16.5 C
Trikala
Τρίτη, 7 Μαΐου, 2024

Ασκητική αίσθηση

«Μα κι ευθύς ως γεννηθούμε, αρχίζει και η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή. Κάθε στιγμή γεννιόμαστε. Γι’ αυτό πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία».
(Ασκητική, Καζαντζάκης)

- Advertisement -

Μόλις πατήσεις ένα κομμάτι στεριάς, έχεις τη βεβαιότητα πως η πάλη με τα κύματα του απροσδιόριστου, του αόριστου και συνάμα επικίνδυνου οριοθετικά, έχει λήξει ή έχει κοπάσει. Δεν γνωρίζεις τι θα συναντήσεις στη συνέχεια. Άλλοτε θέλεις μόνος να πατήσεις με τα γυμνά σου πόδια πάνω στο νερό της θάλασσας και άλλοτε θέλεις κάποιον δίπλα σου, όχι για να υπενθυμίζει την επιβεβαίωση του ποιος είσαι και ότι υπάρχεις χάριν εκείνου, αλλά περισσότερο για να μπορέσεις με μία άλλη δύναμη αγάπης να ξεπηδήσεις πιο αισιόδοξα στις αμφισημίες της ζωής.
Πάντως έχω την αίσθηση ότι είτε μόνος είτε ως μέρος της συμπλοκής με την αγάπη του άλλου, εκείνο που αντιμετωπίζεις δεν στροβιλίζει χορευτικά σε αμφίρροπες δυνάμεις υπακούοντας στα θέλω του εαυτού σου, αλλά τινάζεται πότε από εδώ και πότε από εκεί. Άλλοτε εντός κι εκτός. Άλλοτε εντός εκτός κι επί τα αυτά. Πάντως τινάζεται. Και μάλιστα πάνω στις γραμμές της πορείας που έχεις χαράξει με τη δική σου ελευθερία, το πιο όμορφο δώρο του Θεού στον άνθρωπο, του οποίου η αναγωγή όταν κινείται τελειωτικά, απομακρύνεται από το «ακαλλές» της ανθρώπινης φύσης, καθώς «γυμνωθείσα ήδη των εν αρχαίς αγαθών» κατά τον Κύριλλο Αλεξανδρέα. Εδώ ο ιερός πατήρ με όμορφες λέξεις αναφέρεται στην απώλεια της ομορφιάς, αυτού του κάλλους του παραδείσου. Στην ουσία αυτή η απύθμενη στη δίνη του χρόνου πορεία της ανθρώπινης φύσης, δεν είναι τίποτε άλλο παρά από την απώλεια του έρωτα.
Η αναφορική σχέση της συνεκτικής αυτής έλξης και οικείωσης του ενός μέρους προς το άλλο, σαρκώνει την οντολογική υπόσταση της αλήθειας που δεν είναι άλλα παρά μία σχέση ελεύθερης «εξάρτησης» από τον Τριαδικό Θεό και την αγάπη Του. Ο έρωτας αυτός ως στοιχείο της κοινωνίας με τον Θεό, άρχισε να αλλοιώνεται. Και η αλλοίωση αυτή έχασε την υπαρξιακή δυναμική του «συνέχειν». Ως αντίδωρο στην απώλεια της κοινωνίας του ανθρώπου με τον Πανάγαθο Δημιουργό του, δόθηκε η προσπάθεια του πόνου, της δοκιμασίας και των δακρύων. Κι αυτή δεν είναι άλλη από την ασκητική. Μία ευλογία για τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης Θεού – ανθρώπου και μία χάρη αγιαστική που νεκρώνει πάθη και αδυναμίες, καθώς έρχεται να θεώσει τον άνθρωπο με τη χάρη των μυστηρίων και να τον καταστήσει «κοινωνόν θείας φύσεως», όπως γράφει ο Απόστολος Πέτρος.
Μα περισσότερο νεκρώνει τον άσχημο και παλαιό εαυτό που μόνο η αγάπη του Θεού έχει την υπέροχη δυνατότητα να μεταμορφώσει στο όρος της θαβώρειας δόξης.
