19.1 C
Trikala
Κυριακή, 5 Μαΐου, 2024

Μαθητές του 3ου Γυμνασίου Τρικάλων γράφουν για τα Μουσεία στο διαδίκτυο

Κείμενα-γραπτές δημιουργίες μαθητών Σχολικού Έτους 2014-2015(στο πλαίσιο καινοτόμου εκπαιδευτικού προγράμματος για τα Μουσεία στο Διαδίκτυο)
(υπεύθυνη: Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογος-ιστορικός, Δ/ντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

- Advertisement -

ΣΔΟΓΚΟΣ ΗΛΙΑΣ
Γ1 Τάξη 3ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΤΡΙΚΑΛΩΝ
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΑ ΨΗΦΙΑΚΑ ΜΟΥΣΕΙΑ
Ο αρχαιοελληνικός όρος «μουσείον σήμαινε το τέμενος που ήταν αφιερωμένο στις Μούσες ,κόρες του Δία και στις τέχνες που αυτές αντιπροσώπευαν, προσέλαβε δε ποικίλες σημασίες ανά τους αιώνες. Σήμερα για τη χώρα μας: «ως μουσείο νοείται ο οργανισμός μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ,με ή χωρίς ίδια νομική προσωπικότητα που αποκτά, δέχεται, φυλάσσει, συντηρεί , καταγράφει, τεκμηριώνει, ερευνά, ερμηνεύει και κυρίως εκθέτει και προβάλλει στο κοινό συλλογές αρχαιολογικών , καλλιτεχνικών, εθνολογικών ή άλλων υλικών μαρτυριών του ανθρώπου με σκοπό τη μελέτη, την εκπαίδευση, την ψυχαγωγία». (ΦΕΚ 153/2862002).
Τα μουσεία είναι απαραίτητα για μια ακμάζουσα και πολιτισμένη κοινωνία. Φιλοξενούν εκατομμύρια θαυμαστά αντικείμενα που σχετίζονται με το παρελθόν και το παρόν μας, με τις παγκόσμιες διασυνδέσεις και τις τοπικές κοινότητές μας , όπως επίσης και με τις επιστήμες , τη φυσική ιστορία και τις τέχνες. Στόχος του μουσείου είναι να επικοινωνήσει με τους επισκέπτες του, να παρουσιάσει τις συλλογές του και να τους επιτρέψει να εξερευνήσουν το ευρύτερο επιστημονικό , πολιτιστικό και κοινωνικό πλαίσιο των αντικειμένων που εκτίθενται σε αυτό.
Η επίσκεψη στο μουσείο δημιουργεί μια σειρά προσδοκιών. Η πρόσβαση στη γνώση, η εκπαίδευση, η ευχαρίστηση, ο θαυμασμός, η αναγνώριση της αξίας του πραγματικού και του μοναδικού είναι μερικές από αυτές. Υπάρχουν εντούτοις ομάδες ατόμων που δεν επισκέπτονται τα μουσεία. Αυτοί είναι μεταξύ άλλων άνθρωποι με ειδικές ανάγκες, από διαφορετικό πολιτιστικό και κοινωνικό υπόβαθρο, έφηβοι και ηλικιωμένοι. Έτσι είναι απαραίτητο για το μουσείο να αναζητήσει διόδους επικοινωνίας και ανάπτυξης σχέσεων με αυτούς τους ανθρώπους και να γίνει ένα «ανοιχτό» μουσείο που να απευθύνεται σε ολόκληρη την κοινωνία. Το διαδίκτυο και ιδιαίτερα η ψηφιακή τεχνολογία είναι εκείνα τα μέσα που παρέχουν αυτές τις διόδους επικοινωνίας διότι προσφέρουν νέες δυνατότητες προβολής των δραστηριοτήτων του μουσείου και βοηθούν στην προσέλκυση νέου κοινού. Η εξέλιξη λοιπόν του μουσείου σε «ψηφιακό» ή «ηλεκτρονικό» ή «εικονικό», όροι που έχουν την ίδια σημασία, ήταν απαραίτητη ώστε να γίνει κατανοητή η χρησιμότητα της ιστορικής και αρχαιολογικής επιστήμης.
Τα ψηφιακό μουσείο είναι μια συλλογή από ψηφιακά καταγεγραμμένες εικόνες, αρχεία ήχων, έγγραφα κειμένου ,και άλλα δεδομένα ιστορικού, επιστημονικού ή πολιτιστικού ενδιαφέροντος .Δε διαθέτει πραγματικό χώρο ή μέρος , δε στεγάζει πραγματικά αντικείμενα κι επομένως στερείται της μονιμότητας και των μοναδικών ιδιοτήτων που διαθέτει το μουσείο σύμφωνα με την καθιερωμένη σημασία του όρου. Μπορεί όμως να υπερβεί τις ικανότητες του πραγματικού μουσείου στην παρουσίαση των πληροφοριών. Η ιδιότητα αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί με διάφορους τρόπους όπως, για παράδειγμα, εκθέτοντας ψηφιακές αναπαραστάσεις έργων τέχνης μαζί με σχετικά έργα από τον ίδιο καλλιτέχνη, με καλλιτέχνες που μπορεί να τον έχουν επηρεάσει ή με έργα του ίδιου ύφους ή της