13.9 C
Trikala
Πέμπτη, 2 Μαΐου, 2024

Εικαστικές Τέχνες και παιδιά ή Όσα μας λένε τα παιδιά… ζωγραφίζοντας

Η  μορφή  της  ομορφιάς  και  το  σχήμα  της  ασχήμιας συμβάλουν  στην  παρουσίαση  ενός  θέματος  μέσα  από  διάφορες  οπτικές, καθώς και  στην  ανάπτυξη  ενδιαφέρουσας  διαλεκτικής. Ως ένα  ζωντανό  εργαστήρι  ιδεών,  δίνοντας  έναυσμα  για  νέους  προβληματισμούς  και  αναζητήσεις, αναδεικνύουν  την  υποκειμενικότητα  της  ομορφιάς  και  της  ασχήμιας, την  ιδιότυπη  σχέση  τους, τη  σύγκρισή  τους, την  αντιθετική  διαλεκτική  σχέση  της  απόλυτης  ομορφιάς…  Την  «παράξενη»  ισορροπία  όταν  συχνά  οι  δύο  αυτοί  πόλοι  μάχονται  μεταξύ  τους, και  ο  ένας  υπερισχύει  του  άλλου  ή  κατά  καιρούς  ταυτίζονται… Τη  συνεχή  διαφοροποίηση  των  εννοιών  του  ωραίου  και  του  άσχημου  μέσα  στην  εξέλιξη  της  ιστορίας  του  κόσμου!

- Advertisement -

Όμως πώς  μία  φωτογραφία  περιγράφει  μια  διαφημιστική  ιστορία; Διερευνώντας  καρέ-καρέ  τη  σχέση  μεταξύ  φωτογραφίας  και  διαφήμισης,  παρουσιάζονται  οι  σκέψεις  και  ο  προβληματισμός    για  τη  σύγχρονη  διαφήμιση, και  -μέσα  από  ξεχωριστά  case  studies-  μεταφέρονται  στο  κοινό  οι  εμπειρίες   από  την  οργάνωση – υλοποίηση  γνωστών και μη  διαφημίσεων, πράγματα που καταδεικνύουν  τον  συσχετισμό  της  εκπαίδευσης  με  τον  πολιτισμό, την  τεχνολογική  εξέλιξη  και  την  εικαστική  παιδεία.

Εξάλλου, σύμφωνα με τον Paul  Rand, graphic  designer, «η  Τέχνη  είναι  μια  ιδέα  που  βρήκε  την  τέλεια  οπτική  της  έκφραση.  Και  design  είναι  το  όχημα  μέσω  του  οποίου, αυτή  η  έκφραση  έγινε  δυνατή.  Η  Τέχνη  είναι  ουσιαστικό, αλλά  το  design  είναι  και  ουσιαστικό  και  επίθετο.  Η  Τέχνη  είναι  ένα  προϊόν  και  το   design  μια διαδικασία.  Το   design  είναι  το  θεμέλιο  όλων  των  τεχνών».

Και ο Walter  Gropius, ιδρυτής  του  Bauhaus συμπληρώνει πως «η  κατευθυντήρια  αρχή  μας  ήταν  πως  το  design  δεν  είναι  ούτε  μια  διανοητική, ούτε  μια  υλιστική  υπόθεση, αλλά  απλά  ένα  αναπόσπαστο  μέρος  του  υλικού  της  ζωής, αναγκαίο  για  τον  καθένα  σε  μια  πολιτισμένη  κοινωνία»,.

Ο Henri  Cartier-Bresson, φωτογράφος, τονίζει πως «το  να  φωτογραφίζεις, σημαίνει  να  αναγνωρίζεις-ταυτόχρονα  και  μέσα  σε  ένα  κλάσμα  του  δευτερολέπτου- τόσο  το  ίδιο  το  γεγονός, όσο  και  την  αυστηρή  οργάνωση  των  οπτικά  αντιληπτών  μορφών  που  του  δίνουν  νόημα.  Είναι, σαν  να  βάζεις  κάποιου  το  μυαλό, το  μάτι  και  την  καρδιά  στον  ίδιο  άξονα».

Όσο για τα παιδιά, η τέχνη  είναι  ο  δικός  τους  τρόπος  να  μας  πουν  «ευχαριστώ», «σ’ αγαπώ»  ή  «πρόσεξέ  με».  Η  ζωγραφική  είναι  η  γλώσσα  που  επιτρέπει  στα  παιδιά  να  εκφράζονται  ελεύθερα, να  στέλνουν  μηνύματα  και  να  επικοινωνούν  μαζί  μας  με  τους  δικούς  τους  όρους.  Ξέρουμε  άραγε  να  τη  «διαβάζουμε»;

Σπίτια  με  καναπέδες  που  καπνίζουν, ουράνια  τόξα  πάνω  από  μηλιές  φορτωμένες  με  κατακόκκινα  μήλα, παιδιά  πιασμένα  χέρι-χέρι  που  παίζουν  ανέμελα… Η  ζωή  είναι  μαγική  στις  ζωγραφιές  των  παιδιών.  Τα  παιδιά  που  βουτάνε  τα  δάχτυλα  στις  νερομπογιές, σκαλίζουν  την  υπογραφή  τους  σε  μια  άκρη  του  χαρτιού  και  μας  κοιτούν  με  μάτια  γεμάτα  προσμονή  μέχρι  να  ακουστεί  το  «μπράβο», συχνά  εκφράζονται  πιο  εύγλωττα  μέσα  από  τις  ζωγραφιές  τους  απ’  ό,τι  με  την  ομιλία.  «Παρατηρήστε  πόσο  σοβαρό  και  συγκεντρωμένο  είναι  ένα  παιδί  όταν  παίζει.  Εκείνες  τις  στιγμές  μεταμορφώνει  τον  κόσμο  γύρω  του.  Δεν  υποδύεται  τη  μητέρα  της  κούκλας  ή  τον  οδηγό  του  τρένου, είναι  η  μητέρα  ή  ο  οδηγός.  Αν  ο  κόσμος  μας  αξίζει  στο  βαθμό  που  μπορούμε  να  τον  αλλάξουμε, η  ταύτιση  του  παιδιού  με  το  ρόλο  του  είναι  τόσο  έντονη  ώστε  μεταμορφώνεται  σε  έναν  ‘επαναστάτη’  της  καθημερινότητας.  Μια  αντίστοιχη  με  το  παιχνίδι  λειτουργία  επιτελεί  και  το  παιδικό  σχέδιο.  Ακόμη  και  αν  σχεδιάσει  μια  απλή  μουτζούρα  ή  αφήσει  ένα  χρωματιστό  δακτυλικό  αποτύπωμα  στο  χαρτί, η  πράξη  αυτή  λειτουργεί  σαν  μια  γλώσσα.  Μια  γλώσσα  που  έχει  ταυτόχρονα  συναισθηματική  αξία, καθώς  επιτρέπει  την  έκφραση  θυμού, οργής, χαράς, αλλά  και  γνωσιακή, αφού  το  παιδί  ψηλαφεί, μορφοποιεί  κι  ανακαλύπτει  τον  κόσμο», εξηγεί  η  Καθηγήτρια  Ψυχολογίας  Φωτεινή  Τσαλίκογλου.  Για  τα  παιδιά, η  ικανότητά  τους  να  εκφραστούν  ζωγραφίζοντας, αντισταθμίζει  τις  ελλείψεις  τους  σε  έναν  κόσμο  φτιαγμένο  από  «μεγάλους».  Η  σπουδαία  ψυχαναλύτρια  Φρανσουάζ  Ντολτό  έγραψε  πως  «με  το  παιδικό  σχέδιο  αποκτάμε  πρόσβαση  στις  φαντασιακές  αναπαραστάσεις, στο  συναισθηματισμό  και  στην  εσωτερική  συμπεριφορά  του  υποκειμένου.  Με  αυτόν  τον  τρόπο  το  ίδιο  το  σχέδιο  μας  βοηθά  να  προσανατολίσουμε  τη  συζήτησή  μας  με  τα  παιδιά».  Μια  ζωγραφιά  λοιπόν  μπορεί  να  αποτελέσει  το  έναυσμα  μιας  συνομιλίας, δίνοντάς  μας  τη  δυνατότητα  να  καταλάβουμε  καλύτερα  τον  ψυχισμό  ενός  παιδιού.  Η  Μέλανι  Κλάιν  από  την  άλλη, πρωτοπόρος  της  ψυχανάλυσης  για  παιδιά, συνέδεσε  τη  λειτουργία  των  παιδικών  σχεδίων  με  αυτή  των  ονείρων, θεωρώντας  πως  και   στα  δύο  συμμετέχει  τόσο  το  συνειδητό  όσο  και  το  ασυνείδητο  επίπεδο  έκφρασης.  Πώς  μπορούν  όμως  οι  ενήλικες  να  καταλάβουν  τι  λένε  τα  παιδιά  τους  όταν  «μιλούν»  με  τους  μαρκαδόρους μια  ιδιαίτερη  γλώσσα;

