13.2 C
Trikala
Παρασκευή, 17 Μαΐου, 2024

Συνωμοσία Σιωπής

Ελεύθερα: «Λέξεις και Σκέψεις»

- Advertisement -

   “Συνομωσία Σιωπής”

                                                                  Του Θωμά Σ. Σάρα

Παρακολουθώντας τους πολιτικούς αναλυτές της Αθήνας, όποιος έχει ασχοληθεί σοβαρά με τις πολιτικές εξελίξεις στα Βαλκάνια τις δύο τελευταίες δεκαετίες, είμαι βέβαιος ότι θα εκπλαγεί από τους σχολιασμούς στη προσπάθεια αναζήτησης “κάποιου κακού δαίμονα” ο οποίος διαταράσσει τις σχέσεις “καλής γειτονίας” μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Και όμως για μια ολόκληρη πεντηκονταετία αυτή η φωνή φωνάζει και καταγγέλλει τα όσα τρομακτικά προετοιμάζονται και σιγά, σιγά οικοδομούνται σε βάρος των δικαίων του ελεύθερου Ελληνικού κράτους και της διοικητικής επικράτειας της νεότερης Ελλάδας, χωρίς ωστόσο κάποιος των υπευθύνων, είτε αυτός είναι πολιτικός, είτε διπλωμάτης, να δείχνει ότι πραγματικά προβληματίζεται.

Στη πραγματικότητα, για μια περίοδο πενήντα ολόκληρων χρόνων, τόσο η Αθήνα, όσο και οι διπλωμάτες της είχαν επιδοθεί στη διοργάνωση μιας πραγματικής συνομωσίας σιωπής, προκειμένου να αποκοιμίσουν τον καλόπιστο Έλληνα ψηφοφόρο, λέγοντάς του, ότι το πολιτικό και διπλωματικό κατεστημένο της χώρας βρίσκεται υπό απόλυτο έλεγχο των γεγονότων και διαδραματιζόμενων εξελίξεων στην περιοχή.

Ας μου επιτραπεί λοιπόν στο σημείο αυτό να κάνω μια πρώτη αναφορά στα δραματικά γεγονότα που οδήγησαν στην προδοσία του Κυπριακού το 1974.

Σε μια αποκλειστική συνομιλία που είχα την δεκαετία του 1980 με τον τότε ηγέτη της Τουρκοκυπριακής κοινότητας Ντεκτάς, μου δόθηκε η ευκαιρία να ρωτήσω ορισμένες λεπτομέρειες γύρω από την Τουρκική εισβολή στο νησί, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις εισβολής να καταλάβουν με τα όπλα έκταση ίση με το σαράντα τις εκατό της Κυπριακής δημοκρατίας.

Σύμφωνα με τον συνομιλητή μου λοιπόν, στην προσπάθεια εκείνη δεν υπήρξε τίποτα το αντικανονικό. Τόσο η Αθήνα, όσο το Λονδίνο και η Ευρώπη καθώς επίσης και  οι Ηνωμένες Πολιτείες, είχαν ενημερωθεί για την επιχείρηση και είχαν συμφωνήσει. Ήταν μια επιχείρηση για την οποία είχαν συμφωνήσει απόλυτα όλες οι πλευρές.

“Όταν τις παραμονές της εισβολής των ενόπλων δυνάμεων της Τουρκίας, εκκλήθηκα από την Άγκυρα προκειμένου να ενημερωθώ για τις αποφάσεις και τα σχέδια εκείνης της στρατιωτικής επιχείρησης“, ανέφερε ο συνομιλητής μου, “προσωπικά διαφώνησα για τα επιχειρησιακά σχέδια και εισηγήθηκα οι Τουρκικές δυνάμεις να καταλάβουν ολόκληρο το νησί, έτσι ώστε όταν αργότερα θα καθίσουμε στο τραπέζι των ειρηνικών διαπραγματεύσεων, εμείς να έχουμε το επάνω χέρι, και να επιβάλουμε τις απαιτήσεις μας ως νικητές. Η κατάσταση έτσι, θα ήταν λιγότερο περίπλοκη δεδομένου ότι η Έλληνό Κυπριακή πλευρά θα ήταν εκ των πραγμάτων υποχρεωμένη να αποδεχθεί τους όρους μας και να συνεργασθεί. Δυστυχώς” , μου δήλωσε,”Η Άγκυρα αρνήθηκε κάτι τέτοιο, λόγω του ότι υπήρχε κοινή συμφωνία και αποδοχή τόσο από την Αθήνα, όσοι και τον διεθνή παράγοντα για την κατάληψη μόνον του τριάντα οκτώ τις εκατό. Αλλά όμως τρομαγμένοι από την οργή των Ελλήνων, σήμερα, συνεχίζουν να εμπαίζουν τον λαό με ψέματα, για δήθεν παράνομη στρατιωτική εισβολή της Τουρκίας. Δυστυχώς αυτοί είναι οι ηγέτες της Ελλάδας”, συμπλήρωσε.