ίδιας περιόδου τα οποία εκτίθενται σε μουσεία διαφορετικών γεωγραφικών περιοχών ή στα οποία δεν είναι δυνατό να υπάρχει πρόσβαση με κάποιον άλλο τρόπο. Με λίγα λόγια, το Ηλεκτρονικό Μουσείο παρέχει σε πολλαπλά επίπεδα πληροφορίες σχετικά με ένα συγκεκριμένο θέμα. Δίνει τη δυνατότητα στον επισκέπτη να έχει πρόσβαση σε μουσεία που είναι απομακρυσμένα και ίσως και περιθωριοποιημένα , να έχει πρόσβαση από απόσταση στο υλικό ενός μουσείου ,στα εργαστήρια συντήρησης έργων τέχνης , στη σύνδεση χωρικά διασκορπισμένων αντικειμένων σε μια ενότητα(π.χ. σύνδεση μνημείων με αντικείμενα που βρέθηκαν σε αυτά και φυλάσσονται σε διαφορετικά μουσεία), ή σύνδεση μνημείων χωρικά απομακρυσμένων μεταξύ τους. Οι πληροφορίες για τα εκθέματα παρουσιάζονται στην οθόνη υπό μορφή κειμένου και ήχου, ενώ παρέχεται η δυνατότητα χρήσης εικονικού ξεναγού ο οποίος όταν πλησιάζει ένα έκθεμα αρχίζει μια ηχογραφημένη παρουσίαση του εκθέματος.
Το παραδοσιακό μουσείο είναι ένα σύμπλεγμα από αλληλοσυνδεόμενες δραστηριότητες, χώρους και λειτουργικότητα (εκθέσεις, εκπαίδευση, έρευνα, ανασκαφές ). Το Ηλεκτρονικό Μουσείο μπορεί να συνεχίσει αυτές τις λειτουργίες. Ωστόσο, μπορεί επιπλέον να επεκτείνει το εύρος των πληροφοριών που προσφέρονται για την παρουσίαση των συλλογών και να επιτρέψει πολλαπλές ερμηνείες και όψεις.
Μία από τις πλέον προηγμένες μορφές ψηφιακών αντικειμένων πολιτιστικής κληρονομιάς , είναι τα «εικονικά περιβάλλοντα»τα οποία αναπαριστούν ψηφιακά σε τρεις διαστάσεις τη μορφή που είχαν στο παρελθόν διάφοροι αρχαιολογικοί χώροι (π.χ. μνημεία, κτίρια, θέατρα, ναοί, πόλεις, κλπ.) ή και συγκεκριμένα αντικείμενα αυτών , τα οποία σήμερα μπορεί να διασώζονται σε μικρό μόνο βαθμό ή και καθόλου. Ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να κάνει μια «εικονική περιήγηση» στην ηλεκτρονική αυτή αναπαράσταση του συγκεκριμένου αρχαιολογικού χώρου ή αντικειμένου, ώστε να μπορεί να δει διάφορες εικόνες του από διάφορα σημεία και αποστάσεις που εκείνος θα επιλέξει κατά την εικονική του περιήγηση.
Τα μουσεία ευημερούν στo internet , παρουσιάζοντας τις απέραντες πηγές τους από καλλιτεχνικές και πολιτιστικές πληροφορίες τόσο σε τοπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο .Ο αριθμός των ιστοσελίδων των μουσείων στο internet είναι μεγάλος και αυξάνεται καθημερινά .Στη χώρα μας αρκετά μουσεία όπως: το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, το Μουσείο Ακρόπολης, το Μουσείο Ελληνική Τέχνης, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και αρκετά άλλα, έχουν αρχίσει τη διαδικασία εκκίνησης των προγραμμάτων και δραστηριοτήτων τους στο internet.
Το μουσείο πλέον δεν είναι ένας χώρος όπου εκτίθενται έργα τέχνης αυτόνομα και ανεξάρτητα από τα συμφραζόμενα της εποχής τους, όπως ήταν για πολλούς αιώνες στο παρελθόν. Ούτε μπορεί να αποτελεί μια στείρα παράθεση εκθεμάτων αποκομμένων από την προβολή τους στο παρόν .Σε μια κοινωνία ψηφιακής πληροφόρησης οφείλει να είναι μια δεξαμενή γνώσεων διαρκώς εμπλουτιζόμενη προσαρμοσμένη στα νέα συστήματα για αμεσότερη πρόσβαση και επικοινωνία.
Το ψηφιακό Μουσείο δεν αποτελεί ανταγωνιστή ή κίνδυνο για το πραγματικό μουσείο καθώς, εξαιτίας της ψηφιακής φύσης του , δεν μπορεί να προσφέρει πραγματικά αντικείμενα στους επισκέπτες του όπως συμβαίνει με το παραδοσιακό μουσείο. Μπορεί όμως να επεκτείνει τις ιδέες και τις έννοιες των συλλογών στον ψηφιακό χώρο και με αυτόν τον τρόπο να αποκαλύψει την ουσιαστική φύση του μουσείου.
Το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο
Κωνσταντίνα Παπαδοπούλου, μαθήτρια
Γ’ τάξης 3ου Γυμνασίου Τρικάλων