Αν η γραμματική και το συντακτικό  μας  βοηθούν  να  επικοινωνήσουμε  με  τους  γύρω  μας, στην  περίπτωση  της  ζωγραφικής  ως  «γλώσσας  των  παιδιών», οι  κανόνες… δεν  υπάρχουν.  Γιατί  κάθε  παιδί  αποτυπώνει  στο  χαρτί  τα  συναισθήματα  και  τις  εντυπώσεις  του  όπως  τα  βιώνει  το  ίδιο, στο  δικό  του  εσωτερικό, ευαίσθητο  κόσμο.  Είμαστε  καταδικασμένοι  λοιπόν  να  χανόμαστε  στη  μετάφραση  όταν  κοιτάζουμε  τα  παιδικά  σχέδια;  Η  Επίκουρη  Καθηγήτρια  Παιδαγωγικής, Ηρώ  Μυλωνάκου-Κεκέ, αναλύει  πως  «παρόλο  που  κάθε  παιδί  εκφράζεται  διαφορετικά  όταν  ζωγραφίζει, ανάλογα  με  την  ηλικία  και  στο  στάδιο  ανάπτυξης, μπορούμε  να  διακρίνουμε  ορισμένα  κοινά  χαρακτηριστικά  στα  παιδικά  σχέδια.  Για  παράδειγμα, μέχρι  την  ηλικία  των  3-4  ετών  τα  παιδιά  περνούν  το  στάδιο  του  πειραματισμού, γι’ αυτό  στα  σχέδιά  τους  συναντάμε  τυχαίες  μουτζούρες  ενώ, προς  το  τέλος  της  φάσης  αυτής, το  παιδί  προσδίδει  πια  στα  σχέδιά  του  ‘ταυτότητα’  κι  αρχίζει  να  αποτυπώνει  γενικές  μορφές».  Ακόμη  λοιπόν  και  οι  φαινομενικά  άναρχες  ζωγραφιές  των  παιδιών  στα  πρώτα  στάδια  της  ζωής  τους  «έχουν  μια  αισθησιοκινητική  σημασία.  Μέσα  από  αυτές, μπορούμε  να  αντιληφθούμε  τις  εσωτερικές  αναπαραστάσεις  τους, την  ανάπτυξη  των  γνωστικών  λειτουργιών, τις  αντιληπτικές  και  κινητικές  δεξιότητες, αλλά  και  τα  εναύσματα  του  περιβάλλοντος  ή  την  ικανότητα  οπτικής  μνήμης  τους», συμπληρώνει  η  Φωτεινή  Τσαλίκογλου.

Η  ανάγκη  μας  να  καταλάβουμε  καλύτερα  τα  παιδιά, να  τα  ακούσουμε  όταν  τα  ίδια  δεν  μπορούν -ή  δεν  θέλουν-  να  μιλήσουν, έστρεψε  τους  ειδικούς, ήδη  από  τα  τέλη  του  19ου  αιώνα, στη  μελέτη  των  παιδικών  σχεδίων.  Στις  αρχές  της  δεκαετίας  του 1950  ο  ψυχολόγος  Χελς  συνέλαβε  την  ιδέα  ενός  τεστ  με  βάση  τη  ζωγραφική.  Η  ιδέα  ήταν  απλή: ζητώντας  από  ένα  παιδί  να  ζωγραφίσει  την  οικογένειά  του, χωρίς  να  του  δώσει  περαιτέρω  οδηγίες, ο  ειδικός  μπορεί  να  αντιληφθεί  τη  σχέση  του  παιδιού  με  τον  εαυτό  του  και  με  την  οικογένειά  του.  «Μέσα  από  την  κινητοποίηση  του  μηχανισμού  της  προβολής  το  παιδί  ωθείται  να  εκφράσει  ζωγραφίζοντας  εμπειρίες  που  βίωσε  μέσα  στην  οικογένειά  του.  Είτε  αυτές  είναι  πραγματικές  είτε  φανταστικές», λέει  η  Φωτεινή  Τσαλίκογλου.  Αν  μέχρι  σήμερα  οι  ζωγραφιές  του  παιδιού  σας  ήταν  ένα  όχημα  για  να  ταξιδέψετε  σε  κόσμους  ονειρικούς  κι  άφθαρτους, ήρθε  η  στιγμή  να  τις  αντικρίσετε  από  μια  διαφορετική  οπτική  γωνία. «Για  να  ‘διαβάσουμε’  τη  σχεδιαστική  απεικόνιση  της  οικογένειας  παρατηρούμε  κυρίως  με  ποιον  τρόπο  σχεδιάζονται  τα  μέλη  κι  αν  υπάρχει  κάποιο  πρόσωπο  που  επενδύεται  μέσα  στο  σχέδιο  πολύ  περισσότερο  από  τα  υπόλοιπα  -ή  πολύ  λιγότερο», εξηγεί  η ίδια  καθηγήτρια.  Υπεραξιολογημένο  είναι  το  πρόσωπο  που  κατέχει  κεντρική  θέση  στο  χώρο  του  σχεδίου, οι  διαστάσεις  του  οποίου  υπερτερούν  σε  σχέση  με  των  υπολοίπων, όπως  συχνά  απεικονίζεται  μια  μητέρα  ή  ένας  πατέρας  δυσανάλογα  ψηλοί, και  είναι  σχεδιασμένο  με  περισσότερες  λεπτομέρειες  από  τα  υπόλοιπα  μέλη. Η  Φωτεινή  Τσαλίκογλου  επισημαίνει  πως  «το  υπεραξιολογημένο  πρόσωπο  δεν  συνιστά  απόδειξη  μιας  θετικής  ή  αρνητικής  σχέσης  με  το  παιδί.  Δείχνει  όμως  ότι  το  πρόσωπο  αυτό  αποτελεί  για  το  παιδί  πόλο  έλξης  του  ενδιαφέροντος  και  των  συναισθηματικών  του  επενδύσεων  κι  ενδεχομένως  μοιράζεται  μαζί  του  μια  έντονη  σχέση. Μπορεί  το  παιδί  να  βιώνει  απέναντι  σε  αυτό  το  μέλος  αλληλοσυγκρουόμενα  συναισθήματα  αγάπης  και  μίσους, έλξης  και  απώθησης». Από  την  άλλη, μπορούμε  να  εντοπίσουμε  στις  παιδικές  ζωγραφιές  ένα  μέλος  του  οποίου  η  απεικόνιση  είναι  υποβαθμισμένη  σε  σχέση  με  των  υπολοίπων.  Είναι  το  πρόσωπο  που  ζωγραφίζεται  πάντα  τελευταίο, κατέχει  μια  περιθωριακή  θέση  στο  χώρο  και  οι  διαστάσεις  του  είναι  μικρότερες  από  εκείνες  των  υπόλοιπων  μελών.  Ένα  μικροσκοπικό  αδερφάκι, στριμωγμένο  στην  άκρη  του  χαρτιού, μια  φιγούρα  που  σχεδιάζεται  με  λιγότερα  χρώματα  ή  λεπτομέρειες  από  ό,τι  οι  υπόλοιπες  είναι  ενδεικτικές  αποτυπώσεις  του  υποβαθμισμένου  προσώπου.  Κάποιες  φορές  ένα  πρόσωπο  ίσως  δεν  αναπαρίσταται  καθόλου  ενώ  δεν  είναι  σπάνιο  το  υποβαθμισμένο  πρόσωπο να  είναι  το  ίδιο  το  παιδί.

Αν  το  παιδί  ζωγραφίσει…τον  εαυτό  του  κοντά  σε  κάποιο  άλλο  πρόσωπο, ίσως  εκφράζει  την  επιθυμία  του  να  βρίσκεται  κοντά  σε  αυτό  το  πρόσωπο  ή  να  λαμβάνει  περισσότερη  προσοχή  από  αυτό. Τον  εαυτό  του  ανάμεσα  στους  γονείς, τότε  μάλλον  είναι  ένα  υπερπροστατευμένο  παιδί  ή  ένα  παιδί  που  επιζητά  περισσότερη  προσοχή  από  τους  γονείς  του. Τον  εαυτό  του  μακριά  από  όλους  τους  άλλους, τότε  ή  νιώθει  απομονωμένο  από  την  ομάδα  (ή  ίσως  και  να  το  επιθυμεί)  ή  είναι  συναισθηματικά  συνεσταλμένο, αποθαρρυμένο  και  βιώνει  την  απόρριψη  της  οικογένειας. Τον  εαυτό  του  με  μεγάλο  μέγεθος, τότε  νιώθει  δυνατό  ή  ενδεχομένως  εκδηλώνει  επιθετικότητα. Τον  εαυτό  του  με  μικρό  μέγεθος, τότε  μπορεί  να  βιώνει  αισθήματα ασημαντότητας, ανεπάρκειας, ανικανότητας  ή  ανασφάλειας.

