20.8 C
Trikala
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024

Όψεις της καθημερινότητας στις πρώιμες Βυζαντινές Πόλεις

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 5ου ΓΕΛ Τρικάλων (Διετές Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας από το Α.Π.Θ), Ιστορικό Σημείωμα με θέμα: “Όψεις της καθημερινότητας στις πρώιμες Βυζαντινές Πόλεις” Εισαγωγική, πρωτογενής ιστορική πηγή: “Οι εκδηλώσεις της αγάπης των χριστιανών της Αλεξάνδρειας σε περίοδο επιδημίας πανώλης” (γύρω στα 250μ.Χ.) (Διονύσιος Αλεξανδρείας). «Τώρα πραγματικά όλα θρηνούν και όλοι πενθούν, και ολόγυρα στην πόλη ακούγονται γοερά κλάματα εξαιτίας του πλήθους εκείνων που έχουν πεθάνει και πεθαίνουν κάθε μέρα.

- Advertisement -

Γιατί όπως έχει γραφτεί για τα πρωτότοκα των Αιγυπτίων, έτσι και τώρα «έγινε κραυγή μεγάλη· αφού δεν υπάρχει σπίτι, μέσα στο οποίο να μην υπάρχει κάποιος πεθαμένος[…]». Οι περισσότεροι λοιπόν από τους αδελφούς μας από πολύ μεγάλη και αδερφική αγάπη, αφοσιωμένοι ο ένας στον άλλο και χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες για τον εαυτό τους, έκαναν επισκέψεις στους άρρωστους, τους προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, τους περιποιούνταν «εν Χριστώ» και πέθαιναν πολύ ευχαρίστως μαζί τους, αφού προηγουμένως πάθαιναν μόλυνση από την επαφή τους με τους άλλους, κολλούσαν την αρρώστια από τους πλησίον και, με τη θέλησή τους, δοκίμαζαν τους πόνους. Και πολλοί, αφού περιποιήθηκαν τους άλλους στην αρρώστια τους και τούς έδωσαν δύναμη, οι ίδιοι πέθαιναν, μεταφέροντας κατά κάποιο τρόπο το θάνατο εκείνων στους εαυτούς τους. Οι άριστοι λοιπόν από τους αδελφούς μας και μερικοί πρεσβύτεροι και διάκονοι και λαϊκοί με αυτό τον τρόπο έφυγαν από τη ζωή, επαινούμενοι πολύ, έτσι ώστε και αυτό το είδος του θανάτου, που ήταν αποτέλεσμα μεγάλης ευσέβειας και δυνατής πίστεως, να μη φαίνεται καθόλου ότι είναι κατώτερο από το μαρτύριο.

Και αφού με απλωμένα χέρια σήκωναν τα σώματα των άγιων στην αγκαλιά τους, και τους έκλειναν τα μάτια και τα στόματα και τούς μετέφεραν πάνω στους ώμους, και τούς σαβάνωναν και τους έλουζαν και τους στόλιζαν με τη νεκρική στολή, μετά από λίγο χρόνο, το ίδιο γινόταν και σ’ αυτούς, γιατί, πάντοτε εκείνοι που απέμεναν στη ζωή, ακολουθούσαν στο θάνατο αυτούς που πέθαναν προηγουμένως.

Οι ειδωλολάτρες όμως έκαναν τελείως τα αντίθετα· έδιωχναν ακόμη και εκείνους που μόλις άρχιζαν να αρρωσταίνουν, και απέφευγαν τους αγαπημένους τους και τους πετούσαν στους δρόμους μισοπεθαμένους, και τους νεκρούς τους έριχναν άταφους στα σκουπίδια, στην προσπάθεια τους να μην τους πλησιάσει ο θάνατος, πράγμα που δεν ήταν εύκολο να αποφύγουν, παρ’ όλο ότι μηχανεύονταν πολλά». Διονυσίου Αλεξανδρείας, Εορταστική επιστολή προς τους αδελφούς της Αλεξανδρείας.

