24.3 C
Trikala
Δευτέρα, 6 Μαΐου, 2024

ΑΡΓΑ ΒΑΔΙΖΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ

Όταν διάβασα τον παραπάνω τίτλο στο εξώφυλλο ενός βιβλίου, προβληματίστηκα. Αυτός όμως ο προβληματισμός έκρυβε μέσα του μία ικανοποίηση. Υποπτεύθηκα την αγωνία του συγγραφέα και στην ανάγνωση του συγκεκριμένου κεφαλαίου, επιβεβαιώθηκε στην ουσία και μία προσωπική αγωνία και προσευχή.
Αφού για ώρα χάζευα τον τίτλο του, στρώθηκα άνετα πριν καν λάβω την επιβεβαίωση μου, στις σκέψεις μου που ήλπιζα πως θα έσμιγαν με τις σκέψεις του συγγραφέα μα περισσότερο με το τίναγμα της ελπίδας του. Ήθελα να συμφωνήσω με τον συγγραφέα. Κάτι τέτοιο ήξερα πως θα επιβεβαίωνε το αργό βάδισμα του Θεανθρώπου. Αφού συνήλθα από τις σκέψεις και τους λογισμούς (που οι περισσότεροι σκοτώνουν), έκανα την πρώτη μου βουτιά στους στίχους του. Εκ των προτέρων σ’ αυτή την αγωνία για την ανακάλυψη, γνώριζα πως «πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες, πόρτες κλειστές σ’ ερημωμένα σπίτια», όπως θα πει και ο Γιάννης Ρίτσος.Ευτυχώς οι υποψίες μου επιβεβαιώθηκαν. Δυστυχώς όμως με έπνιξαν στα ανερμήνευτα και δυσνόητα της «τραγικής» πολλές φορές πίστεως μας.
Και δυσνόητα από αιτιοκρατικής και εννοιοκρατικής αντίληψης, δεν είναι μόνο το γεγονός της ενανθρώπισης του Θεού, το «πως» της υπάρξεως του, το θέμα της «οντολογίας του προσώπου», το πώς χώρεσε ο αχώρητος στην μήτρα μιας ανθρώπου, αλλά και η φύση του αργού αυτού βαδίσματος του Χριστού, μα και το «γιατί» της. Και εν τέλει το σημείο τελείωσης της και η ετερότητα έντασης της ως βίωμα που διαφέρει «προκλητικά» από άνθρωπο σε άνθρωπο. Πραγματικά υπέροχος ο τίτλος του άρθρου, ο οποίος είναι γραμμένος από έναν μεγάλο Σέρβο, ακαδημαϊκό θεολόγο και φιλόσοφο τον άγιο Νικόλαο Βελιμίροβιτς, ενός ανδρός που κατά τον π. Αλέξανδρο Σμέμαν «καταλαμβάνει περίοπτη θέση μεταξύ εκείνων που εργάζονται για να κάνουν αιώνια την Ορθόδοξη πίστη».
Γράφει λοιπόν μεταξύ άλλων, μία τραγική αλήθεια ο άγιος Νικόλαος στο βιβλίο του: «Μα που είναι ο Χριστός; Μήπως έμεινε είκοσι αιώνες μακριά από μας; Μήπως στον Γολγοθά, μαζί με το σώμα Του, για πάντα σταυρώθηκε και το πνεύμα του;». Σαν να καλεί σε «απολογία» τον Θεό. όλοι θα περίμεναν πως ο Θεός, μπορεί στο χρόνο να απαντήσει και να λύσει. Όχι για να επιβεβαιώσει την αλήθεια και την αγιότητα Του, ούτε για να δώσει προβάδισμα στο καλό έναντι του κακού. Μα περισσότερο για ένα άλλο λόγο. Γιατί η πίστη σ’ Εκείνον καθώς στην ποίηση των δυνατών ως πραγμάτωση των ασύλληπτα διανοητικά αδυνάτων και αλλοίωση της τάξεως της φύσεως («όπου βούλεται Θεός νικάται φύσεως τάξις»).
Έχω την αίσθηση ότι στη ζωή της επίγειας αυτής αντίληψης, το θέλημα και η ελευθερία άλλοτε συμπλέκονται και άλλοτε εναρμονίζονται. Όταν συμπλέκονται τότε μπερδεύεται η ζωή του ανθρώπου. Και φυσικά τα «γιατί» αντί να ικανοποιούν απαντητικά την προσμονή της ελπίδας, αυξάνονται. Και τότε ο άνθρωπος γίνεται τραγικός. Ο φόβος μου είναι πως και ο Θεός καταντά «τραγικός». Ένας Θεός που δεν βαδίζει απλά αργά, αλλά δεν ησυχάζει στη ροή του χρόνου ως πλήρωση, την ανθρώπινη αγωνία και τραγικότητα. Όταν πάλι υπάρχει η αίσθηση της εναρμόνισης του θείου θελήματος με την αυτεξουσιότητα του ανθρώπου, εκεί σημειώνεται ο άνθρωπος να βιώνει τα «θέλω» του στο θέλημα του Θεού. Σ’ εκείνη δηλαδή την άγια συνάντηση της θέλησης και του θείου θελήματος. Της ελευθερίας και του σεβασμού στην ανθρώπινη ελευθερία εκ μέρους του Τριαδικού Θεού.