Τον  εαυτό  του  υπερυψωμένο  σε  σχέση  με  τα  υπόλοιπα  μέλη  της  οικογένειας, υποδηλώνεται  ο  αγώνας  για  κυριαρχία  και  προσοχή.  Αν  σχεδιάσει  ανυψωμένο  κάποιο  άλλο  μέλος  της  οικογένειάς  του, αντιλαμβάνεται  πως το  πρόσωπο  αυτό  έχει  ιδιαίτερη  δύναμη  ή  κυριαρχία. Την  οικογένειά  του, παραλείποντας  κάποιο  μέλος, τότε  μπορεί  να  αδυνατεί  να  εκφράσει  άμεση  εχθρότητα  προς  το  πρόσωπο  αυτό  ή  να  του  προξενεί  άγχος  και  φόβο. Μεγάλα  σε  μήκος  χέρια  σε  ένα  από  τα  πρόσωπα  της  οικογένειας, τότε  μπορεί  να  το  θεωρεί  ένα  απορριπτόμενο  ή  απειλητικό  άτομο.  Αν  ζωγραφίσει  στον  εαυτό  του  μεγάλα  χέρια  μπορεί  το  ίδιο  να  νιώθει  απόρριψη  ή  να  έχει  ανάγκη  για  απομόνωση.

Βοηθήστε  τα  παιδιά να  εκφραστούν. Κι  αν  αυτά  είναι  τα  βασικά  στοιχεία  που  αξιολογούν  οι  ειδικοί, οι  ζωγραφιές  των  παιδιών  μοιάζουν  με  μια  ανεξάντλητη  πηγή  πληροφοριών  για  τα  συναισθήματα, τα  όνειρα  και  τα  τραύματά  τους.  Έντονα  χρώματα, μικρά  ή  μεγάλα  διαστήματα  λευκού, οικογένειες  πιασμένες  από  το  χέρι  ή  φιγούρες  που  μαγειρεύουν, χορεύουν  και  βλέπουν  τηλεόραση, είναι λίγα μόνο από τα στοιχεία που μπορεί να μεταφέρουν πληροφορίες για τον εσωτερικό πλούτο ενός παιδιού. Αρκεί να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στην «εξόρυξή» του γιατί είναι ανεύθυνο και επικίνδυνο να πιστέψουμε πως με βάση μερικές ζωγραφιές ενός παιδιού, μπορούμε να ερμηνεύσουμε το ίδιο και πως αντιμετωπίζει το περιβάλλον του. Οι  ζωγραφιές είναι  ένα  συμπληρωματικό  εργαλείο  για  τους  ειδικούς, όταν  καλούμαστε  να  αξιολογήσουμε  την  προσωπικότητα  και  τον  συναισθηματικό  κόσμο  του.  Πολλές  φορές  οι  γονείς  ανησυχούν  γιατί  το  παιδί  τους  ζωγραφίζει  μόνο  με  μαύρο  μαρκαδόρο, ή  γιατί  ζωγραφίζει  τον  ευατό  του  απομακρυσμένο  από  τα  υπόλοιπα  μέλη…  Τις  περισσότερες  φορές  ανησυχούν  άδικα!  Το  μόνο  που  πρέπει  να  κάνουν  οι  γονείς  είναι  να  ενθαρρύνουν  το  παιδί  τους  να  ζωγραφίζει, να  του  παρέχουν  όσα  υλικά  τούς  ζητά  και  να  το  συντροφεύουν  διακριτικά, δηλώνοντας  με  την  παρουσία  τους  ότι  είναι  δίπλα  του, αποφεύγοντας  τις  εικαστικές  παρατηρήσεις  ως  άλλοι  κριτικοί  τέχνης!», συμβουλεύει  η  Ηρώ  Μυλωνάκου-Κεκέ.

Στην  εποχή  των  «μελανών»  προβλέψεων, της  «γκρίζας»  καθημερινότητας  και  των  «μαύρων»  συναισθημάτων  οι  γραμμές  των  παιδικών  χεριών  μάς  θυμίζουν  πως  πάντα  υπάρχει  χρόνος  για  στιγμές  ξενοιασιάς.  Ας  σταθούμε  δίπλα  τους  κι  ας  τα  παροτρύνουμε  να  εκφραστούν  δημιουργικά.  Θα  ανακαλύψουμε  πως  η  ευτυχία  ή  οι  οικογενειακοί  δεσμοί  πολλές  φορές  μπορούν  να  τροφοδοτηθούν  με  εργαλεία  απλά… όπως  ένα  χρωματιστό, ξύλινο  μολύβι  ή  ένα  πινέλο.

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.)

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

«Πρώιμες σχέσεις, συσχετίσεις και ιδεολογικές ανταλλαγές μεταξύ φασισμού-κομμουνισμού»

Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Βυζαντινής Ιστορίας απ΄ το Α.Π.Θ.)

Ο  Τζέφρυ  Χέρφ  στην   εργασία  του  «Αντιδραστικός  Μοντερνισμός»  έχει  αποκαλύψει  ένα  από  τα  ισχυρότερα  ιδρυτικά  στοιχεία  του  φασιστικού  φαινομένου, μέσω  του  οποίου  ο  φασισμός  ενδημεί  στις  βλέψεις, στις  προσδοκίες  και  στα  οράματα  του  σημερινού  «μαζο-ατόμου»  και  των  ψυχοδυναμικών  του  δεσμεύσεων: «Ο  φασισμός  στην  Ευρώπη  και  ο  εθνικοσοσιαλισμός  στη  Γερμανία», γράφει, «υπόσχονταν  ομορφιά, αισθητική  μορφή  και  πνευματική  ενότητα  του  έθνους, στη  θέση  του  υλισμού, του  θετικισμού  και  του  άμορφου, άψυχου  και  χαοτικού  φιλελευθερισμού.  Η  ψυχή  θα  μπορούσε  να  εκφραστεί  στο  πολιτικό  όραμα  και  τον  συμβολισμό  του  έθνους  και  όχι  στις  διχαστικές  κοινωνικές  τάξεις  και  τα  συμβιβαστικά  κοινοβούλια».

Η  λέξη  φασίστας  είναι  μια  από  τις  πιο  πολυχρησιμοποιημένες  υποτιμητικές  πολιτικές  εκφράσεις, και  συνήθως  υποδηλώνει  «τον  βίαιο», «τον  κτηνώδη», «τον  καταπιεστικό»  ή  «τον  δικτατορικό».  Αν  όμως  φασισμός  δεν  σημαίνει  τίποτε  περισσότερο  απ’ αυτό, τότε  τα  κομμουνιστικά  καθεστώτα, για  παράδειγμα, θα  έπρεπε  πιθανόν  να  ενταχθούν  στην  κατηγορία  των  πιο  φασιστικών  καθεστώτων, αποστερώντας  έτσι  τη  λέξη  από  κάθε  χρήσιμο  προσδιορισμό.

Έχει  συχνά  ειπωθεί από τους ιστορικούς ερευνητές ότι  οι  φασιστικές  ιδέες  πηγάζουν  από  την  αντίθεση  προς  το  Διαφωτισμό  ή  «τις  ιδέες  του  1789», ενώ  στην   πραγματικότητα  ήταν  άμεσο  υποπροϊόν  κάποιων  όψεων  του  Διαφωτισμού, και  ειδικότερα  προέρχονταν  από  τις  μοντέρνες, εκκοσμικευμένες, προμηθεϊκές  αντιλήψεις  του  18ου  αιώνα.  Ουσιαστικά, η  απόκλιση  των  φασιστικών  ιδεών  από  συγκεκριμένες  πλευρές  της  σύγχρονης  κουλτούρας  έγκειται  στην  απόρριψη  του  ορθολογισμού, του  υλισμού  και  του  εξισωτισμού-που  αντικαθίσταται  από  τον  φιλοσοφικό  βιταλισμό, τον  ιδεαλισμό  και  τη  μεταφυσική  της  βούλησης, ιδέες  εγγενώς  νεωτερικές.  Οι  φασίστες  φιλοδοξούσαν  να  αναβιώσουν  αυτό  που  θεωρούσαν  ότι  αποτελεί  την  αληθινή  ουσία  της  ανθρώπινης  φύσης  (αρχικά  έννοιες  του  18ου  αιώνα  και  αυτές), σε  αντίθεση  με  την  απλοποιητική  κουλτούρα  του  σύγχρονου  υλισμού  και  του  δειλού  εγωκεντρισμού.