Οι αρχαιολογικές ανασκαφές στην Ελλάδα και αλλού μας έχουν αποκαλύψει ένα σημαντικό αριθμό πόλεων που ταυτίζονται με τα μεγάλα αστικά κέντρα της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου: τους Φιλίππους, την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Κόρινθο, τη Νικόπολη, την Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια, την Έφεσο, τη Μίλητο, τις Σάρδεις, την Αφροδισιάδα, την Απάμεια, τη Σεβάστεια, τη Γάζα, την Ταρσό, την Καισάρεια της Καππαδοκίας, το Σίρμιο, τη Σερδική και άλλα πολλά.

Η εικόνα που παρουσίαζαν έδειχνε πόλεις ζωντανές και ακμάζουσες. Πρόκειται για τις ίδιες, τις παλιότερες ελληνορωμαϊκές, στις οποίες η ζωή συνεχίστηκε ακριβώς όπως πριν, με ελάχιστες αλλαγές. Οι κάτοικοι επισκεύασαν τα ρωμαϊκά κτήρια και τα ξαναχρησιμοποίησαν, έμεναν στα σπίτια και δούλευαν στα μαγαζιά και τα εργαστήρια. Επίσης, έφτιαξαν όσα δημόσια κτήρια τους ήταν χρήσιμα. Στα θέατρα έδιναν παραστάσεις παντομίμας, στα λουτρά φρόντιζαν την προσωπική τους υγιεινή, στις αποθήκες φύλαγαν την τροφή τους και στις δεξαμενές το νερό που έφερναν στην πόλη μέσω των υδραγωγείων.

Στις πλατείες θαύμαζαν έργα τέχνης, όπως σιντριβάνια και αγάλματα των πολιτικών αρχόντων, και διάβαζαν τις πληροφορίες που ανακοινώνονταν με επιγραφές, ενώ οι ιππόδρομοι έγιναν μάρτυρες των αγώνων μεταξύ ιππικών αρμάτων αλλά και… αντίπαλων κοινωνικών ομάδων. Εμπορικό κέντρο της πόλης ήταν η αγορά. Τις συνοικίες συνέδεσαν οι παλιές οδικές αρτηρίες που επισκευάστηκαν και κάποιες φορές οι νέες που κατασκευάστηκαν.

Στη θρησκευτική ζωή των κατοίκων εστιάζεται η μεγαλύτερη αλλαγή στις πρώιμες βυζαντινές πόλεις. Χτίστηκαν τόποι λατρείας για τη νέα χριστιανική θρησκεία, εκκλησίες και μοναστήρια, και κοντά τους οι κατοικίες των επισκόπων, ενώ οι παλιοί αρχαίοι ναοί είτε εγκαταλείφθηκαν είτε μετατράπηκαν σε εκκλησίες. Επίσης, πολυτελείς κολυμβητικές δεξαμενές και νυμφαία μετατράπηκαν σε Βαπτιστήρια. Τέλος, μετά τη Ρωμαϊκή Ειρήνη, οι νέες, πιο ανασφαλείς συνθήκες επέβαλλαν την οχύρωση των πόλεων με ισχυρά τείχη, τα περισσότερα της εποχής του Μεγάλου Θεοδοσίου και του Ιουστινιανού. Έτσι κύλησε η ζωή μέχρι την αναστάτωση που έφερε το τέλος του 5 ου και ο 6ος αιώνας. Οι ανασκαφές μας δείχνουν καταστροφές και πυρκαγιές και οι γραπτές πηγές μιλούν για σειρά καταστρεπτικών σεισμών και αλλεπάλληλων εχθρικών επιδρομών και λεηλασιών.