Με τον όρο Μουσείο εννοείται, σύμφωνα με τον επίσημο ορισμό, ένα μόνιμο ίδρυμα, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξής της, ανοικτό στο κοινό ,που έχει ως έργο του τη συλλογή, τη μελέτη, τη διατήρηση, τη γνωστοποίηση και την έκθεση τεκμηρίων του ανθρώπινου πολιτισμού και περιβάλλοντος, με στόχο τη μελέτη, την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία.
Θέλετε να δείτε τις Καρυάτιδες με κάθε λεπτομέρεια ή τα ελληνικά σπίτια της Καστοριάς κατά την Τουρκοκρατία; Ή μήπως επιθυμείτε μια βόλτα στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου ή το μουσείο Ορσέ στο Παρίσι; Με τις νέες τεχνολογίες μπορείτε να περιηγηθείτε ψηφιακά στα πιο διάσημα μουσεία του κόσμου μόλις με ένα κλικ!
Καθίστε αναπαυτικά στον καναπέ ή την καρέκλα του γραφείου σας και θα έχετε τη δυνατότητα να βρείτε ακόμα και τις αθέατες λεπτομέρειες των πιο διάσημων έργων τέχνης χωρίς να πληρώσετε εισιτήριο και έχοντας εξασφαλισμένη την ξενάγηση.
Ανάμεσα στα τόσα ενδιαφέροντα μουσεία, επέλεξα το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο για το οποίο συγκέντρωσα κάποιες πληροφορίες και τις παρουσιάζω πιο κάτω.
Το Μουσείο

Το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, με έδρα την Αθήνα, είναι ένα από τα εθνικά μουσεία της χώρας και ένα από τα σημαντικότερα μουσεία διεθνώς για την τέχνη και τον πολιτισμό των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων. Διαθέτει περισσότερα από 25.000 αντικείμενα, οργανωμένα σε συλλογές, τα οποία χρονολογούνται από τον 3ο έως τον 20ό αιώνα και προέρχονται κυρίως από τον ευρύτερο ελλαδικό, μικρασιατικό και βαλκανικό χώρο.
Το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο ιδρύεται τελικά το 1914 με τον Νόμο 401. Διοικείται από Εφορευτική Επιτροπή με επικεφαλής τον πρίγκιπα Νικόλαο και διευθυντή τον καθηγητή Αδαμάντιο Αδαμαντίου. Το 1923 ο βασικός πυρήνας των συλλογών του είχε ήδη σχηματισθεί. Η συλλογή γλυπτών δημιουργήθηκε από έργα που είχαν περισυλλεχθεί από τα μνημεία της Αττικής και είχαν συγκεντρωθεί στο Θησείο και στις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Οι συλλογές εικόνων, μικροτεχνίας, χειρογράφων και υφασμάτων συγκροτήθηκαν τόσο από αγορές και δωρεές έργων, όσο και από την κατάθεση κειμηλίων που προέρχονταν από μονές της Ελλάδας και από διαλυμένες ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Μουσείο ανοίγει για το κοινό το 1946. Με τη βοήθεια του σχεδίου Μάρσαλ κτίζεται νέα αίθουσα και αναδιοργανώνεται το εργαστήριο συντήρησης. Τη δεκαετία του 1950 αρχίζουν οι πρώτες περιοδικές εκθέσεις, η μία με τις αγιογραφίες του Φώτη Κόντογλου και η άλλη με αντίγραφα από τα ψηφιδωτά της Ραβέννας. Δίπλα στον τότε διευθυντή Σωτηρίου εργάζεται συνεχώς, ακούραστη ερευνήτρια, η Μαρία Σωτηρίου, πρώτη Ελληνίδα βυζαντινολόγος.
Όμως το Βυζαντινό Μουσείο του 21ου αιώνα συγκροτείται στη βάση μιας εντελώς νέας μουσειολογικής πρότασης, που υπακούει στις απαιτήσεις της σύγχρονης μουσειολογίας.
«Εκφάνσεις Μουσειοπαιδαγωγικής στο Γυμνάσιο: Ελληνικά Ψηφιακά Μουσεία» (Συντονίστρια: Ηλιάδη Αμαλία ΠΕ02, Διευθύντρια 3ου Γυμνασίου Τρικάλων )
Με τον όρο Μουσείο εννοούμε ένα κτίριο, όπου προφυλάσσεται , εκτίθεται και αξιοποιείται μια συλλογή αντικειμένων ή ευρημάτων διαφόρων θεματικών κλάδων όπως πολιτιστικών, επιστημονικών και τεχνικών. Η ιδέα συγκέντρωσης της δημόσιας περιουσίας κάθε τόπου ανάγεται στην κλασσική αρχαιότητα. Εκείνες τις εποχές τα πολύτιμα αντικείμενα καθώς και τα αξιοθαύμαστα ευρήματα φυλάσσονταν στους ελληνικούς ναούς, και αργότερα στους Ρωμαϊκούς. Από τον 15ο αιώνα διαθέτουμε τις πρώτες βασιλικές και ηγεμονικές συλλογές. Ωστόσο, μόλις τον 18ο αιώνα γεννήθηκε η αντίληψη του μουσείου ως χώρου συγκέντρωσης εκθεμάτων, στον οποίο μπορεί να έχει πρόσβαση ο καθένας μας. Έτσι η ιστορία, η κουλτούρα, ο πολιτισμός, η τέχνη, τα ήθη και τα έθιμα του κάθε ξεχωριστού λαού, επρόκειτο να παραμείνουν <<ζωντανά>> και άθικτα με την πάροδο του χρόνου.