Οι  φασίστες  εξέφραζαν  την  ανησυχία  για  την  παρακμή  στην  κοινωνία  και  την  κουλτούρα, που  διευρυνόταν  διαρκώς  από  τα  μέσα  του  19ου  αιώνα.  Πίστευαν  ότι  η  παρακμή  θα  μπορούσε  να  αναχαιτιστεί  μόνο  μέσω  μιας  νέας  επαναστατικής  κουλτούρας  καθοδηγούμενης  από  νέες  ελίτ, που  θα  αντικαθιστούσαν  τις  παλιές  ελίτ  του  φιλελευθερισμού, του  συντηρητισμού  και  της  Αριστεράς.

Λέγεται  συνήθως  ότι  ο  φασισμός  είναι  εξ  ορισμού  επεκτατικός  και  ιμπεριαλιστικός, αλλά  κάτι  τέτοιο  δεν  διαφαίνεται  από  τη  μελέτη  των  διαφόρων  φασιστικών  προγραμμάτων. Τα  περισσότερα  φασιστικά  κινήματα  ήταν  πράγματι  ιμπεριαλιστικά, αλλά  όλες  οι  μορφές  πολιτικών  κινημάτων  και  κοινωνικών  συστημάτων  έχουν  παραγάγει  ιμπεριαλιστικές  πολιτικές, ενώ  από  την  άλλη  μεριά, πολλά  φασιστικά  κινήματα  δεν  ενδιαφέρονταν  ή  και  απέρριπταν  καινούργιες  ιμπεριαλιστικές  φιλοδοξίες.  Τα  κινήματα  που  εμφανίστηκαν  σε  κράτη  που  είχαν  ικανοποιήσει  τις  εθνικές  ή  ιμπεριαλιστικές  τους  βλέψεις  ήταν, σε  γενικές  γραμμές, περισσότερο  αμυντικά  παρά  επιθετικά.  Εντούτοις, όλα  επεδίωκαν  μια  νέα  τάξη  στην  εξωτερική  πολιτική, καινούργιες  σχέσεις  και  συμμαχίες  με  τα  σύγχρονά  τους  κράτη  και  δυνάμεις και  μια  καινούργια  θέση  για  τα έθνη  τους,  τόσο  στην  Ευρώπη  όσο  και  στον  κόσμο.  Μερικά  ήταν  ανοιχτά  προσανατολισμένα  προς  τον  πόλεμο, ενώ  άλλα  απλώς  επικροτούσαν  τις  πολεμικές  αξίες  χωρίς  να  έχουν  επιθετικές  βλέψεις  προς  τα  έξω.  Τα  τελευταία  αναζητούσαν  μερικές  φορές  έναν  χώρο  πολιτιστικής  ηγεμονίας  ή  άλλες  μη  στρατιωτικού  τύπου  μορφές  κυριαρχίας.

Η  καινοφανής κι ενθουσιώδης ατμόσφαιρα  των  φασιστικών  συγκεντρώσεων  έκανε  εντύπωση  σε  πολλούς  παρατηρητές  κατά  τη  διάρκεια  του 1920  και  του 1930.  Όλα  τα  μαζικά  κινήματα  χρησιμοποιούν  σύμβολα  και  ποικίλα  συναισθηματικά  εφέ, και  είναι  σχετικά  δύσκολο  να  καταδείξουμε  ότι  η  συμβολική  δομή  των  φασιστικών  συγκεντρώσεων  ήταν  τελείως  διαφορετική  από  αυτή  των  άλλων  επαναστατικών  ομάδων.  Αυτό  όμως  που  φαίνεται  τελείως  διαφορετικό  είναι  η  μεγάλη  έμφαση  στις  συγκεντρώσεις, τις  πορείες, τα  οπτικά  σύμβολα, τις  τελετές  και  τις  τελετουργίες, που  είχαν  κεντρική  σημασία  και  λειτουργικότητα  για  τη  φασιστική  δραστηριότητα  και  πήγαιναν  πολύ  πιο  πέρα  από  την  αντίστοιχη  των  αριστερών  επαναστατικών  κινημάτων.  Ο  στόχος  ήταν  ο  συμμετέχων  να  περιβληθεί  από  το  «μυστήριο»  και  την  κοινότητα  της  τελετουργίας  που  απευθυνόταν  τόσο  στην  αισθητική  και  την  πνευματική  του  αίσθηση, όσο  και  στην  πολιτική.

Η  εποχή  των  παγκόσμιων  πολέμων  από  το  1914  έως  το  1945  αποτέλεσε  την  πιο  έντονη  περίοδο  παγκοσμίων  συγκρούσεων  καθώς  επίσης  και  ενδοκρατικών  πολιτικών  και  κοινωνικών  διαμαχών  στη  σύγχρονη  ιστορία.  Η  κυοφορία  πολλών  από  τις  δυνάμεις  που  συνέβαλαν  στη  γέννηση  αυτών  των  συγκρούσεων  ήταν  μακροχρόνια, καλύπτοντας  όλη  τη  διάρκεια  του  18ου  και  του  19ου  αιώνα.  Τέτοιες  δυνάμεις  ήταν  ο  εθνικισμός, ο  ιμπεριαλισμός, ο  σοσιαλισμός, ο  κομουνισμός  και  ο  αναρχισμός.  Μόνο  μία  από  τις   καινούργιες  πολιτικές  δυνάμεις, ο φασισμός, ήταν  νεόκοπη  και  φαινομενικά  πρωτότυπη, ένα  προϊόν  της  ίδιας  της  σύγκρουσης  των  γενεών.  Αλλά  καμιά  μεγάλη  πολιτική  δύναμη  δεν  γεννιέται  ξαφνικά, χωρίς  μια  προηγούμενη  ανάπτυξη.  Οι  ρίζες  του  φασισμού  βρίσκονται  στους  νεωτερισμούς  του  τέλους  του  19ου  αιώνα  και  των  αρχών  του  20ού, και  ιδιαίτερα  στα  καινούργια  δόγματα  και  αντιλήψεις  που  παρήγαγαν  οι  πολιτιστικές  αλλαγές  της  δεκαετίας  του  1890, καθώς  και  των  αμέσως  επόμενων  χρόνων. Έτσι, ακόμη  και  ένας  τόσο  νηφάλιος  και  ορθολογικά  αναλυτικός  κοινωνιολόγος  όπως  ο  Μαξ  Βέμπερ, ήταν  δυνατό  να  στρέφεται  προς  ένα  νέο  είδος  χαρισματικής  ηγεσίας  ως  μια  εναλλακτική  λύση  στην  αγκύλωση  της  κυβέρνησης  από  τη  γραφειοκρατική  μετριοκρατία.

Η  επαναστατική  αναθεώρηση  του  μαρξιστικού  δόγματος  προσέφερε  νέες  μη  ορθολογικές  προσεγγίσεις  στην  κοινωνική  κινητοποίηση  και  στην  οργάνωση  των  συνδικάτων, οι  οποίες  τόνιζαν  τη  σημασία  των  μύθων, των  συμβόλων, των  συναισθηματικών  εκκλήσεων, και  ιδιαίτερα  της  βίας.  Πριν  το  1900, ο  ευρωπαϊκός  μαρξισμός  είχε  σχεδόν  καθ’  ολοκληρίαν  υιοθετήσει  τη  μορφή  των  σοσιαλδημοκρατικών  κομμάτων  που  ήταν  όλο  και  περισσότερο  προσαρμοσμένα  στον  φιλελεύθερο  κοινοβουλευτισμό  και  σε  μια  de  facto  εξελικτική  πολιτική.  Αμέσως  μετά  το  γύρισμα  του  αιώνα, αυτή  η  συναίνεση  αμφισβητήθηκε  από  πολλές  μεριές.  Σε  μερικές  περιοχές  της  Κεντρικής  και  της  Ανατολικής  Ευρώπης, η  νέα  γενιά  των  επαναστατών  ηγετών  επέμεναν  ότι  ο  σοσιαλισμός  θα  πρέπει  να  προσανατολιστεί  προς  την  επαναστατική  δράση, να  γίνει  λιγότερο  εξελικτικός  και  «απλώς  δημοκρατικός», και  να  προετοιμαστεί  για  τη  βίαιη  καταστροφή  και  αντικατάσταση  του  καπιταλισμού.  Από  αυτούς  τους  ηγέτες, μόνο  ο  Λένιν  απέρριπτε  πλήρως  το  σοσιαλδημοκρατικό  πλαίσιο, και  όλοι  διατηρούσαν  στη  θεωρία  το  οικουμενικό  σχήμα  και  την  ορθολογική, υλιστική  οργάνωση  του  μαρξισμού.