Μιλώντας για όλα, διαπιστώνεις πως όλα είναι θέμα έρωτα. Αν ο άνθρωπος ανέφερε αυτή την σχέση αγάπης προς τον Θεό, η αμαύρωση της κατ’ εικόνα παρουσίας του στο κάλλος του παραδείσου, δεν θα αναδείκνυε την ασκητική ως μέσο αγιασμού και σωτηρίας. Ως εικόνα επαναφοράς και αναφοράς στο αρχέτυπο. Και χρησιμοποιώντας τα ανθρώπινα για να προσδιορίσουμε τη σχέση Θεού και ανθρώπου, με θαυμασμό στεκόμαστε στους λόγους του Ιωάννη της Κλίμακος, καθώς γράφει πως «μακάριος όστις τοιούτον προς Θεόν εκτήσατο έρωτα, οίον μανικός εραστής προς την ερωμένην κέκτηται». Δηλαδή «μακάριος είναι εκείνος που απέκτησε τέτοιο πόθο προς τον Θεό, ωσάν αυτόν που έχει ο μανιώδης εραστής προς την ερωμένη του». Αδιαμφισβήτητα λοιπόν όταν ο έρωτας συνέχει, αναφέρει και τελειώνει θεοτικά και κατά χάριν το φθαρτό της φύσεως, η σχέση της οικείωσης του πολιτισμού της σάρκωσης και της πνευματικής ευωδίας ως μύρον θυμηατηρίου γλυκαίνει τα αισθητήρια της αφασίας και της απάθειας.
Η ασκητική είναι τέχνη. Όπως και η θεολογία που την υιοθετεί ως εκκλησιολογική πτυχή του σώματος της και την ολοκληρώνει ως γλυκασμό της ψυχής, ως ωραιότητα της αγάπης και ως σώμα εκ του σώματος της. Είναι που η ορθοδοξία κάνει αυτή την ασκητική αγιοταφική και όχι απλά μία προσπάθεια για την καταπολέμηση και την άρνηση. Αντιθέτως στέκει αγέρωχη και με αρχοντιά σοφίας και αγιοπνευματικής υιοθεσίας σαν αγιασμός. Εύστοχα λοιπόν τα λόγια του ακαδημαϊκού Χ. Σταμούλη που σε πρόσφατη μας συζήτηση ανέφερε πως «η ορθοδοξία μας είναι όμορφη και γενναία. Ας την χαρούμε λοιπόν τόσο σε ακαδημαϊκό όσο και σε εκκλησιολογικό επίπεδο».
Αυτή λοιπόν η ασκητική ως μέσο και πορεία συναδέλφωσης με τις αρετές των σιναϊτικών βράχων και της «κορωνίδος των οσίων» (κατά το μεγαλυνάριο) του οσίου Εφραίμ του Σύρου, δεν μισεί τα πάθη. Δεν πολεμάει να τα εξαφανίσει. Δεν πασχίζει να απομυθοποιήσει και να διαμονοποιήσει τις εξουσιαστικές τους επιρροές. Αντιθέτως μεταμορφώνει τα πάθη. Τα ντύνει με εκλεπτυσμένη διάκριση και στα δάκρυα της αποτυχίας, υπενθυμίζει πως η ανάσταση έρχεται ως πτώση του ειδεχθούς και ανάταση του. Η τέχνη αυτή της ασκητικής που ξεκινά από αγώνες με πολύ κόπο και αγώνα πνευματικό, διακρίνεται από την κακοτεχνία της ειδωλικής εικόνας του εαυτού που αντιστροφικά συνήθισε να αυτοϊκανοποιείται στην απύθμενη απώλεια της φύσης που εγκλωβίζει και νεκρώνει. Η άσκηση αυτή για να ευοδώσει καρπούς, έχει ανάγκη να συγκεντρώσει το νου σε αυτογνωσιακή ησυχία. Και η εργασία της ψυχής με ασκητική διάκριση, λεπτότητα και συναίσθηση της αμηχανίας του αυτοεγκλωβισμού σε χαοτικές εγωπαθείς δυνάμεις, έρχεται ως αυτεξούσια θέληση. Η καρποφορία δε των ασκητικών πόνων ως δωρεά Θεού.
Ιδιαίτερη ανάγκη για ασκητική ησυχία που συνάμα αποτελεί και αγώνα επανάστασης για τη μεταμόρφωση κι όχι το ξερίζωμα των παθών, έχει ο άνθρωπος της σύγχρονης εποχής. Μιας εποχής που μπερδεύει την αυτεξουσιότητα του και αντιστέκεται στην προοπτική του αγιασμού. Μιας εποχή που ο άνθρωπος δεν ένιωσε ποτέ πιο μόνος. Μόνος κι ας είναι διαρκώς μέρος ενός σώματος κοινωνικής διάστασης που παρόλα αυτά τον αποξενώνει και αρνείται εωσφορικά όχι μόνο την ένταξη του στην αληθινή κοινωνία σχέσης με τους συνανθρώπους, αλλά διακατέχεται απόλυτα από την τάση της απρόσωπης ιδιοσυγκρασιακής αφαίμαξης και ανάδειξης του ιδιαίτερου ευσεβιστικού προσωπείου που ηθικιστικά βιάζει τον πλούτο των αρετών του ορθόδοξου ανθρωπισμού.
