που ’καιγαν πέφτουν πυκνές οι στάλες και με φωνή που έτρεμε ζητάει την ευχή της:

 

-Μην ξεστομείς, μανούλα μου, λόγια βαριά, πικρά!

Δεν είναι για παντοτινά και δώσ’ μου την ευχή σου.

Για λίγους χρόνους μοναχά μήπως και καζαντίσουμε κι εμείς λίγα λεφτά

ν’ απλώσουμε τους κλώνους,

για να μπορέσεις, μάνα μου, όταν γιαγιά θα γίνεις,

το άσπρο το κεφάλι σου στα μπράτσα μου να γείρεις

και λίγα χρόνια πιο καλά στο πλάι μου να ζήσεις.

Δώσ’ μου μανούλα την ευχή, τροχός να γένει η ζωή,

τα χρόνια που θα λείψω γρήγορα να περάσουν,

ξενιτεμένο εγώ πουλί πάλι θε να γυρίσω,

τους πόνους σου της ξενιτιάς όλους θα τους θερίσω!

 

Ο άλλος είχε αδερφές κι ήθελαν παντρειά,

πέντε μαυρομαλλούσες, κάλλους και αρχοντιάς.

Όλοι μαζί δουλεύανε, μία σακούλα είχαν,

μόχθος σκληρός, κόπος βαρύς, άγχος και αγωνία,

μην απεράσει ο καιρός και μείνουν οι αδελφάδες

ανύπαντρες για πάντα σε τούτη τη ζωή.

 

Δεν έφτανε η καθημερινή η φτώχεια η βαριά,

τρεξίματα αδιάκοπα σε όποιου τη δουλειά,

ψωμί, τυράκι και ελιά και μέρες μακριά,

τρέχει σαν ντόπιος πρόσφυγας κι όλο παρακαλεί

δούλεψη για να βρει.

 

Κι όλο να βασανίζεται πού θα βρει τα λεφτά,

γιατί δεν έβλεπε ο γαμπρός την αδελφή αν είχε

νιάτα, παρθενιά και θάμπους ομορφιά!

Θέλει πουγκί μ’ ασήμι ν’ αρχίσει τη ζωή.

 

Έτσι το θέλαν μερικοί που είχανε λεφτά,

πάνω στ’ αρραβωνιάσματα να δίνουνε παρά.

Και τούτο το κακό, μικρόβιο αμαρτωλό,

το ’φεραν και στον τόπο μας, όπου το κόλλησε γερά

όλη η πάστα η φτωχική και το ’χαν για παρηγοριά όλα τα νέα τα παιδιά.

 

Μα πιο πολύ μες στα χωριά γινόταν χλαλοή,

κάτι που έμοιαζε πολύ με τα παλιά γελαδοπάζαρα.

Έτσι και τις φτωχές τις κοπελιές, βγάζανε

στο παζάρι, μοιάζαν σαν δίποδα κομψά

και αχνοπρόβαλαν ορθά μ’ εκείνης της νεράιδας,

όμορφη κορμοστασιά, μήπως βρεθεί κάποιος

γαμπρός να μη ζητά προικιά.

 

Μια άλλη τα παράτησε, έξι παιδιά μικρά,

μια μάνα χήρα άρρωστη και χήρα αδελφή,

φεύγει ετούτη την αυγή και είναι σκυθρωπή.

Σκέψεις κουρνιάσανε πολλές βαθιά μες στην ψυχή,

τα ’χει χαμένα για καλά, τι να πρωτοσκεφτεί;

Μπόρα μεγάλη έφτανε, ποιος ξέρει αν θα κράταγε

πολύ, εκείνο που την ένοιαζε για τούτη τη στιγμή δύναμη ήθελε πολύ,

ν’ αντέξει τη φυγή.

 

Κι αυτός εδώ είχε μια μάνα και μια αδελφή

παντρειάς, ένα φτωχό πατέρα πάντα χωρίς δουλειά,

είχε και μια γυναίκα με δυνατή καρδιά,

μ’ όρεξη για ζωή και για πολύ δουλειά.

Ένα μικρό αγγελούδι δεκατριών μηνών,

μόλις που πρόλαβε να δει τα πρώτα του βηματάκια

και άκουσε μισά τα πρώτα του λογάκια.

Βαρέθηκε κι αυτός, να ’ναι χωρίς δουλειά,

πότε εδώ και πότε εκεί να τρέχει να παρακαλά,

τον κάθε αγιογδύτη, άπονο και ληστή, τον κάθε

έναν κύρη που ’ταν χωρίς ψυχή, στον κάθε έναν

κερατά, στον κάθε εργολάβο που ήταν χωρίς

καρδιά, στους ψεύτες εργοδότες που μάζευαν λεφτά.

 

Ποιο ήτανε το νόημα για κείνη τη ζωή;

Άδεια ήταν όλα, άγευστα, σα νεκρά.

Φτωχός γινόταν πιο πολύ, του άδειαζε η ψυχή

και φασαρία έκανε μια λύση για να βρει.

 

-Μάνα μου, θα σε στερηθώ, σε άλλους τόπους

φεύγω. Δεν τη μπορώ, δεν τη βαστώ ετούτη

την κατάντια,  φεύγω πρωί, γυρνώ βραδύς,

κανέναν σας δε βλέπω.

Μήτε κι αυτόν τον άγγελο που τόσο λαχταρώ,

μήτε ψωμί χορταίνουμε ετούτο τον καιρό.

Δώσ’ μας, μητέρα, την ευχή, μαλάκωσε τον πόνο,

δώσ’ μας κουράγιο δύναμη και μια τρανή ευχή,

ρόδα να γένει η ζωή, γρήγορα να περάσει,

ρόδο μέσα στη σκέψη μου θα ’ναι πάντα η σκιά σου,

η σκιά σου η ανεξίτηλη θα με τραβά κοντά σου,

μάνα, στην αγκαλιά σου.

Κι εσύ, πατέρα μου καλέ, μετρίασε τους πόνους,

σταμάτα τους κρυφολυγμούς και το καυτό σου δάκρυ.

Κάποτε θα ’ρθει η Πασχαλιά θα φέρει την αγάπη,

υγεία, ευτυχία, προκοπή και του Χριστού την Άγια Ανάσταση μαζί!

 

 

Array

 

Δείτε όλα τα βίντεο στο WEBTV του trikalaola.grClick στην TV
Συγκεντρωμένα όλα ΕΔΩ