Σε ερώτησή μου, πως γίνεται να αποδεχτεί η Αθήνα μια συμφωνία η οποία θα έστελνε πάνω από διακόσιες χιλιάδες Έλληνό- Κύπριους, πρόσφυγες μέσα στην ίδια την πατρική τους γη, ο συνομιλητής μου μου δήλωσε ότι, “δυστυχώς αυτά έχουν οι πόλεμοι. Αυτοί ήταν τα πραγματικά θύματα της όλης επιχείρησης, Ήταν. Ωστόσο απαραίτητο να γίνει προκειμένου να διασφαλιστούν τα δίκαια των Τούρκο-Κυπρίων, οι οποίοι υπήρξαν τα μεγάλα θύματα του πραξικοπήματος της Ελληνικής πλευράς. Λυπούμαι για αυτούς, πλην όμως δεν υπήρχε άλλη καλύτερη λύση.”

Και για τους αγνοούμενους, τόλμησα να ρωτήσω, τι έχετε να πείτε. Ο συνομιλητής μου κόμπιασε μια στιγμή και ύστερα από σκέψη τόνισε ότι “δυστυχώς οι περισσότεροι από αυτούς είναι νεκροί. Σκοτώθηκαν κατά την διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων και πιθανόν θάφτηκαν όπως, όπως, κάτω από τις δραματικές συνθήκες εκείνων  των ημερών. Είναι μια λεπτομέρεια”, συμπλήρωσε, “που τη γνωρίζει τόσο η Αθήνα, όσοι και η Λευκωσία, και οι οποίες όμως από το φόβο των πολιτικών επιπτώσεων από την οργή των πολιτών, συνεχίζουν να παίζουν θέατρο. Εγώ τους ζήτησα κατ’ επανάληψη να δημιουργήσουμε κοινές επιτροπές από τις δύο κοινότητες προκειμένου να ασχοληθούν με τις τύχες αυτών των ανθρώπων. Η Ελληνική πλευρά, ωστόσο, αρνείται.”

Αυτή ήταν μία από τις πλέων σημαντικές στιγμές της δημοσιογραφικής μου σταδιοδρομίας. Όταν λοιπόν δημοσίευσα ολόκληρη τη συνέντευξη στην επιθεώρηση, βρέθηκα αντιμέτωπος με ένα ορμητικό ποτάμι άρνησης τόσο από την πλευρά των εκπροσώπων της Κυπριακής δημοκρατίας, κυρίως των εντεταλμένων οργάνων της στο Τορόντο, όσο και εκείνων της Αθήνας. Ο σύμβουλος Τύπου, μάλιστα, του Γενικού Προξενείου της Κύπρου στο Τορόντο, γνωστός θιασώτης και συνεργός των πραξικοπηματιών που έφεραν την καταχνιά στο νησί, σοφίστηκε δικαστικά έγγραφα ποινικού μου μητρώου, τα “”οποία έλεγαν ότι είχα σε βάρος μου ποινικές καταδίκες, τα οποία μάλιστα και δημοσίευσε κάποια φυλλάδα παροικιακή της οποίας οι εκδοτικοί παράγοντες στάλθηκαν κάνα δύο φορές στη Κύπρο, σαν επιβράβευση για την “ηρωική τους πράξη” να δημοσιεύσουν το πλαστό έγγραφο. Δυστυχώς αυτά ήλθαν να επιβεβαιώσουν τα λόγια του Τούρκο Κύπριου ηγέτη.