Ο  Λένιν  δοκίμασε  μία  σειρά  από  επιτυχημένα  πειράματα  για  αυταρχικά  πολιτικά  κινήματα: τη  μαζική  χειραγώγηση  του  πλήθους  και  της  κοινής  γνώμης  με  την  πιο  ακραία  και  ανεύθυνη  δημαγωγία, που  συχνά  βασιζόταν  ολοκληρωτικά  σε  ανακρίβειες.  Την  τεχνική  του  πραξικοπήματος, δηλαδή  την  κατάκτηση  της  εξουσίας  κατευθείαν  μέσω  της  ένοπλης  δύναμης. Τη  μονοκομματική  δικτατορία. Την  προσπάθεια  ολοκληρωτικού  ελέγχου  όλων  των  θεσμών.  Την  επιτυχημένη  λατρεία  της  προσωπικότητας  και  του  χαρισματικού  δικτάτορα, που  εγκαινιάστηκε  μετά  την  παρά  λίγο  επιτυχημένη  δολοφονική  απόπειρα  εναντίον  του  Λένιν  τον  Σεπτέμβριο  του  1918. Τη  δικτατορία  που  βασιζόταν  στον  ολοκληρωτικό  οπορτουνισμό, που  προσέθετε  ή  αφαιρούσε  βασικά  προγραμματικά  της  γνωρίσματα  ή  πολιτικές  από  καιρού  εις  καιρόν  ανάλογα  με  τις  ανάγκες.  Την  εισαγωγή  των  συστηματικών  μαζικών  δολοφονιών  και  της  μαζικής  τρομοκρατίας, με  τη  θεσμοποίηση  των  στρατοπέδων  συγκέντρωσης  για  πολιτικούς  κρατουμένους  και  την  εισαγωγή, σε  μεγάλη  έκταση, της  καταναγκαστικής  εργασίας  σε  συνδυασμό  με  τις  πολιτικές  εξόντωσης. (Της  ακραίας  βίας  των  μπολσεβίκων  είχε  προηγηθεί  μία  δεκαετία  πριν  από  ένα  εξαιρετικό  κύμα  τρομοκρατίας  από  την  επαναστατική  Αριστερά, μεταξύ  του  1905  και  του  1910, που  θύματά  της  έπεσαν  σχεδόν  δεκαεφτά  χιλιάδες  άτομα, από  τα  οποία  οι  μισοί  σκοτώθηκαν.  Αυτή  η  μαζική  τρομοκρατία  κλιμακώθηκε  αφότου, και  όχι  πριν, το  τσαρικό  καθεστώς  ξεκίνησε  τη  φιλελευθεροποίηση) Βλ. A. Geifman, Thou  Shalt  Kill: Revolutionary  Terrorism  in  Russia, 1894-1917 (Πρίνστον, 1993).

Τη  συστηματική  αποκτήνωση  της  πολιτικής  ζωής  και  συμπεριφοράς, προσανατολισμένων  στη  μαζική  βία. Τη  στρατιωτικοποίηση  της  πολιτικής  ρητορικής, του  συμβολισμού  και  της  οργάνωσης. Την  εξόντωση  ή  εξαφάνιση  ολόκληρων  τάξεων  ή  κατηγοριών  ανθρώπων.

Ο  Λένιν  δεν  δημιούργησε  τα  πολιτικά  δόγματα  του  φασισμού, αλλά  ο  κομμουνιστικός  ολοκληρωτισμός  του, βασισμένος  στη  συστηματική  χρήση  της  βίας, εγκαινίασε  τις  περισσότερες  από  τις  καινούργιες  πρακτικές  και  τους  καινούργιους  θεσμούς  των  φασιστικού  τύπου  καθεστώτων.  Η  επίδραση  όλων  αυτών  στον  πολιτικό  εξτρεμισμό  εκδηλώθηκε  πολύ  γρήγορα. Έτσι, ο Hitler έγραφε  στο  Volkischer  Beobachter  στις  13  Μαρτίου  του  1921: «Μπορούμε  να  αποτρέψουμε  την  εβραϊκή  διαφθορά  των  ανθρώπων  μας, εάν  αυτό  καταστεί  αναγκαίο, με  το  να  περιορίσουμε  τους  υποκινητές  της  σε  στρατόπεδα  συγκέντρωσης». Εκείνη  την  εποχή, τα  μόνα  υπαρκτά  μοντέλα  βρίσκονταν  στο  νέο  κομμουνιστικό  καθεστώς.

Ο  Λένιν  χαιρέτησε  τη  νίκη  του  Μουσολίνι  και  των  άλλων  επαναστατικών  ηγετών  του  ιταλικού  σοσιαλισμού  το  1912.  Ο  Α. Τζέιμς  Γκρέγκορ  παρατηρεί: «Η  επιδοκιμασία  του  Λένιν  είναι  ενδιαφέρουσα, ιδιαίτερα  αναδρομικά.  Πάρα  πολλοί  είναι  αυτοί  που  έχουν  σχολιάσει  τις  κοινές  απόψεις  μεταξύ  του  νεαρού  Μουσολίνι  και  του  Λένιν, αφού  είναι  εμφανές  ότι  ο  μαρξισμός  τους  στην  πραγματικότητα  είχε  ουσιαστικές  ομοιότητες.  Και  οι  δύο  επέμεναν  στην  αδιάλλακτη  αντιπολίτευση  εναντίον  του  αστικού  κοινοβουλευτισμού, των  μεταρρυθμιστικών  πολιτικών  και  των  συμβιβαστικών  πολιτικών  στρατηγικών.  Και  οι  δύο  οραματίζονταν  μια  ηγεσία  αποτελούμενη  από  μία  μειονότητα  επαγγελματιών  επαναστατών  οι  οποίοι  θα  γίνονταν  οι  καταλύτες  για  την  ενεργοποίηση  των  επαναστατικών  αισθημάτων  των  μαζών.  Ούτε  και  είχαν  πίστη  στην  αυθόρμητη  οργάνωση  των  εργατικών  τάξεων.  Υποστήριζαν  ότι  η  ενασχόληση  με  τα  άμεσα  οικονομικά  συμφέροντα  καταδίκαζε  τις  αποκλειστικά  οικονομικές  οργανώσεις  σε  μια  μπουρζουάδικη  νοοτροπία  υπολογισμού  του  προσωπικού  κέρδους  και  της  καλοπέρασης. Και  οι  δύο  υποστήριζαν  ότι  μόνο  η  οργανωμένη  βία  θα  μπορούσε  να  είναι  ο  τελικός  κριτής  στην  αντιπαράθεση  μεταξύ  των  τάξεων. Και  οι  δύο  συμφωνούσαν  ότι  η  επαναστατική  συνείδηση  μπορούσε  να  έρθει  στις  μάζες  μόνο  απ’  έξω, διαμέσου  μιας  προστατευτικής, επαναστατικής  και  αυτόκλητης  ελίτ».

Ο  Μουσολίνι  υπηρέτησε  στο  στρατό  για  δεκαεπτά  μήνες, τους  οκτώ  από  αυτούς  στο  μέτωπο.  Η  υπηρεσία  του  στο  στρατό  τερματίστηκε  ύστερα  από  τον  σοβαρό  τραυματισμό  του  από  έκρηξη  όλμου  σε  ασκήσεις, τον  Φεβρουάριο  του  1917. Στη  διάρκεια  του  πολέμου, η  προσχώρησή  του  στον  εθνικισμό έγινε  απόλυτη  και  ακραία, και  στόχος  του  έγινε ο  συνδυασμός  του  εθνικισμού  με  κάποιο  είδος  σοσιαλισμού  που  να  συμβιβάζεται  με  όλες  τις  τάξεις.  Θεωρούσε  την  καινούργια  κομουνιστική  δικτατορία  ως  ένα  αντιφατικό  δημιούργημα  των  ιδιαίτερων  ρωσικών  συνθηκών, και  η  εμπλοκή  της  στη  μαζική  βία, την  καταπίεση  και  την  αμείλικτη  πολιτική  «πρωταρχικής  συσσώρευσης»  ήταν  μια  προσπάθεια  υπέρβασης  της  καθυστέρησης  της  Ρωσίας, που  δεν  ήταν  πιθανόν  να  διαρκέσει για  πολύ.  Ο  πόλεμος  έδωσε  σε  πολλούς  Ιταλούς  μια  καινούργια  αίσθηση  εθνικής  ταυτότητας, υπερηφάνειας  και  επιτευγμάτων. Ο  Μουσολίνι  και  κάποιοι  από  τους  συναδέλφους  του  θέλησαν  να  προβάλουν  τώρα  αυτό  το  πνεύμα  πειθαρχίας, αυτοθυσίας  και  αδελφότητας  πάνω  σ’  ολόκληρη  την  Ιταλία  μέσω  ενός  επαναστατικού  και  κοινωνικού  εθνικισμού.