Τα περισσότερα από τα αστικά κέντρα, που είχαν απλωθεί και αναπτυχθεί στις κοιλάδες και τα παράλια της Μεσογείου και των Βαλκανίων για περίπου μια χιλιετία, δεν μπορούσαν πια να επιβιώσουν. Μετά την καταστροφή τους εγκαταλείφθηκαν και ο πληθυσμός τους σταδιακά, μέσω μιας διαδικασίας που θα εξελιχθεί στη Μεσοβυζαντινή περίοδο, κατέφυγε σε φυσικά οχυρές και δυσπρόσιτες τοποθεσίες κοντά στην παλιά πόλη, όπου έχτισε τα σπίτια του- με τις πέτρες που έφερε από τα κατεστραμμένα κτήρια και οργάνωσε τη ζωή του με μεγαλύτερο αίσθημα ασφάλειας.

Το πρώιμο βυζαντινό σπίτι. Οι κατοικίες των Βυζαντινών κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο δε φαίνεται να άλλαξαν καθόλου σε σχέση με τη Ρωμαϊκή. Από τις αγροικίες της υπαίθρου έχουμε μαρτυρίες μόνο για τα μεγάλα κτίσματα των πιο εύπορων αγροτών. Επρόκειτο για κτίσματα στο πρότυπο της ρωμαϊκής villa (έπαυλη), εξοπλισμένα με χώρους κατάλληλους για τη διαμονή των ενοίκων, αλλά και με αποθήκες ή χώρους βοηθητικούς για τις αγροτικές εργασίες. Από τις καλύβες των φτωχών αγροτών που χτίζονταν με ευτελέστερα υλικά δεν έχει σωθεί βέβαια τίποτε.

Περισσότερα γνωρίζουμε για τις αστικές κατοικίες, από τις οποίες πολλά παραδείγματα μας έχουν αποκαλύψει οι αρχαιολογικές ανασκαφές. Οι πολλαπλές οικοδομικές φάσεις που παρουσιάζουν τα κτήρια αυτά, μας δίνουν να καταλάβουμε ότι οι άνθρωποι της εποχής προτιμούσαν να επισκευάζουν και να κατοικούν τα ήδη υπάρχοντα σπίτια, παρά να κατασκευάζουν καινούργια. Ωστόσο, πέρα από τα επισκευασμένα σπίτια, που παρέμεναν στο σχέδιο της Ρωμαϊκής εποχής, ακόμη και οι νέες κατασκευές ακολούθησαν το μοντέλο της ρωμαϊκής αστικής οικίας.

Αυτό βασικά συνίστατο σε ένα σύνολο κυρίων δωματίων και βοηθητικών χώρων, διαρθρωμένων γύρω από μια κεντρική αυλή (το αίθριο) ενώ την εικόνα συμπλήρωναν, καμιά φορά, μικρές αυλές δευτερεύουσας σημασίας. Σημαντική καινοτομία της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου ήταν η εμφάνιση για πρώτη φορά των οικιακών εγκαταστάσεων υγιεινής (λουτρού), πιθανόν επειδή η χριστιανική θρησκεία επέβαλε μια νέα αντίληψη για το σώμα και τη δημόσια έκθεσή του. Τα υλικά που χρησιμοποιούνταν στην οικοδομική δραστηριότητα της εποχής ήταν οι αργοί λίθοι και τα τούβλα, καθώς και πολλά αρχιτεκτονικά μέλη αρχαίων και ρωμαϊκών κτηρίων που είχαν καταρρεύσει. Εξαιρετικής σπουδαιότητας είναι ο τρόπος που διακοσμούνταν τα σπίτια αυτά, αφού ο πλούτος και η ποιότητα της διακόσμησης έπρεπε να δηλώνει-και να συμφωνεί με-την κοινωνική θέση του ιδιοκτήτη του: συχνά συναντάμε πέρα από συντριβάνια, μαρμάρινες κολώνες και κάποια περίτεχνα (π.χ. μαρμάρινα) τραπέζια ή πάγκους, αλλά και καταπληκτικά ψηφιδωτά που κοσμούσαν τα πατώματα στα κεντρικά δωμάτια. Η ύπαιθρος χώρα.