Παρόλο που η είσοδος στα μουσεία είναι ανοιχτή σε όλους, είναι πρακτικά αδύνατο να επισκεφτούμε όλα όσα μας κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Ωστόσο, η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας έλυσε το τεράστιο αυτό πρόβλημα δημιουργώντας τα ψηφιακά ή εικονικά μουσεία. Αυτό σημαίνει ότι διαμέσου του διαδικτύου, έχουμε τη δυνατότητα να <<επισκεφτούμε>> ένα μουσείο το οποίο εντοπίζεται στην άλλη άκρη του κόσμου. Έτσι μπορούμε να αντλήσουμε ποικίλες πληροφορίες για την ιστορία του, το κτίριο στο οποίο τοποθετείται, τους δωρητές του καθώς και για τα πολιτιστικά, επιστημονικά ή τεχνολογικά ευρήματα που φιλοξενεί. Τα εικονικά μουσεία διαθέτουν επίσης πλούσιο φωτογραφικό υλικό, στο οποίο συνήθως απεικονίζεται η εξωτερική τους όψη και τα ευρήματά τους.

Έπειτα από μεγάλη έρευνα, αποφάσισα να ασχοληθώ με το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Ιδρύθηκε το 1986, με σκοπό να φιλοξενήσει την ιδιωτική συλλογή της οικογένειας Γουλανδρή. Έκτοτε προστέθηκαν και άλλα εξίσου αξιόλογα ευρήματα και έτσι δημιουργήθηκαν τρεις πολιτισμικές ενότητες : η Κυκλαδική, η αρχαία Ελληνική και η αρχαία Κυπριακή τέχνη.

Το μουσείο απέκτησε τεράστια απήχηση διότι τα εκθέματά του, αποτελούσαν και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας και του πολιτισμού μας. Για τον λόγο αυτό, οι δωρητές του αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα αντίστοιχο εικονικό μουσείο, που να παρουσιάζει όλες τις συλλογές ψηφιακά. Έτσι μαρμάρινα ή πήλινα ειδώλια και αγγεία, σφραγιδόλιθοι με επικάλυψη φύλλων χρυσού και κάθε λογής «αγαθά» εκτίθενται πλέον και ηλεκτρονικά.
Κατά τη γνώμη μου, τα παραπάνω εκθέματα είναι σαγηνευτικά και συμπληρώνουν σημαντικά την ιστορία του τόπου μας. Παρόλο που τα ψηφιακά μουσεία «αντικαθιστούν» τα πραγματικά και μας διευκολύνουν στην εύρεση διαφόρων πληροφοριών, δεν μας συγκινούν το ίδιο όπως το να δούμε από κοντά τα αυθεντικά ευρήματα. Συνοψίζοντας θα έλεγα πως ο κάθε τύπος μουσείου διαθέτει και πλεονεκτήματα αλλά και μειονεκτήματα.

Η μαθήτρια της Β’ τάξης του 3ου
Γυμνασίου Τρικάλων
Μπαταγιάννη Μαρία-Κωνσταντίνα

Array

 

Δείτε όλα τα βίντεο στο WEBTV του trikalaola.grClick στην TV
Συγκεντρωμένα όλα ΕΔΩ