Εντωμεταξύ, το  Ιταλικό  Σοσιαλιστικό  Κόμμα  είχε  παραμείνει, μαζί  με  τους  μπολσεβίκους  του  Λένιν, το  ένα  από  τα  δύο  μεγαλύτερα  υπέρ  της  ουδετερότητας  σοσιαλιστικά  κόμματα  της  Ευρώπης.  Υιοθέτησε  το  σύνθημα  «Ne  aderire, ne  sabbotare» (Ούτε  υποστήριξη  ούτε  σαμποτάζ), και  πολλές  χιλιάδες  από  τους  σοσιαλιστές  βιομηχανικούς  εργάτες  απολάμβαναν  αναβολή  από  τη  στράτευση  για  τη  διατήρηση  της  παραγωγής.  Οι  combattenti (βετεράνοι  του  πολέμου), στο  εσωτερικό  μέτωπο, άρχισαν  όλο  και  πιο  πολύ  να  εχθρεύονται  αυτούς  που  αποκήρυσσαν  ως imboscati  (κοπανατζήδες).

Ενώ  ο  ιταλικός  φουτουρισμός  βοήθησε  στην  ίδρυση  του  φασισμού, η  άλλη  ηγετική  ομάδα  των  φουτουριστών  καλλιτεχνών  στη  Ρωσία  αγκάλιασε  ενθουσιωδώς  τον  κομμουνισμό  το  1917-18.  Ο  ρωσικός  φουτουρισμός  δεν  παρουσίαζε  τα  εθνικιστικά  κονστρουβιστικά  χαρακτηριστικά  του  ιταλικού  κινήματος, και  το  κίνητρό  του  ήταν  ένα  ακόμα  πιο  οξύ  μίσος  για  το  status  quo, την  καταστροφή  του  οποίου  θα  ακολουθούσε  ένα  είδος  αφηρημένης  ουτοπίας.  Οι  Ρώσοι  κομουνιστές  και  φουτουριστές  είχαν  πολύ  καλή  γνώμη  για  τον  Marinetti, τον  οποίο  ο  Σοβιετικός  κομισάριος  για  την  κουλτούρα  Ανατόλι  Λουνατσάρσκι  αποκάλεσε  το  1920  «μοναδικό  επαναστάτη  διανοούμενο  της  Ιταλίας».  Θεωρούσαν  τους  Ιταλούς  φουτουριστές  περισσότερο  ως  ετερόδοξους  που  κάνουν  λάθη, όπως  οι  Ρώσοι  μενσεβίκοι, παρά  ως  αντεπαναστάτες  ή  εχθρούς.  Σ’ αυτά  τα  πρώτα  χρόνια, «τόσο  ο  Λένιν  όσο  και  ο  Γκράμσι  εκτόξευαν  κακολογίες  όχι  τόσο  εναντίον  των  φασιστών  όσο  των  σοσιαλιστών, των μενσεβίκων, των σοσιαλδημοκρατών και  άλλων  “φιλελευθέρων”».  I.Golomstock, Totalitarian  Art  (Νέα  Υόρκη, 1990), 11,12.

Αν  και  ο  όρος  έχει  περιστασιακά  χρησιμοποιηθεί  ήδη  από  το  1914  (και  πιθανόν  ακόμα  νωρίτερα), δεν  ήταν  παρά  το  φθινόπωρο  του  1920  που  ένας  νέος  «-ισμός»  άρχισε  να  κυριαρχεί  στην  Ιταλία: η  λέξη  φασισμός  άρχισε  τώρα  να  χρησιμοποιείται  για  να  χαρακτηρίσει  το  όλο  και  πιο  βίαιο  κίνημα  των  Fasci  di  Combattimento, τα  μέλη  των  οποίων  αποκαλούνταν  φασίστες  tout  court.  Έτσι, η  χρήση  οργανωμένης  πολιτικής  βίας – πολύ  περισσότερο  συντονισμένης  και  επιθετικής  από  την  περιορισμένη  βία  της  ιταλικής  Αριστεράς – αποδείχθηκε  θεμελιώδης  για  την  ξαφνική  άνοδο  του  φασισμού  το  φθινόπωρο  και  το  χειμώνα  του  1920-21.  Όμως  η  αντίληψη  ότι  οι  φασίστες  κατά  κάποιο  τρόπο  ανακάλυψαν  τη  σύγχρονη  πολιτική  βία, είναι  αξιοθρήνητα  επιφανειακή.  Κάποιου  είδους  στρατιωτική  ή  παραστρατιωτική πολιτοφυλακή  αποτελούσε  λίγο-πολύ  αναπόσπαστο  κομμάτι  της  γιακωβίνικης  παράδοσης, και  ήταν  χαρακτηριστική  για  τους  αριστερούς  αλλά  και  τους  φιλελεύθερους  σε  χώρες  όπως  η  Ισπανία  και  η  Πορτογαλία  κατά  τον  19ο  αιώνα.  Ο  εφευρέτης  του  «κινήματος  των  χιτώνων»  ήταν  πράγματι  Ιταλός, αλλά  ήταν  ο  Τζουζέπε  Γκαριμπάλντι  των  δημοκρατικών  ρεπουμπλικάνων  της  δεκαετίας  του  1860, κι  όχι  ο  Μουσολίνι.  Στα  τέλη  του  19ου  αιώνα, η  οργάνωση  παραστρατιωτικών  πολιτοφυλακών  συζητιόταν  όλο  και  πιο  πολύ  από  πάρα  πολλές  οργανώσεις.  Όμως  η  συστηματική  χρήση  της  πολιτικής  πολιτοφυλακής  αποτελούσε  καινοτομία  των  μπολσεβίκων  του  Λένιν  στη  Ρωσία, οι  οποίοι  πολύ  γρήγορα  ανύψωσαν  την  πολιτική   βία  σε  άνευ  προηγουμένου  επίπεδα.  Στην  Ιταλία, εντούτοις, η  σοσιαλιστική  βία  παρέμεινε  σποραδική, ενώ  οι  φασίστες  ήταν  εκείνοι  που  μετέβαλαν  τη  συστηματική  της  χρήση  σε  βασική  μορφή  δράσης. Ο  φασισμός  γρήγορα  έγινε  μια  πολιτική  δύναμη  που  βασιζόταν  στη  στρατιωτική  οργάνωση, κάτι  άγνωστο  έξω  από  τη  Ρωσία.

Επιπροσθέτως, υπήρχαν  διάφορα  μικρότερα  ρεύματα, όπως  οι  «καθολικοί  φασίστες»  ή  clerico-fascisti, που  έγιναν  μέλη  μετά  το  1921  και  ήθελαν  να  εναρμονίσουν  ένα  αρχικά  αντικαθολικό  κίνημα  με  τον  καθολικισμό, με  τον  οποίο  ο  Μουσολίνι  είχε  φλερτάρει  για  κάμποσο  καιρό.  Ακόμα  πιο  δεξιά  όμως  βρισκόταν  ένας  μικρός  κύκλος  από  «μοναρχοφασίστες», που  στόχος  τους  ήταν  η  χρήση  της  δύναμης  του  φασισμού  όχι  για  μια  Φασιστική  Επανάσταση  αλλά  για  την  εγκαθίδρυση  της  παραδοσιακής  δικτατορίας  μιας  απόλυτης  μοναρχίας  υπό  τον  Βίκτωρα  Εμμανουήλ.  Έπειτα  υπήρχαν  οι  πολιτιστικοί  ή  ιδεαλιστές  φασίστες, με  πιο  σημαντικό  ανάμεσά  τους  τον  φιλόσοφο  Τζοβάνι  Τζεντίλε, ο  οποίος  φιλοδοξούσε  να  ηγηθεί  μίας  πολιτιστικής  επανάστασης.  Υπήρχε  η  λαϊκιστική  άκρα  Αριστερά, της  οποίας  ο  κυριότερος  εκπρόσωπος  ήταν  ο  δημοσιογράφος  Κούρτσιο  Μαλαπάρτε, που  ήθελε  να δει  το  φασισμό  να  κάνει  μια  «επανάσταση του λαού» που  θα  εξέφραζε  αυτό  που  η  λαϊκιστική  Αριστερά  θεωρούσε  ως  αληθινή  λαϊκή  κουλτούρα,  και  διανοητικά  και  κοινωνικά. Ο Malaparte, που  ήταν  πράγματι  ο  καλύτερος  απ’  όλους  τους  φασίστες  δημοσιογράφους  και  διακρίθηκε  για  τη  λογοτεχνική  του  καριέρα, προσπάθησε  να  υποστηρίξει  ένα  είδος  ψευτοανθρωπολογικού  πολιτιστικού  φασισμού, βασισμένου  στην  αντίληψη  της  ιταλικής  ταυτότητας  με  μια  κουλτούρα  μεσογειακή, καθολική, «νότια» και  «ανατολίζουσα», έναντι  της  γερμανικής  προτεσταντικής  «Δύσης».  M. Ostenc, Intellectuels  italiens  et  fascisme, 1915-1925 (Παρίσι, 1983), 68-75, 159-68, 276-95.

