15.8 C
Trikala
Παρασκευή, 3 Μαΐου, 2024

Γιάννη, έφυγες… αλλά θα είσαι πάντα εδώ !

Δεν πρόλαβες το ξημέρωμα της Τρίτης, αγαπημένο μου αδερφάκι. Βιάστηκες κι εσύ να πάρεις τον μεγάλο δρόμο για να συναντήσεις τη μάνα μας, τα ξαδέρφια μας και τόσους άλλους συγγενείς που έφυγαν πολύ νωρίς από κοντά μας… Το απόγευμα της ίδιας μέρας, την ώρα που το άψυχο κορμί σου έφευγε από το σπίτι σου, πέρασε μια σκέψη απ’ το μυαλό μου: να μαζέψω τους φίλους σου και τα ξαδέρφια μας, να φτιάξουμε μια κομπανία και να τραγουδήσουμε αυτούς τους στίχους του Νίκου Καρανικόλα.

- Advertisement -

Χάρε μπαμπέση, σταυρωτή
γιατί μας το ’κανες, γιατί…
πήρες απ’ την παρέα μας
το πιο καλό παιδί !

Όμως, όπου και αν έστρεφα το βλέμμα μου, έβλεπα δακρυσμένους ανθρώπους που θρηνούσαν για τον πρόωρο χαμό σου και δεν το αποτόλμησα… Φοβήθηκα ότι εκείνη την ώρα κανένα στόμα δεν θα μπορούσε να βγάλει φωνή, παρά μόνον τον σπαραγμό για τον Γιάννη που έφευγε αξιοπρεπής και περήφανος, όπως ήταν και σε όλη τη ζωή του.

Κάθε άνθρωπος, από τους τόσους πολλούς που έσπευσαν να συμπαρασταθούν στη Μαρία και στα παιδιά σου, ζωντάνευε μνήμες μέσα μου. Βλέποντας το σπίτι σου και δίπλα σ’ αυτό το φτωχόσπιτο όπου μεγαλώσαμε, το σπίτι που έφτιαξαν με τόσες στερήσεις και δυσκολίες οι γονείς μας, θυμόμουν ένα σωρό πράγματα που ζήσαμε μαζί. Τώρα, έχετε φύγει πλέον όλοι απ’ αυτό το σπίτι και με αφήσατε μόνο μου, παρέα με τις φωτογραφίες σας και με πολλές αναμνήσεις…

Όλα όσα ζήσαμε μαζί ξετυλίγονταν ολοζώντανα και με μεγάλη ταχύτητα, σαν μία ταινία μπροστά μου. Κάποιες συμβουλές των γονιών μας, από αυτές που μας σημάδεψαν και διαμόρφωσαν τους χαρακτήρες μας, έρχονταν πάλι στα αυτιά μου. Άκουγα τη φωνή της μάνας μας να λέει: «θέλω να είστε πάντα αγαπημένοι, να φτύνει ο ένας και να γλείφει ο άλλος», έβλεπα ξανά κάποιες εικόνες από τότε που δουλεύαμε στις οικοδομές μαζί με τον πατέρα μας και θυμόμουν τα λόγια του: «να δουλεύετε με όρεξη και με μεράκι, χωρίς να κοιτάτε το ρολόι και αυτό που κάνετε, να το κάνετε σωστά…»

Σκούπιζα τα μάτια μου και, καθώς έβλεπα το διώροφο σπίτι σου, σκεφτόμουν ότι μόνον τα μπετά, τα κουφώματα, τα κάγκελα και τις ντουλάπες δεν έφτιαξες με τα χέρια σου, σε όλα τα υπόλοιπα είχες βάλει τον κόπο και το μεράκι σου. Έβλεπα τα παιδιά σου, την Κατερίνα και τον Βαγγέλη, να κλαίνε για τον χαμό σου και ήθελα να τα σφίξω στην αγκαλιά μου, να τους μιλήσω και να τους πω ότι πρέπει να νιώθουν πολύ περήφανα για τον πατέρα τους. Όμως, το ανέβαλα επειδή εσύ θα έφευγες και δεν ήθελα να τους στερήσω ούτε στιγμή από κοντά σου…

Έφυγες με το κεφάλι ψηλά, κάνοντας χιούμορ μέχρι την προτελευταία μέρα της ζωής σου. Κράτησες σαν επτασφράγιστο μυστικό την περιπέτεια της υγείας σου, επειδή δεν ήθελες να σε λυπούνται και να σου λένε ψεύτικα λόγια παρηγοριάς, καθώς απεχθανόσουν την υποκρισία του κόσμου. Ήσουν ένας από αυτούς που σκέφτονται πάντα τους άλλους και ποτέ τον εαυτό τους, ήσουν από αυτούς που όταν μοιράζουν ένα κομμάτι κρέατος δίνουν το ψαχνό στους άλλους και αυτοί γλείφουν το κόκκαλο…

Άφησες εντολή να αποτεφρωθείς και να μην ταφείς όταν πεθάνεις, πηγαίνοντας κόντρα σε θρησκευτικές και άλλες πεποιθήσεις, επειδή δεν ήθελες να σε φάνε τα σκουλήκια και επειδή ήθελες να είσαι πάντα κοντά στην οικογένειά σου. Δεν έσκυψες το κεφάλι και δεν δείλιασες ποτέ, δεν παρακάλεσες κανέναν και για τίποτα, δεν φόρεσες ποτέ την ταμπέλα του καινοτόμου και του επαναστάτη, αλλά είχες πάντα το θάρρος να υποστηρίζεις τις απόψεις σου, χωρίς να προκαλείς και με απόλυτο σεβασμό στις αντίθετες γνώμες, κερδίζοντας την αγάπη και την εκτίμηση των ανθρώπων που είχαν την τύχη να σε γνωρίσουν…

Ξέρω ότι έχεις μεγάλη και καλή παρέα εκεί που πήγες, Γιάννη μου. Στάθηκες λεβέντικα και πάλεψες με την καταραμένη αρρώστια, αλλά δεν κατάφερες να τη νικήσεις… Καταπίνω την πίκρα μου και ευχαριστώ τον Θεό που σε βοήθησε να φύγεις όπως ήθελες, αξιοπρεπής και περήφανος, χωρίς να ταλαιπωρήσεις ιδιαίτερα τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου και το αδερφάκι σου. Ήξερα καλά ότι δεν φοβόσουν τον θάνατο, αλλά τη μιζέρια και την ξεφτίλα, ήξερα ότι δεν ήθελες να μας βλέπεις σκυθρωπούς και λυπημένους. Κάναμε πέτρα την καρδιά μας, πνίξαμε τον πόνο μας και σταθήκαμε δίπλα σου όπως μας ήθελες εσύ, χαμογελαστοί μέχρι το τέλος. Νομίζω ότι δεν έχεις παράπονο, νιώθω πως όλοι κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να μην σου χαλάσουμε το χατίρι…

Να περιμένεις, Γιάννη μου. Ακόμα κι αν αργήσω, κάποτε θα ανταμώσουμε πάλι !

Δημήτρης Ε. Πετσέτας

Array

 

Δείτε όλα τα βίντεο στο WEBTV του trikalaola.grClick στην TV
Συγκεντρωμένα όλα ΕΔΩ