Πάνω στο ίδιο θέμα, ύστερα από μια δεκαετία, με την ευκαιρία του γεγονότος του διορισμού από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών του Καναδού πολιτικού Τζο  Κλαρκ, ως ειδικού απεσταλμένου του για το Κυπριακό, ζήτησα από τον πρώην υπουργό εξωτερικών και επίσης πρώην πρωθυπουργό του Καναδάμια αποκλειστική συνέντευξή για τις ιδέες, τις εντυπώσεις και τη γνώμη του για τα προβλήματα που εμποδίζουν την λύση του Κυπριακού. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε σε ξενοδοχείο του Τορόντο και ο ίδιος γνωρίζοντας το τι πρόκειται να ακολουθήσει τη δημοσίευσή της την ηχογράφησα σε δύο διαφορετικά μηχανήματα. Πράγματι, ο κ. Κλαρκ, μίλησε “”ανοιχτά και με ειλικρίνεια γύρω από τις εμπειρίες του, όταν σε κάποια στιγμή μου δήλωσε ότι οι συνομιλίες είχαν φτάσει σε σημείο συμφωνίας. “Κάποια στιγμή”, μου δήλωσε,  “φτάσαμε στο σημείο αποδοχής της πρότασης μου τα κατεχόμενα Βαρόσια να επιστραφούν και να δοθούν στην Κυπριακή δημοκρατία. Η συμφωνία προέβλεπε την διάνοιξη της λεωφόρου που οδηγεί από την ελεύθερη ζώνη μέσω των υπό κατοχή περιοχών στα αποκλεισμένα Βαρόσια, ήταν πιστεύω μια πραγματικά καλή λύση, κάτω από τις πραγματικές συνθήκες των ημερών εκείνων. Τη πρόταση δέχτηκε τόσο η Τούρκο-Κυπριακή, όσο και η Έλληνό-Κυπριακή διαπραγματευτικές ομάδες. Δώσαμε τα χέρια και αποφασίσαμε να βρεθούμε την επομένη προκειμένου να συνταχθεί το σχετικό κείμενο. Δυστυχώς, την επομένη το πρωί μου τηλεφώνησε ο αντιπρόσωπος της Έλληνό-Κυπριακής ομάδας και μου δήλωσε ότι τελικά δεν συμφωνεί με τη πρόταση. Ύστερα από αυτό”, δήλωσε, επέστρεψα την εντολή που είχα στο Γενικό Γραμματέα, χωρίς ωστόσο να καταλάβω μέχρι σήμερα, τους λόγους εκείνης της ανατροπής, η οποία έδινε πραγματικά πλεονεκτήματα στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Την επομένη η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση, επίσης στην ηλεκτρονική σελίδα της επιθεώρησης καθώς επίσης και σε ορισμένες άλλες ηλεκτρονικές σελίδες μεταξύ των οποίων και το ομογενειακό Καλάμι.

Δύο μέρες αργότερα δέχθηκα ένα τηλεφώνημα από το γραφείο του κ Κλαρκ.

Θωμά, μου είπε ο Καναδός πολιτικός, βρίσκομαι σε τρομερή αμηχανία. Τον ρώτησα τους λόγους, δέχθηκα, μου δήλωσε, ένα τηλεφώνημα από το ΥΠΕΞ της Λευκωσίας και μου ζητούν να διαψεύσω την συνέντευξη. Μα πως είναι δυνατόν, τον ρώτησα, η συνέντευξη έχει γραφτεί παράλληλα σε δύο διαφορετικά μηχανήματα. Το γνωρίζω συμπλήρωσε, και τους το είπα, ότι η συνέντευξη έχει ηχογραφηθεί από δύο μηχανήματα, ωστόσο, ρώτησε ο συνομιλητής μου, υπάρχει κάποια δυνατότητα η οποία θα μπορούσε να με βγάλει από την δύσκολη θέση στην οποία βρίσκομαι ως πολιτικός.

Συμφώνησα μαζί του, ότι πράγματι αντιμετωπίζαμε μια δύσκολη συγκυρία, τελικά και ύστερα από αρκετή σκέψη του δήλωσα ότι δεδομένου του γεγονότος της δημοσίευσης της συνέντευξης, προσωπικά θα δεχόμουν κάποια δήλωσή του η οποία να λέει ότι τα λόγια του είχαν παρεξηγηθεί και ότι δεν απηχούσαν ακριβώς τη σημασία των δηλώσεών του. Συμφώνησα να δημοσιεύσω το κείμενο της δήλωσης, με τον όρο ότι παράλληλα στην ίδια έκδοση θα δημοσίευα και δικό μας σημείωμα χωρίς ωστόσο να προσβάλλω εκείνον ή και τη δήλωσή του. Έτσι και έγινε. Αμέσως μετά, δέχτηκα ένα νέο κύμα επιθέσεων και προσβολών από Λευκωσία και Αθήνα, οι οποίες ήταν ασυγκράτητες από την οργή τους για το δημοσίευμα.

Ίσως να είχαν δίκιο. Δεδομένου του γεγονότος ότι η επιθεώρηση για άλλη μια φορά ερχόταν να φέρει στο φως κάποιες πολιτικές πραγματικότητες που κρατούσαν στο σκοτάδι τόσο τους Έλληνό-Κυπρίους, όσο και ολόκληρο τον Ελληνικό λαό, με ένα καλοδουλεμένο πέπλο μιας συνωμοσίας αποσιώπησης πραγματικών καταστάσεων, επειδή έτσι εξυπηρετούνται τα συμφέροντα του πολιτικού κατεστημένου των δύο χωρών.