Υπήρχαν  μικρές  μερίδες  διαφωνούντων  της  άκρας  Αριστεράς  ή  του  «ελεύθερου  φασισμού»  που  προωθούσαν  μια  προοδευτική  και  αριστερή  επανάσταση  της  «ελευθερίας»  υπό  τις  σημαίες  του  φασισμού.  Η  πιο  περίεργη  όμως  ήταν  μια  μικρή  ομάδα  νεοπαγανιστών  ελιτιστών  που  αναζητούσαν  την  ανασύσταση  της  αριστοκρατικής  κουλτούρας  της  αρχαίας  Ρώμης, εισηγούμενοι  τον  ακραίο  ελιτισμό, την  αναβίωση  του  ρωμαϊκού  ιμπεριαλισμού  και  ένα  μυστικιστικό  ήθος  που  δανείστηκαν  από  τον  παγανιστικό  αποκρυφισμό.

Το  φασιστικό  καθεστώς  κήρυξε  την  «επανάσταση»  και  τη  «νέα  εποχή», και  εγκαινίασε  την  πρακτική  του  μετρήματος  των  χρόνων  με  βάση  την  ηλικία  της  κυβέρνησης  του  Μουσολίνι.  Βασίλευε  η  λατρεία  της  Ρώμης, γεμάτη  με  όλων  των  τύπων  τα  ρωμαϊκά  σύμβολα, με  τις  fasces  της  Ρώμης, ως  το  επίσημο  σύμβολο  του  καθεστώτος  να  αναπαράγονται  παντού  (αν  και  το  1928  ο  Μουσολίνι  πράγματι  διέταξε  να  απομακρυνθούν  από  τους  σκουπιδοτενεκέδες).

Πάνω  απ’ όλα  κυριαρχούσε  η  προσωπολατρεία  του  Ντούτσε, η  οποία  αναπτύχθηκε  ιδιαίτερα  στα  τέλη  της  δεκαετίας  του  1920,με  συνθήματα  όπως  «Il Duce  ha  sempre  ragione» (Ο  Ντούτσε  έχει  πάντα  δίκιο).  Ο  Μουσολίνι  θεωρείτο  ως  η  οικουμενική  διάνοια  που  οδηγούσε  την  Ιταλία  σε  μια  καινούργια  εποχή  ενότητας, ανάπτυξης  και  επέκτασης.  Φωτογραφιζόταν  παντού, σε  αυτοκίνητα, σε  αεροπλάνα, κάνοντας  σκι, ιππεύοντας, ακόμα  και  εργαζόμενος  με  το  στήθος  γυμνό  στο  θερισμό.  Στην  πραγματικότητα, η  οικουμενική  διάνοια  και  ο  δυνατός  άντρας  υπέφερε  από  δριμεία  πεπτική  διαταραχή  και  γαστρικό  έλκος  που  τον  είχε  ακινητοποιήσει  για  ένα  μεγάλο  μέρος  της  κρίσης  του  Ματεότι  κι  έπρεπε  να  είναι  σε  δίαιτα  που  περιοριζόταν  σε  γάλα  και  λαχανικά  για  το  υπόλοιπο  της  ζωής  του. Η  κύρια  αναγνωρισμένη  βιογραφία του ήταν  της  Margherita  Sarfatti, The  Life  of  Benito  Mussolini  (Ρώμη, 1925), η  οποία  χρησιμοποιείτο  σε  σχολεία, μεταφράστηκε  σε  18  γλώσσες  και  πούλησε  300.000  αντίτυπα  φτάνοντας  μέχρι  την   Ιαπωνία. Η  Sarfatti, μια  ταλαντούχος  Ιταλίδα  συγγραφέας  και  κριτικός  τέχνης, εβραϊκής  καταγωγής, ήταν  η  πιο  σημαντική  ερωμένη  του  Μουσολίνι  στη  δεκαετία  του  ’20  κι  έπαιξε  κάποιο  ρόλο  στην  άνοδό  του  στην  εξουσία. Βλ.  P.V.Cannistrato  &  B.Sullivan, Il  Duce’s  Other  Woman  (Νέα  Υόρκη, 1993).

Το  παράδοξο  είναι  ότι  σοβαροί  αναλυτές  της  ολοκληρωτικής  διακυβέρνησης  αναγνωρίζουν  τώρα  ότι  η  φασιστική  Ιταλία  δεν  υπήρξε  ποτέ  δομικά  ολοκληρωτική.  Στη  δεκαετία  που  ακολούθησε  την  εγκαθίδρυση  του  συστήματος  του  Μουσολίνι, η  λενινιστική  δικτατορία  στη  Σοβιετική  Ένωση  επεκτείνονταν  αμείλικτα  από  τον  Στάλιν  σ’ ένα  ολοκληρωμένο  κρατικό  σοσιαλιστικό  σύστημα  σχεδόν  απόλυτου  de  facto  ελέγχου  πάνω  στην  οικονομία  και  σε  όλους  τους  επίσημους  θεσμούς, επιτυγχάνοντας  τη  σχεδόν  πλήρη  ατομικοποίηση  της  κοινωνίας  υπό  το  κράτος – κάτι  που  δεν  μπορούσε  με  τίποτα  να  συγκριθεί  μ’ αυτό  που  γινόταν  στη   φασιστική  Ιταλία.  Μερικά  χρόνια  αργότερα, το  χιτλερικό  καθεστώς  στη  Γερμανία, με  την  αποτελεσματική  του  πολιτική, τη  στρατιωτική  ισχύ, τα  στρατόπεδα  συγκέντρωσης  και, τελικά, τις  πολιτικές  εξόντωσης  στις  περιοχές  που  καταλάμβανε  φαινόταν  να  δημιουργεί  ένα  μη  κομμουνιστικό  εθνικοσοσιαλιστικό  ισοδύναμο  της  σταλινικής  δικτατορίας.  Αυτά  τα  δύο  καθεστώτα  έχουν  προσφέρει  τα  κύρια  μοντέλα  γι’ αυτό  που  οι  πολιτικοί  αναλυτές, ιδιαίτερα  μεταξύ  του  1940  και  του  1960, έτειναν  να  αποκαλούν  ολοκληρωτισμό.  Η  Ιταλία  του  Μουσολίνι  δεν  έμοιαζε  πολύ  με  κανένα  από  τα  δύο.

Οι  ένοπλες  δυνάμεις  απολάμβαναν  επίσης  μιας  εξαιρετικής  αυτονομίας  και  σε  μεγάλο  βαθμό – αν  και  ποτέ  ολοκληρωτικά – είχαν  αφεθεί  στην  ησυχία  τους.  Η  φασιστική  πολιτοφυλακή  ετέθη  υπό  τον  έλεγχο  του  στρατού, αν  και, με  τη  σειρά  της, απολάμβανε  ένα  ημιαυτόνομο  καθεστώς  ύπαρξης  αφότου  έγινε  μέρος  των  κανονικών  στρατιωτικών  θεσμών.  Το  δικαστικό  σύστημα  παρέμεινε  σε  γενικές  γραμμές  άθικτο  και  σχετικά  αυτόνομο.  Η  αστυνομία  συνέχισε  να  διοικείται  από  κρατικούς  υπαλλήλους, δεν  μπήκε  κάτω  από  τη  διοίκηση  κομματικών  ηγετών  κι  ούτε  δημιουργήθηκε  μια  μεγάλη  αστυνομική  ελίτ  όπως  στη  Σοβιετική  Ένωση  ή  τη  ναζιστική  Γερμανία.  Δεν  τέθηκε  ποτέ  ζήτημα  πλήρους  υποταγής  της  Εκκλησίας, όπως  στη  Γερμανία, κι  ακόμα  λιγότερο  ολοκληρωτικού  ελέγχου, όπως  στη  Σοβιετική  Ένωση.  Αρκετές  πλευρές  της  πολιτιστικής  ζωής  της  Ιταλίας  διατήρησαν  μια  ευρεία  αυτονομία, και  δεν  υπήρξε  μεγάλη  κρατική  προπαγάνδα  ούτε  Υπουργείο  Πολιτισμού  μέχρις  ότου, το  1937, ακολουθήσουν, και  πάλι  αργοπορημένα, το  γερμανικό  παράδειγμα.  Οι  πολιτικοί  κρατούμενοι  συνήθως  μετρώνταν  σε  εκατοντάδες – με  τον  συνολικό  αριθμό  να  μην  ανέρχεται  σε  παραπάνω  από  λίγες  χιλιάδες – , που  μάλλον  δεν  συγκρίνονταν  με  τις  δεκάδες  και  εκατοντάδες  χιλιάδες  της  ναζιστικής  Γερμανίας  ή  τα  εκατομμύρια  της  σταλινικής  Ρωσίας.  Σε  σχέση  με  τις  μεγάλες  δικτατορίες  του  20ου  αιώνα, το  καθεστώς  του  Μουσολίνι  δεν  ήταν  ούτε  ιδιαίτερα  αιματηρό  ούτε  ιδιαίτερα  καταπιεστικό.  Ο  «ολοκληρωτισμός»  παρέμενε  μια  πιθανή  απειλή  για  το  μέλλον, αλλά  στην  πράξη  ο  όρος  είχε  μια  περιορισμένη  σημασία.  Ο  Μουσολίνι  ανήλθε  στην  εξουσία  πάνω  στη  βάση  ενός  σιωπηρού  συμβιβασμού  με  κατεστημένους  θεσμούς, και  ποτέ  δεν  κατόρθωσε  να  ξεπεράσει  τελείως  τους  περιορισμούς  αυτού  του  συμβιβασμού.

