17.8 C
Trikala
Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024

Συμπεριφορά προς Έλληνα Στρατιώτη, τραυματία του Αλβανικού Μετώπου (*)

[Τελευταίες ημέρες του Ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41]

- Advertisement -

Σκηνή από τη ζωή της Αθήνας, προτού οι Γερμανοί εισέλθουν στην Αθήνα.

Είμαστε πια στον Απρίλη του 1941. [Τέσσερις σημαντικές ημερομηνίες του μηνός αυτού: α) 6 Απριλίου 1941. Επίθεση της Γερμανίας εναντίον της Ελλάδος β) Το μεσημέρι της 9ης Απριλίου 1941, αφού τα πρώτα γερμανικά τανκς εισήλθαν στη Θεσσαλονίκη, υπεγράφη το πρωτόκολλο συνθηκολογήσεως από τον διοικητή του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ) αντιστράτηγο Μπακόπουλο και τον διοικητή της 2ης  τεθωρακισμένης μεραρχίας των Γερμανών. γ) 12 Απριλίου 1941 εξεδόθη η διαταγή συμπτύξεως του Ελληνικού Στρατού από το αλβανικό μέτωπο και δ) 27 Απριλ. 1941 τα γερμανικά στρατεύματα εισέρχονται στην Αθήνα]. Έλαμπε ο κεντρικός Αθηναϊκός δρόμος (οδός πανεπιστημίου). Μόνο που ενώ εβούϊζε από κίνηση, έμοιαζε σαν άδειος. Έλειπε η μισή, για να μην πω, η καλύτερη Ελλάδα: έλειπε η ελληνική νεότητα. Μα να που ο δρόμος γέμισε πάλι, και η μισή Ελλάδα έγινε πάλι ολόκληρη. Μέσα σε μια στιγμή, μέσα σε μιαν απλή κίνηση, μέσα σε μια αυθόρμητη συνεργασία.

Στο αντικρυνό πεζοδρόμιο κατέβαινε ένας τραυματίας. Η στολή του τσαλακωμένη, το μελαχροινό πρόσωπό του σκοτεινό από την ταλαιπωρία και την αγωνία, αλλά το πανί, που κράταγε το πονεμένο και βαρύ από δόξα δεξί του χέρι, καθαρό και κατάλευκο. Το βήμα του, σταθερό κ’ αισιόδοξο, μπερδεύτηκε μια στιγμή. Έσκυψε, είδε και τραβήχτηκε στην άκρη του πεζοδρομίου. Είχαν λυθεί τα κορδόνια της μιας αρβύλας του. Πλησίασε σ’ ένα πεζούλι, έβαλε το πόδι του απάνω και έσκυψε. Τότε όμως άρχισε μια προσπάθεια που παραμέρισε κάθε ψευδαίσθηση. Για να δεθούν τα λυμένα κορδόνια, χρειάζονται δυο χέρια γερά. Προ πάντων το δεξί, με τα επιτήδεια δάχτυλά του. Μα αυτό ίσα-ίσα το χέρι κρεμόταν βαρύ και τιμημένο. Και η προσπάθεια έπρεπε να γίνει μ’ ένα χέρι, και μάλιστα με τ’ αριστερό. Άρχισε, λοιπόν, αλλά δεν κράτησε πολύ. Την είδαν πολλοί, μα πιο κοντά της έτυχε ένας ψηλός γέροντας, με πρόσωπο πλαισιωμένο από μικρή άσπρη γενειάδα, ολόϊσιος σαν λαμπάδα, και αξιοπρεπής σαν ελληνική υπερηφάνεια, καλοντυμένος μα και αυστηρός στην εμφάνιση. Ένας γνωστός άρχοντας, παλιό αθηναϊκό σπίτι, με πλούτη και με όνομα μεγάλο. Κι ο ψηλός γέροντας δεν είδε μόνο πρώτος, μα και πρόφτασε να τρέξει πρώτος κοντά στην προσπάθεια που γινόταν απάνω από την αρβύλα με τα λυμένα κορδόνια. Μ’ ένα γρήγορο βήμα, βρέθηκε πλάϊ στον σκυμμένον τραυματία, έβγαλε τα κίτρινα γάντια του, έσκυψε κι αυτός, σχεδόν γονάτισε, κι’ έκαμε ό, τι δεν μπορούσε να κάμει το πονεμένο χέρι.