Μια συνωμοσία ψεύδους και κακοήθειας, η οποία χώρισε στα δύο ένα ενιαίο νησί και μια διεθνώς αναγνωρισμένη διοίκηση και υποχρέωσε στην προσφυγιά πάνω από διακόσιες ογδόντα χιλιάδες Έλληνό-Κύπριους, μέσα στην ίδια τους την πατρογονική γη, τη γη των προγόνων τους, με ορφανωμένες τις πατρογονικές τους εστίες  τους βωμούς και τα ιερά. Μια συνωμοσία του πολιτικού κατεστημένου των συνταγματαρχών, την οποία, ωστόσο, αποδέχθηκε και έγινε μέρος  του σχεδίου της και ολόκληρο το μεταδικτατορικό πολιτικό σύστημα της Ελλάδας. Μιας Ελλάδας ανήμπορης να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους επί σαράντα επτά συναπτά χρόνια αρνείται πεισματικά το πολιτικό σύστημα να δώσει στη δημοσιότητα τον περίφημο “φάκελο της Κυπριακής Τραγωδίας”, σε μια ύστατη προσπάθεια να προστατέψει όλες εκείνες τις γενιές των “νεότερων πολιτικών”της Ελληνικής και Κυπριακής πολιτείας, η οποία συνεχίζει να δρα, να σκέφτεται και να αποφασίζει, κατά κανόνα, σύμφωνα με τις εντολές των διοικήσεων του ΝΑΤΟ, της Ευρώπης, της Ουάσιγκτον και των Ηνωμένων Εθνών.

Σε μια άλλη συνέντευξή μου, πριν από χρόνια με έναν Καναδό υπουργό Άμυνας, τον πίεζα να λάβει θέση πάνω στις Τουρκικές κακοήθειες. Τελικά εκείνος, αφού με άκουσε γύρισε και μου είπε: “Άκουσέ με Θωμά, εγώ είμαι Καναδός πολιτικός και εκλέγομαι και αντιπροσωπεύω Καναδούς ψηφοφόρους. ‘Όπως αντιλαμβάνεσαι δεν έχω καμία υποχρέωση να πάρω θέση για κάτι που αφορά αποκλειστικά και μόνον την Αθήνα. Αυτό είναι δική τους υποχρέωση. Όλοι δεχόμαστε πιέσεις από διεθνή φόρα, όπως δέχομαι και εγώ. Αλλά όμως μέχρις ενός σημείου προσπαθώ να ανταποκριθώ εάν αυτό δεν δημιουργεί προβλήματα στους Καναδούς. Από τη στιγμή όμως που θα διαπιστώσω ότι αυτές οι υποδείξεις στρέφονται εναντίον των συμφερόντων των Καναδών, ε εκεί το σταματώ. Το ίδιο οφείλει να κάνει τόσο η Λευκωσία, όσο και η Αθήνα. Κανείς μας δε θέλει να έλθει σε σύγκρουση με ορισμένους διεθνείς φορείς και ιδρύματα, όταν όμως αυτοί προσπαθούν να βλάψουν τα δικά μας εθνικά δικαιώματα, τότε έχουμε υποχρέωση να προτάξουμε πεισματικά τα δικαιώματα του δικού μας λαού. Και αυτό είναι κάτι που οφείλει να κάνει τόσο η Αθήνα όσο και η Λευκωσία. Δεν είναι δυνατόν να πάω εγώ να ρυθμίσω τις Ελληνικές υποθέσεις με τη Τουρκία, με την οποία μας συνδέουν οικονομικά συμφέροντα. Αυτό είναι υποχρέωση των Ελλήνων πολιτικών, και όσο και εάν φοβούνται, κάποτε οφείλουν να αντιληφθούν τις υποχρεώσεις που έχουν έναντι των ψηφοφόρων τους και του Ελληνικού λαού.”

Το άρθρο αυτό θα συνεχιστεί στην επόμενη έκδοση της επιθεώρησης, μάλλον  στην έκδοση του Σεπτεμβρίου, όπου πρόκειται να συνεχιστούν οι αποκαλύψεις  του ρόλου του πολιτικού κατεστημένου της Αθήνας, γύρω από το “Μακεδονικό και τα Τουρκικά”.

Array

 

Δείτε όλα τα βίντεο στο WEBTV του trikalaola.grClick στην TV
Συγκεντρωμένα όλα ΕΔΩ