Κάποτε ρώτησα τον πνευματικό άνθρωπο που παλεύει με την αδιόρθωτη φύση μου: «Πάτερ από τη μία υπάρχει η ελευθερία του ανθρώπου και από την άλλη το θέλημα του Θεού». Και τον ρώτησα να μου απαντήσει κάτι που κανείς δεν κατάφερε να μου δώσει μία απάντηση εμπειρική, μία απάντηση αλήθειας. Οι περισσότεροι άρχισαν να δραπετεύουν από την ανασφάλεια που τους δημιουργούσε αυτό το ερώτημα. Και χαμογελώντας με αυτό το όμορφο χαμόγελο, μου λέει: «Το θέλημα του Θεού συμπίπτει με την ελευθερία του ανθρώπου. Κι ακριβώς αυτό είναι το σημείο συνάντησης όπου ο Θεός σέβεται αυτό που ποθεί και λαχταρά ο άνθρωπος και παράλληλα εκφράζεται αυτή η ανθρώπινη θέληση ως θείο θέλημα». Όμως γιατί δεν ικανοποιεί την αγωνία του ανθρώπου ο Θεός μέσα στην εκστατική ροή του χρόνου; Γιατί αφήνει αναπάντητες τις ικεσίες του ανθρώπου που πονά και αγωνιά στη σύγχρονη εποχή, περισσότερο από ποτέ; Γιατί;
Με έναν όμορφο τρόπο, ο άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς περιγράφει τον λόγο που ο Χριστός βαδίζει αργά. Γράφει λοιπόν ο ιερός πατήρ: «Και δύσκολος είναι ο δρόμος Του. Γι’ αυτό βαδίζει αργά. Μέσα από τις λακούβες αίματος, μέσα από το σκοτάδι των αμαρτιών, και μέσα από τα αγκάθια των ληστών Εκείνος πορεύεται. Είναι στενός ο δρόμος Του και πολλοί πεσμένοι αμαρτωλοί βρίσκονται στον γκρεμό και στις δύο πλευρές του δρόμου Του. Εκείνος πρέπει να σκύβει και στις δύο πλευρές, να τους σηκώνει και να τους τραβά πίσω Του και να περπατά προς τα μπρος. Γι’ αυτό βαδίζει αργά».
Ο σύγχρονος άνθρωπος που συνήθως είναι και άνθρωπος της μη υπομονής, καθώς οι καταστάσεις και η ταχύτατη εναλλαγή των γεγονότων στη ζωή του, του «απαγορεύουν» την άσκηση της υπομονής, απαιτεί τις περισσότερες φορές απαντήσεις και λύσεις. Ευχές κι άγιες ευλογίες που θα στολίσουν με ζωή την ζωή της μοναξιάς, του μαύρου και της άρνησης. Απαιτεί ακόμη κι από τον Θεό, στον Οποίο πιστεύει κι επικαλείται, να του απαντήσει και να μην τον αγνοεί. Δεν μπορώ να καταλάβω πολλές φορές αυτή την απάθεια ενός μεγάλου μέρους που πιστεύουν στον Θεό και Τον ευλαβούνται. Μία αναισθησία που καταντά προκλητική και σκανδαλώδης. Μα πως γίνεται να μην απιστούν; Αν ήξεραν τι σημαίνει πίστη, οι περισσότεροι σίγουρα είναι ήδη off. Πώς γίνεται να βιώνουν αυτή την απόλυτη εμπιστοσύνη και ηρεμία; Πώς δεν υπάρχουν στιγμές στη ζωή τους που θέλουν να «ραπίσουν» τον Χριστό, να θυμώσουν μαζί Του, να διαλεχτούν με προσευχητική διαμαρτυρία μαζί Του, να Τον αμφισβητήσουν;
Κάτι τέτοιο διαπιστώνω ολοένα και περισσότερο πως είναι αφύσικο. Είναι παράλογο. Και αρνούμαι επίμονα και επίπονα να συμφιλιωθώ με μία ζωή όπου απαθής θα δέχομαι κάθε τι ως θέλημα του Θεού, ακόμη και την προκλητική Του απουσία από τις φάσεις της ζωής. Δεν υπάρχει υγιής σχέση και οικείωση της στη φύση της φωτιάς διά του σεβασμού και της αγάπης, αν το σκοτάδι δεν δει λίγο φως. Αν το χρώμα δεν ερωτευτεί τον αέρα που κυλά στο ζωντανό και απαλό. Αυτή τη σχέση με τον Θεό (αναφορικά με την υγιή της σύλληψη, έκφραση και ολοκλήρωση) θα την παραλλήλιζα με τη σχέση ενός άνδρα και μιας γυναίκας που διαφωνούν, μαλώνουν και με ένταση ακόμη πολλές φορές, και χωρίζουν για λίγο. Για να τους σμίξει ξανά η αγωνία του άλλου, η απουσία του, η θέα της ομορφιάς του. Ο ότι ερίζω με Τον Θεό και Τον αμφισβητώ, δεν σημαίνει ότι αρνούμαι την ύπαρξη Του, την αλήθεια Του, την αγιοσύνη του, την τριαδολογική Του κοινωνία, την ευχαριστιακή Του αναφορά. Κι αυτή η πάλη με τον Θεό είναι φυσική αναζήτηση και ρήξη όταν δεν έχει ως κριτήριο της έκφρασης της τον εγωπαθή ναρκισσισμό και αυτοθελητισμό ως αισθησιοκρατική ζωαρχία.