Απόρροια αυτής της εωσφορικής μανίας είναι ο άνθρωπος να καταντά ένας αποχαυνωμένος τηλεθεατής των όσων διαδραματίζονται. Έτσι η μοναξιά του συντροφεύει την αγωνία του, όταν έχει την άνεση του χρόνου να αγωνιά και αν σκέφτεται με διαύγεια νου. Ποιο μόνος από ποτέ. Τι κι αν έχει δίπλα του τόσους ανθρώπους; Τι κι αν αγαπά; Τι κι αν ερωτεύεται; Είναι με άλλους και είναι μόνος. Ένα τραγικό αδιέξοδο που αναζητά την εικόνα του σαν την χαμένη ιδεολογία της φιλοσοφικής υπαρξιακής συνοχής. Ενδεικτικό αυτής της τραγικότητας της αυτοεξορίας εν τη υπάρξει του συνόλου, είναι κι ένας όρος που άκουσα για πρώτη φορά και με προβλημάτισε. Μα περισσότερο με καθήλωσε. Έναν όρο που χρησιμοποίησε φέτος ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών στο θείο κήρυγμα του στον Εσπερινό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Ιερά Μονή Κορμπόβου. Αναφερόμενος λοιπόν με ήσυχη και προσευχητική ευαισθησία στην μοναξιά του ανθρώπου, χρησιμοποίησε έναν όρο από το Γ’ Βασιλειών. Έναν όρο που είναι γραμμένος στον υπερθετικό του βαθμό, και που αναδεικνύει τη σοβαρότητα μα και την ολότητα της μοναξιάς στον εαυτό. «Και υπολέλειμμαι εγώ μονώτατος». Όχι απλά μόνος, αλλά μονώτατος. Η απόλυτη μοναξιά του εαυτού και η ολοκληρωτική απογύμνωση του στη χώρα του αχωρήτου όπου φαντάζει ως μη κατοικημένη από καμία άλλη ψυχή χώρα. Και αναφερόμενος ο Επίσκοπος μας στο θέμα της μοναξιάς του σύγχρονου ανθρώπου και στην κρίση αξιών, ανέφερε χαρακτηριστικά πως «οι σχέσεις όταν πάρουν αυτό που θέλουν, τότε σε αφήνουν μόνο, υπάρχει συμφέρον, ο άνθρωπος πονάει και νιώθει πολύ μόνος».
Οποιοδήποτε σύστημα, κοινωνικό, πολιτικό, ηθικό, προβάλλει την ασκητική ως ιδεολογία και ως μέσο απόκτησης μιας ήρεμης κατάστασης, ενός nirvana που ηρεμεί, γαληνεύει την ψυχή του ανθρώπου και την διαταράσσει ξανά αφού η πραγματικότητα της αλήθειας σαν άσκηση αυτοσυνειδησίας αφήνει μετέωρες τις αναζητήσεις του ανθρώπου που ακόμη δεν ξεκίνησε καν για την πνευματική του Ιθάκη. Η άσκηση έχει χρώματα, γεωγραφικά μέρη, θρησκευτικά στοιχεία και ηγέτες. Η ασκητική έχει Χριστό. Είναι αίσθηση πνευματικής φρεσκάδας που ζαλίζει την εκστατική ροή του χρόνου, τον καθηλώνει κι επιτρέπει στον άνθρωπο να ταξιδεύει λειτουργικά στο μυστηριακό τοπίο της μυσταγωγικής φύσης του στοιχείου της εκκλησίας. Ο χρόνος με το χθες συναρπαστικά απεγκλωβίζει όλες τις ανησυχίες, γιατρεύει όλα τα πάθη, παλεύει σε όλους τις πνευματικές μάχες. Με Σώμα και Αίμα δημιουργεί «καινόν άνθρωπον», με θυμίαμα προσευχής κοινωνεί με τον Τριαδικό Θεό και με αγάπη ζει στις ασυνέχειες της κοσμικής αφασίας. Κάθε ναός γίνεται ουρανός, αφού όπως ψάλλουμε στο απόστιχο του όρθρου της Παρακλητικής σε Γ΄ ήχο «εν τω ναώ εστώτες της δόξης σου, εν ουρανώ εστάναι νομίζομεν». Η ασκητική του ορθόδοξου ανθρωπισμού δεν αναλώνεται σε φιλοσοφικές ρητορείες και σχήματα και επ’ ουδενί δεν αποσκοπεί «στην παίδευση, η οποία κάνει τον άνθρωπο πραγματικά άνθρωπο», σύμφωνα με τον φιλόσοφο Αρίστιππο τον Κυρηναίο.