Το πρώιμο Βυζάντιο φαίνεται ότι ήταν οργανωμένο κυρίως σε πόλεις και λιγότερο σε κωμοπόλεις ή χωριά. Υπήρχαν δηλαδή οι πολυάνθρωπες και οικονομικά ισχυρές κεντρικές πόλεις, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Αντιόχεια, η Αλεξάνδρεια και η Έφεσος, που κυρίως στηρίζονταν στο εμπόριο, τη ναυτιλία και τη βιοτεχνική παραγωγή. Ακολουθούσαν κάποια άλλα κέντρα, συνήθως παραθαλάσσια ή παραποτάμια, όπως η Θεσσαλονίκη, η Κόρινθος, η Μίλητος και η Σεβάστεια, που ήταν εμπορικά κέντρα και με καλή βιοτεχνία.

Η υπόλοιπη ύπαιθρος περιλάμβανε τα κέντρα των αγροτικών περιοχών στην ενδοχώρα, που ήταν επίσης σημαντικές πόλεις, όπως η Αδριανούπολη, η Ναισσός, η Καισάρεια της Καππαδοκίας, η Λαοδίκεια, η Αμάσεια και η Λάρισα.

Κάποιες άλλες πόλεις ή συχνότερα μικρότερες κωμοπόλεις ήταν οργανωμένες σε στρατιωτικά οχυρά, κοντά στα σύνορα ή στα επίκαιρα σημεία των στρατιωτικών οδών: τέτοιες ήταν το Σίρμιο, το Δορόστολο, η Αγχίαλος, τα Σύναδα, το Στόμπι, η Σερδική, η Άγκυρα, η Θεοδοσιούπολη, η Άμιδα, η Έδεσσα και η Μελιτηνή. Την εικόνα της βυζαντινής υπαίθρου συμπλήρωναν οι διάσπαρτες και, μάλιστα, καμιά φορά αμυντικά τειχισμένες αγροικίες(villae), με τις αγροτικές τους εκτάσεις και τα βοηθητικά τους κτίσματα (μύλους κ.λ.π.). Από την άποψη της λαϊκής ευσέβειας των πρωτοβυζαντινών πόλεων και της γύρω τους υπαίθρου χώρας, η ανακήρυξη κάποιου ως αγίου στην αρχαία εκκλησία μέχρι τον 10ο αι. δεν υπόκεινταν σε καθορισμένες διατυπώσεις.

Όταν κάποιος διακρινόταν στην αρετή και στην πίστη, και ιδιαίτερα ως μάρτυρας που υπέστη αληθινά μαρτυρικό θάνατο, επιβάλλονταν στη συνείδηση της εκκλησίας, και επέρχονταν βαθμηδόν de facto η αναγνώρισή του ως αγίου, με λατρεία περιορισμένη τοπικά ή επεκτεινόμενη σ’ όλο το σώμα της εκκλησίας. Φαίνεται όμως πως ο κλήρος και ιδιαίτερα οι κατά τόπους επίσκοποι ήταν εκείνοι που, παρακολουθώντας και ελέγχοντας την μαρτυρία των πιστών για τους αγίους, συντελούσαν κυρίως στην αναγνώρισή τους (ως αγίων). Ό ποιος θέλει να σχηματίσει κάποια ιδέα για την αγιοποίηση στην αρχαία εκκλησία πρέπει να μελετήσει τα συγγράμματα του Κυπριανού, του Ιερώνυμου και του ιερού Αυγουστίνου. Πάντως, είναι γεγονός πως πολλοί τοπικοί άγιοι εισχώρησαν στη γενικότερη λατρεία χωρίς απόφαση της Εκκλησίας και κάποιων η αγιοποίηση οφείλεται σε καθαρά τοπικούς λόγους: οικογενειακή επίδειξη, πολιτική ιδεολογία, φατριακό συμφέρον.