Θυμάμαι τους λόγους του γέροντος Σωφρονίου του Έσσεξ που δεν διστάζει να τα βάλει με τον Θεό. Και αποτυπώνονταιμε τρόπο εμπειρικό και άκρως αποκαλυπτικό, αποκαλύπτοντας την ίδια στιγμήτην αγωνία και το θυμό του ανθρώπου που δεν συμβιβάζεται, αλλά αιωρείται μεταξύ γης και ουρανού, μεταξύ γνωστού και αγνώστου, μεταξύ αμφιβολιών και εμπιστοσύνης. Να λοιπόν τι γράφει ο γέροντας Σωφρόνιος: «…η πάλη αυτή παίρνει κατά καιρούς μέσα μου τον χαρακτήρα πάλης με τον ίδιο τον Θεό, παρόλη την συνείδηση της άκρας μηδαμινότητας μου.
Κάποτε προσεύχομαι με ήρεμο θρήνο, συχνά όμως ως παράφρων παλεύω, απαιτώ, ερίζω, σχεδόν γίνομαι βλάσφημος. Παρόλο τον θεόμαχο χαρακτήρα της ζωής μου, αγαπώ τον Θεό ως τα έσχατα της υπάρξεως μου και αφήνω σε Αυτόν την τελευταία κρίση, γιατί Αυτός διαθέτει απεριόριστες δυνατότητες πέρα από τα όρια αυτού του κόσμου». Και καταλήγει λέγοντας: «Παλεύω με τον Θεό, ερίζω μαζί Του, τον στενοχωρώ με την θρασύτητα μου στην πάλη για τα πεπρωμένα των ανθρώπων αλλά τελικά όποια κι αν είναι η μοίρα όλης της ανθρωπότητας , όλου τού κόσμου, όλης της κτίσεως, τον Θεό αγαπώ με μοναδική, αληθινή και αιώνια αγάπη». Ανάλογη και η αγωνία του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη που στην αναζήτηση του, αναφωνεί: «Πού είσαι, Κύριέ μου; Κρύφτηκες από την ψυχή μου και Σε ζητώ με δάκρυα».
Έχω την αίσθηση ότι ο μόνος που θα βυθίσει τον Εαυτό Του στα δάκρυα της αγωνισιακής κατάδυσης, είναι ο Ίδιος που βαδίζει αργά. Και οι άνθρωποι; Οι άνθρωποι δεν μιλούν στις σιωπές των άλλων; Φοβάμαι πως όχι. Άλλοι δεν θέλουν. Άλλοι δεν μπορούν. Άλλοι δεν δοκίμασαν. Δεν νομίζω ότι βυθίζονται στις αγωνίες και στους πόθους. Ίσως φοβούνται μήπως πνιγούν. Όχι επειδή δεν γνωρίζουν να σκιαγραφούν και να περιγράφουν τις θλίψεις του ανθρώπου. Περισσότερο γιατί δεν τις έζησαν. Δεν πάτησαν στο βόθρο που ευλόγησε το δυσώδες άρωμα. Ίσως επειδή οι ζωές τους τακτοποιήθηκαν νωρίς, χωρίς να αποκομίσουν τις εμπειρίες ενός ταξιδιού σαν εκείνο της Ιθάκης. Ίσως να μην κυλίστηκαν σε κάθε τι που σε κάνει να θες να ανασάνεις, να ζήσεις και να πεθάνεις με ησυχία. Ζωές που «κι έτσι πάνε και σβήνουνε όπως πάνε», όπως θα μας πει ο ανήσυχος ποιητής Κώστας Καρυωτάκης.
Δεν έχει σημασία αν αργά βαδίζει ο Χριστός. Ούτε αν αργά σε σηκώνει από το δρόμο όπου έπεσες. Ίσως να βαδίζει αργά, για να βαδίσεις ώριμα. Να τινάξεις πιο ελεύθερα τη σιωπή και το δάκρυ. Κι αν σου έλεγα πως αυτό το δάκρυ που σωπαίνει, πονάει, διστάζει και πενθεί; Τι θα μου έλεγες; Ίσως ότι θα φιλήσεις το δάκρυ. Ίσως ότι θες να αφήσεις την τελευταία σου πνοή στο δάκρυ αυτό. Έως πότε;
«Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος» (Ν. Καζαντζάκης)
Φιλέταιρος Ιακώβου
(filetairos@gmail.com)

Array

 

Δείτε όλα τα βίντεο στο WEBTV του trikalaola.grClick στην TV
Συγκεντρωμένα όλα ΕΔΩ