Ταυτοχρόνως, το  καθεστώς  του  ήταν  το  πρώτο  οργανωμένο  και  θεσμοποιημένο  μη  μαρξιστικό  αυταρχικό  καθεστώς  που  παρέμεινε  στην  εξουσία  για  μια  μακριά  περίοδο, και  μετά  το  1925  θα  γινόταν  όλο  και  πιο  συνηθισμένο  το  να  χαρακτηρίζεται  ως  «φασιστικό  καθεστώς»  κάθε  οργανωμένη  μη  κομουνιστική  δικτατορία, ακριβώς  όπως  και  η  λέξη  ολοκληρωτικό  θα  αναφερόταν  πλέον  όλο  και  πιο  πολύ, και  κάπως  αόριστα, σε  κάθε  αυταρχικό  σύστημα.

Στην  πράξη, η  στάση  των  κομουνιστών  απέναντι  στο  φασισμό  ήταν  περισσότερο  διφορούμενη  απ’ ό,τι  οι  θεωρίες  των  διαφόρων  κομουνιστών  συγγραφέων  άφηναν  να  εννοηθεί.  Από  τη  μια  πλευρά, οι  κομουνιστές  ήταν  οι  πρώτοι  που  αντιλήφθησαν  τις  δυνατότητες  που  υπάρχουν  στην  υποτιμητική  και  πολεμική  χρήση  του  όρου  φασίστας, κι  έτσι, πριν  ακόμα  από  την  άνοδο  του  Μουσολίνι  στην  εξουσία, οι  κομουνιστές  συγγραφείς  και  προπαγανδιστές  είχαν  σε  πολλές  περιπτώσεις  διευρύνει  τον  όρο  ώστε  να  καλύπτει  άλλες  εθνικιστικές  και  αυταρχικές  ομάδες.  Από  την  άλλη, τα  αρχικά  σχόλια  του  Τύπου  στη  Μόσχα  πάνω  στο  σχηματισμό  της  πρώτης  κυβέρνησης  του  Μουσολίνι  δεν  ήταν  τελείως  αντιφασιστικά, παρά  τους  λόγους  του  Ντούτσε  για  «επαναστατικό  ανταγωνισμό»  με  τον  Λένιν. Ο  φασισμός  μερικές  φορές  θεωρούνταν, μάλλον  σωστά, ως  ένα  είδος  αιρετικής  μορφής  περισσότερο, παρά ως  μια  θανατηφόρα  πρόκληση, του  επαναστατικού   μαρξισμού.  Το  1924, η  κυβέρνηση  του  Μουσολίνι  ήταν  μία  από  τις  πρώτες  κυβερνήσεις  στη  Δυτική  Ευρώπη  που  αναγνώρισαν  επίσημα  τη  Σοβιετική  Ένωση.  Επιπλέον,  στην  περίπτωση  της  Γερμανίας, ο  ακραίος  γερμανικός  εθνικισμός  ακόμα  και  της  πρώιμης  ναζιστικής  παραλλαγής  θεωρούνταν  χρήσιμος  για  την  ΕΣΣΔ, και  στο  12ο  Συνέδριο  του  Κόμματος  στη  Μόσχα  το  1923  ο  Νικολάι  Μπουχάριν  τόνισε  ότι  το  Ναζιστικό  Κόμμα  είχε  «κληρονομήσει  τη  μπολσεβίκικη  πολιτική  κουλτούρα  ακριβώς  όπως  έκανε  και  ο  ιταλικός  φασισμός».  Στις  20  Ιουνίου  του  1923, ο  Καρλ  Ράντεκ  έβγαλε  λόγο  ενώπιον  της  Εκτελεστικής  Επιτροπής  της  Κομιντέρν  προτείνοντας  ένα  κοινό  μέτωπο  μαζί  με  τους  ναζί  στη  Γερμανία.  Εκείνο  το  καλοκαίρι  αρκετοί  ναζί  απηύθυναν  λόγους  σε  κομουνιστικές  συγκεντρώσεις  και  τανάπαλιν, καθώς  το  γερμανικό  Κομουνιστικό  Κόμμα  κράτησε  μια  σθεναρή  στάση  «εθνικής  απελευθέρωσης»  εναντίον  της  Συνθήκης  των  Βερσαλλιών  και  καταφέρθηκε  βίαια  εναντίον  των  «Εβραίων  καπιταλιστών».  Λέγεται  ακόμα  ότι  μερικοί  από  τους  πιο  ριζοσπάστες  ναζί  είπαν  στους  Γερμανούς  κομουνιστές  πως  αν  οι  τελευταίοι  ξεφορτώνονταν  τους  Εβραίους  ηγέτες  τους  οι  ναζί  θα τους  υποστήριζαν.  Όμως  τα  δύο  ριζοσπαστικά  ρεύματα  αποδείχθηκε  ότι  αλληλοαποκλείονταν, και  συνέχισαν  τις  χωριστές, αλλά  παρόμοια  ανεπιτυχείς, προσπάθειες  για  εξέγερση  στη  Γερμανία.

Παρ’ όλ’ αυτά, το  Τέταρτο  Συνέδριο  της  Κομιντέρν  τον  Νοέμβριο  του  1922  διακήρυξε  ότι  ο  ιταλικός  φασισμός  είχε  γίνει  το  όργανο (μ’ αυτά  τα  λόγια)  των  μεγάλων  γαιοκτημόνων  κι  ότι  δεν  ήταν  απλά  ένα  τοπικό  φαινόμενο  αλλά  ένας  κίνδυνος  που  θα  μπορούσε  να  ξαναεμφανιστεί  σ’ ολόκληρη  την  ευρύτερη  Κεντρική  Ευρώπη.  Την  περίοδο  του  Πέμπτου  Συνεδρίου  της  Κομιντέρν  τον  Ιούνιο-Ιούλιο  του  1924  αυτή  η  ιδέα  είχε  διευρυνθεί  (ή  απλοποιηθεί), ερμηνεύοντας  το  φασισμό  ως  εργαλείο  του  καπιταλισμού  γενικά.  Η  γραμμή  της  Κομιντέρν  σ’ αυτό  το  σημείο  θεωρούσε  ότι  ο  φασισμός  αντιπροσώπευε  τη  δεξιά  πτέρυγα  του  καπιταλισμού, ενώ  τα  μη  κομουνιστικά  σοσιαλιστικά  κόμματα  αντιπροσώπευαν  την  αριστερή  του  πτέρυγα. Ο  στόχος  ήταν  η  εγκατάσταση  μιας  ισοδυναμίας  μεταξύ  των  δύο  τελευταίων  κινημάτων, οδηγώντας  στον  περιβόητο  επίσημο χαρακτηρισμό της σοσιαλδημοκρατίας ως   «σοσιαλφασισμού». Οι  ορισμοί  της  Κομιντέρν  για  το  φασισμό  έγιναν  από  εδώ  και  στο  εξής  όλο  και  πιο  στενοί  και  πιο  αναγωγικοί, και  αποκορυφώθηκαν  στο  γνωστό  απόφθεγμα  του  Γκεόργκι  Δημητρόφ  στο  συνέδριο  του  1935  ότι  ο  φασισμός  συνιστούσε  «την  ανοιχτή  τρομοκρατική  δικτατορία  των  πιο  αντιδραστικών, των  πιο  σοβινιστικών  και  των  πιο  ιμπεριαλιστικών  στοιχείων  του  χρηματιστικού  κεφαλαίου».  Τίποτε  απ’  όλα  αυτά  δεν  απέτρεψε  τις  επίσημες  σχέσεις  της  Σοβιετικής  Ένωσης  με  την  Ιταλία  να  παραμείνουν  σχετικά  φιλικές  έως  το  1935.

Ένας  αριθμός  συγγραφέων, συμπεριλαμβανομένων  κάποιων  φασιστών, σχολίασαν  πολύ  νωρίς  τις  ομοιότητες  μεταξύ  αυτών  των  δύο  βίαιων  και  αυταρχικών  επαναστατικών  κινημάτων  και  των  δύο  δικτατοριών  που  γέννησαν.

 

Δακτυλογράφηση: Βάσω  Κ.  Ηλιάδη.

Array

 

Δείτε όλα τα βίντεο στο WEBTV του trikalaola.grClick στην TV
Συγκεντρωμένα όλα ΕΔΩ