Όταν ο γέροντας τελείωσε τη μικρή εξυπηρέτηση και ύψωσε το ανάστημά του, ο νέος πολεμιστής τον κοίταξε στα μάτια και δεν ήξερε τι να του πει, και πώς να τον ευχαριστήσει. Δεν βρήκε τα λόγια που ήθελε, όπως δεν θα τα ’βρισκε κανένας εκείνη τη στιγμή, κ’ έκανε κάτι πιο εύγλωττο: πήρε το δεξί χέρι του γέροντα, έσκυψε και το φίλησε.

Είχαν σταθεί και μερικοί άλλοι μαζί μ’ μένα κ’ έμεναν σαστισμένοι. Έβλεπαν και δεν πίστευαν. Έβλεπαν κ’ ένιωθαν να δυναμώνει, να κυριαρχεί μέσα τους ο άνθρωπος που γεννήθηκε σε όλες τις ελληνικές συνειδήσεις τους μήνες εκείνους. Όλη η Ελλάδα σε μιαν απλή σκηνή! Εκεί κι ο μεγάλος πατριωτισμός, εκεί κι ο βαθύς σεβασμός, εκεί και η σιδερένια κοινωνική αλληλεγγύη.

Έτσι εζήσαμε τη μεγάλη εκείνη η εποχή, το κρίσιμο εκείνο ορόσημο του εθνικού μας βίου: Όλοι μαζί οι Έλληνες. Ο ένας κοντά, πολύ κοντά στον άλλον, το ένα χέρι μέσα στ’ άλλο χέρι κ’ η μια καρδιά πλάϊ στην άλλη καρδιά.

[Η μαρτυρία προέρχεται από τον ακαδημαϊκό Πέτρο Χάρη
 (1902 – 1998), ο οποίος την ανέφερε στον Πανηγυρικό του Λόγο «Η 28η Οκτωβρίου και ο κόσμος του Πνεύματος», 27 Οκτωβρίου 1969]

Παράβαλε ακόμη τα δυο σχετικά με το θέμα τραγούδια:
Α) Ο ανάπηρος

[τραγουδά ο Πρόδρομος Τσαουσάκης]

 

Αφήστε τα ποτήρια σας που τα΄χετε γεμίσει

και δώστε στον ανάπηρο μια θέση να καθήσει.

 

Σ΄αυτόν αξίζει πάντοτε να λέμε με ψυχή

<<ανάπηρος περνάει, σταθήτε προσοχή>>

 

Αυτός σαν Ελληνόπουλο και άξιο παλληκάρι

σε κάποια μάχη άφησε το ένα του ποδάρι.

 

Γι αυτό οπού τον βλέπετε να λέτε με ψυχή

<<ανάπηρος περνάει , σταθήτε προσοχή>>

 

Ας πούμε το τραγούδι του περήφανα κι αντρείκια,

γιατί για μας κρεμάστηκε στα δυο του δεκανίκια.

 

Γι αυτό αξίζει πάντοτε να λέμε με ψυχή

<<ανάπηρος περνάει, σταθήτε προσοχή>>.

 

 

Β) Του ανάπηρου η μάνα

[τραγουδά η Σούλα Καλφοπούλου – Στελλάκης Περπινιάδης]

 

Του ανάπηρου η μάνα με καμάρι περπατά,

είναι πλάι στο παιδί της, που θυσίασε πολλά.

 

Στης παρέλασης τη Δόξα ο ανάπηρος περνά,

τις μεγάλες του θυσίες η Ελλάδα δε ξεχνά.

 

Τι τιμή, βροντούν κανόνια και διαβαίν΄η Λευτεριά,

η Πατρίδα στεφανώνει τα αθάνατα παιδιά.

Τραυματίας του Αλβανικού Μετώπου

 

(*) Του Κων/νου Β. Παυλάκου,
π. Σχολικού Συμβούλου Φιλολόγων

Array

 

Δείτε όλα τα βίντεο στο WEBTV του trikalaola.grClick στην TV
Συγκεντρωμένα όλα ΕΔΩ