Από την άποψη της λαϊκής ευσέβειας των πρωτοβυζαντινών πόλεων και της γύρω τους υπαίθρου χώρας, η ευρεία λαϊκή αποδοχή των αγίων και η αποποίηση, εκ μέρους τους, κάθε μορφής εξουσίας, επισκοπικού αξιώματος ή άλλης υπεύθυνης θέσης, λόγω ταπεινοφροσύνης ή λόγω αγάπης στην ησυχία αποτελεί κοινό τόπο στα αγιολογικά κείμενα. Οι κοσμημένοι με θεϊκές αρετές άγιοι προσδίδουν φήμη στις πόλεις ή στις περιοχές που ζουν, σύμφωνα με τους βίους, κι όχι το πλήθος των κατοίκων τους ή ο υπερβολικός πλούτος ή η δύναμη των ευτυχισμένων ανθρώπων τους ή τα τείχη και οι καλλωπισμοί των βασιλικών δρόμων. Αυτοί οι κοσμικοί λόγοι της φήμης μιας πόλης «εξουδετερώνονται» απ’ τους βιογράφους των αγίων κατά τρόπο τυπικά μοναστικό.

Ενδεικτική βιβλιογραφία: Τα παραθέματα και οι πηγές που παρατίθενται στο παραπάνω εκπαιδευτικό υλικό εμπεριέχονται στα ακόλουθα βιβλία της Αμαλίας Κ. Ηλιάδη: Εγκατάσταση και παρουσία Σλάβων στη Βυζαντινή Μ.Ασία, απ’ τον 7ο ως τον 10ο αιώνα. Αυτοέκδοση. Τρίκαλα, 2003. ISBN 960-92360-2-2. Τα «Θαύματα» του Αγίου Δημητρίου ως ιστορικές πηγές. Επιδρομές και Σλαβικές εποικίσεις εντεύθεν του Δουνάβεως. Αυτοέκδοση. Τρίκαλα, 2003. ISBN 960-92360-3-0. Εικονομαχία και Αντιμοναχική στροφή (Κων/νος Ε΄). Αυτοέκδοση. Τρίκαλα, 2003. ISBN 960-92360-1-4. Σημειώσεις και παρατηρήσεις στην ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας απ’ τον 11οως τον 15οαι. Τα αγιολογικά κείμενα της περιόδου. (Συμβολή στη μελέτη των βίων των αγίων ως ιστορικών πηγών). Αυτοέκδοση. Τρίκαλα 2006. ISBN 960-92360-6-5. (Σελ. 361). Οι Βίοι των Αγίων της Βυζαντινής περιόδου ως ιστορικές πηγές. (Σημειώσεις και παρατηρήσεις για τα Βυζαντινά αγιολογικά κείμενα της Μέσης περιόδου: 7ος-10οςαιώνας). Αυτοέκδοση. Τρίκαλα 2006. ISBN 960-92360-5-7. (Σελ. 46. Νεότερες απόψεις για την εσωτερική ιστορία του Βυζαντίου κατά τον 7οαιώνα. Αυτοέκδοση. Τρίκαλα 2006.ISBN 960-92360-4-9. (Σελ. 26. Πολιτική θεωρία και Ιδεολογία των Βυζαντινών στην εποχή του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου. Πρότυπες Θεσσαλικές Εκδόσεις. Τρίκαλα, Αθήνα, 2003. ISBN 960-7146-85-9. 1) Aigrain R., L’hagiographie, ses sources, ses methods, son histoire, Paris 1953. 2) Questin H., Les martyrologes historiques du moyen age, Paris 1908. 3) Ehrhard A., Uberlieferung und Bestand der hagiographischen und homiletischen Literatur der griechischen Kirche, τόμ. 3, Λειψία 1937-1952. 4) Delehaye H., Les legends hagiographiques, Bruxelles, 4η έκδ. 1955. 5) Halkin F., L’hagiographie Byzantine au service de l’histoire, 13nth International Congress of Byzantine Studies, Oxford 1966, σελ. 1-10. 6) Patlagean Evelyne, Ancienne hagiographie Byzantine et histoire sociale, Annales E.S.C., 1968, 106-125. 