Η ασκητική της ορθόδοξης θεολογίας, έχει να κάνει με δράσεις που τίθενται στην υπηρεσία ενός «πολιτισμού προσευχής» και ενός ανώτερου προορισμού, όπως δίδασκε ο ορθόδοξος θεολόγος του Ινστιτούτου St. Sergius στο Παρίσι Olivier Clement. Η ασκητική αυτή έχει γεννηθεί στο χώμα και στην ερημιά. Στην αληθινή κοινωνία του ενός με τον Άλλον. Σαν κερί φωτίζει χωρίς να σβήνει, εποχές, προσευχητικούς αναστεναγμούς, επίπονες πνευματικές δοκιμασίες και δάκρυα αμαρτιών. Ησυχάζει στους θεοφόρους λόγους των Πατέρων της εκκλησίας και δίνει αίμα λαμβάνοντας πνεύμα όπως έλεγε ο αββάς Λογγίνος. Μα πάνω απ’ όλα ζει στην ησυχία με απάθεια και ωραιότητα έκφρασης. Δεν συμβάλλει στην αποδόμηση της ψυχής και του σώματος, αλλά αναδεικνύει την υψηλή πνευματική τους υφή και αγιάζει, κάτι που κανένα άλλο φιλοσοφικό, πολιτικό, κοινωνικό και ηθικό σύστημα και θρησκεία δεν πραγματώνει.
Η αισθητική της άσκησης συναρπάζει το δεδομένο της κτιστής φύσης και ως χωμάτινος όρος εισέρχεται στην περατότητα της αγιοπνευματικής διάστασης. Δεν δημιουργεί. Δεν ενώνει. Βιωματικά υπερβαίνει τα άρρητα και άδηλα, αφού σε κάθε χωροχρονική στιγμή, καθηλώνει την πεπερασμένη κτιστότητα της νοησιαρχικής αντίληψης στο στοιχείο του «συμπαρεκτεινομένου τη συστάσει του κόσμου διαστήματος» κατά τον Μ. Βασίλειο. Έτσι λοιπόν η πνευματική ζάλη του νου από την φιλοτεχνημένη και καλαίσθητη άσκηση της ησυχίας και της περισυλλογής, εκστατικά αρπάζει το όλον του ανθρώπου στο είναι του Θεού. Μία επίσκεψη ψυχικής ανάσας και ζωής, στη λεκτική ανέκφραστα θεία φύση, αφού σύμφωνα με τον Ιωάννη Δαμασκηνό «το θείον όλον ολικώς πανταχού ον και όλον υπέρ το παν».
Αφήνω να μιλήσει με ησυχία ο θείος λόγος του οσίου Εφραίμ του Σύρου όπου η ασκητική αίσθηση είναι αληθινή και ποθούμενη ζωή με θεϊκό έρωτα και αγάπη για την ησυχαστική φύση. «Εκαθήμην καταμόνας εν τόπω αθορύβω και ησύχω και υψηλώ, και εσκεπτόμην καθ’ εαυτόν και έλεγον τα του βίου τούτου, δηλαδή την μέριμναν, την σύγχυσιν, τον θόρυβον και δακρύσας διελογιζόμην προς εμαυτόν. Πως ο βίος ως σκιά παρέρχεται, και ως δρομεύς ταχύτατος φεύγει, και ως άνθος πρωϊνόν μαραίνεται. Και έλεγον λυπούμενος και στενάζων, πως παρέρχεται ο αιών ούτος αγνοούμεν, διατί είμεθα δεδεμένοι διά την χαυνότητα ημών εις πράγματα και λογισμούς απρεπείς; Ταύτα ενώ εμελέτων εν εμαυτώ, αίφνης εσήκωσα τους οφθαλμούς μου εις τον ουρανόν, και μου εφάνη ως εάν ήλθον εις έκστασιν, και φόβος μέγας επέπεσεν επ’ εμέ, και εθεώρουν διά των οφθαλμών της καρδίας μου τον Κύριον μετά πολλής δόξης καθήμενον και λέγοντα…ποίος πατήρ δίδει ζωήν ως εγώ, και με αφήκες ψυχή και επόθησας τον Αλλότριον και μισητόν;».
Ότι σον το κράτος και σου εστίν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Ηρακλής Αθ. Φίλιος
(iraklisf@theo.auth.gr)

Array

 

Δείτε όλα τα βίντεο στο WEBTV του trikalaola.grClick στην TV
Συγκεντρωμένα όλα ΕΔΩ