7) Patlagean Evelyne, Structure sociale, famille, chrιtientι a Byzance IVe, I, XIe siθcle, Variorum Reprints, London 1985, αρ. V. Patlagean Evelyne, Saintete et pouvoir, The Byzantine Saint, ed.S.Hackel, London 1981, 88-92. 9) Sevcenko I., Hagiography of the Iconoclast Period, Iconoclasm, ed. A.Bryer. 10) J.Herrin, Birmingham 1977, 1-42, στο Ideology, Letters and Culture in Byzantine World, Variorum Reprints, London 1982, αρ. V. 11) Mango C., Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μετ. Δ.Τσουγκαράκης, Αθήνα 1988, σελ. 275. 12) Κιουσοπούλου Αντ., Χρόνος και ηλικίες στη βυζαντινή κοινωνία (Η κλίμακα των ηλικιών από τα αγιολογικά κείμενα της μέσης εποχής) 7ος-11ος αι. Κέντρο Νεοελ. Ερευνών Ε.Ι.Ε., Αθήνα 1997, σελ. 21. 13) Elisabeth Malamut, Sur les routes des saints byzantins, Paris 1993. 14) Δ.Παπαχρυσάνθου, Ο αθωνικός μοναχισμός: αρχές και οργάνωση. Αθήνα 1992. 15) Ν.Σβορώνος, Η σημασία της ίδρυσης του Αγίου Όρους για την ανάπτυξη του ελλαδικού χώρου, Καρυές 1987. 16) N.Oikonomides, Mount Athos: Levels of Literacy, D.O.P. 42 (198, 167-178. 17) Δ.Ζ.Σοφιανός, Οι βυζαντινοί άγιοι του ελλαδικού χώρου μέσα από τις πηγές και τα κείμενα. 1 Ryden L., “New Forms of Hagiography: Heroes and Saints”, The 17th International Byzantine Congress, Major Papers, Washington 1986, 537-554. 19) A.Kazhdan, Ο τέλειος μοναχός ή ο τέλειος πολεμιστής; Ο συγκερασμός των κοινωνικών ιδανικών στο Βυζάντιο, Δωδώνη 15/1 (1986), 203-216. 20) Α.P.Kazhdan-Ann Wharton-Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, μετ. Α.Παππάς, Αθήνα 1997. 21) A.Guillou, La civilization Byzantine, Paris 1974, 226-227. 22) H.G.Beck, Η βυζαντινή χιλιετία, μετ. Δ.Κούρτοβικ, Αθήνα 1990. 23) S.Efthymiadis, The Byzantine Hagiographer and his Audience in the Ninth and Tenth Centuries, Metaphrasis. Redactions and Audiences in Middle Byzantine Hagiography, ed. Chr. Hogel, The Research Council of Norway 1996, 59-79. 24) F.Halkin, L’hagiographie Byzantine au service de l’histoire, Thirteenth International Congress of Byzantine Studies, Oxford 1966, 1-10. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, βυζαντινολόγος, Άγιες Γυναίκες στο Βυζάντιο, 16-4-2005. http://www.archive.gr Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός(ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας), Οι αντιλήψεις για τα δύο φύλα στο πρώιμο Βυζάντιο, 6-5-2005. http://www.archive.gr Αμαλία Κ. Ηλιάδη, Ιστορικός-φιλόλογος (ΜΑ Βυζαντινής Ιστορίας Α.Π.Θ.), Γάμος και αγιότητα στη Μέση Βυζαντινή Περίοδο, 1-6-2005. http://www.archive.gr Πηγή http://pneuma.gr/byzgyn.htm

Array

 

Δείτε όλα τα βίντεο στο WEBTV του trikalaola.grClick στην TV
Συγκεντρωμένα όλα ΕΔΩ