19.1 C
Trikala
Κυριακή, 5 Μαΐου, 2024

Καταπύγονες και βάταλοι στην περιπέτεια της σχέσης (άρθρο)

του Σοφοκλή Απ. Μητρούσια

- Advertisement -

π. Σχολικού Συμβούλου Φιλολόγων

Πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν, κα οδν πόβλητον[1].

 

Στον αέναο κύκλο της ανθρώπινης παρουσίας με τα χαρακτηριστικά ιδιώματα της άρθρωσης έλλογου φωνήματος και τη δυναμική της συμβιωτικής αναγκαιότητας κοινωνούνται τα στοιχεία που συστήνουν τον πολιτισμικό ιστό της ανθρωπότητας, με ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και συμπορεύσεις που μορφοποιούν το εκάστοτε παρόν. Νομοτελειακά και αυτό παραδίνει τη σκυτάλη σε νέες πραγματικότητες, αφήνοντας πάντα το δημιουργικό ίχνος, το πνευματικό κατόρθωμα και το αποτύπωμα των ενεργημάτων του στα πεδία, όπου δοκιμάζεται και αθλείται η νόηση για το κοινωνικό κατόρθωμα της αλληλοπεριχώρησης. Με μηχανισμούς ασφαλιστικών δικλείδων κριτικής θεώρησης των νέων δεδομένων εκκεντρώνουν οι μέτοχοι του πολιτισμικού παραδείγματος τους ζωτικούς βλαστούς στο κλαδί των συμβιωτικών αναγκαιοτήτων, με ζητούμενο και διακαώς ποθούμενο άμεσης μάλιστα προτεραιότητας την ενδυνάμωση και απελευθέρωση των δυνατοτήτων της ενδιάθετης κοινωνικής δυναμικής για την ίδρυση και σύσταση πλέγματος συνθηκών, ικανών να ανταποκριθούν στην ομοείδεια της κοινότητας.

Αναζητώντας την απαρχή της συμπαντικής δημιουργίας η ανθρώπινη διανόηση την απέδωσε στα πρώτα στάδια της απορητικής διαδρομής σε δυνάμεις υπέρτερες, συσχετίζοντάς τες είτε με φυσικές επενέργειες, είτε με ανθρωπομορφικές οντότητες, οι δυνατότητες των οποίων στοίχειωναν την ύπαρξή του. Απότοκο  της ανάγκης κατασφάλισης της ατομικότητας από τη βιαιότητα του υπέρτερου λογίζονται οι θρησκείες, αποτυπωμένες με πολυποίκιλες εκφραστικές παραστάσεις στο επίκεντρο κάθε συλλογικότητας. Στον μονοθεϊσμό της χριστιανικής πίστης, μολονότι η αφετηρία της, μετά την καθιέρωσή της από τον Μέγα Θεοδόσιο στις 27-2-380, ως επίσημης θρησκείας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (religium imperii), υπήρξε κοινό άθλημα για την κατάφαση στην κλήση του Χριστού, σταδιακά επήλθε το σχίσμα (1054) που αποδόμησε οριστικά και αμετάκλητα την εκκλησιαστική ενότητα, εγκαινιάζοντας οι μεν δυτικοί οντολογικό πλαίσιο με βάση το άτομο ως αυτόνομη υπόσταση, ικανή να λειτουργεί με τις κτιστές ιδιότητες, με αναγωγή της νόησης σε δύναμη κατασφάλισης ατομικών βεβαιοτήτων και την πεποίθηση πως η γνώση εξαντλείται στη διατύπωσή της, ενώ η ανατολική καθολική Εκκλησία διατήρησε τον αποφατισμό της εκκλησιαστικής αλήθειας, βιώνοντας τον τριαδικό τρόπο υπάρξεως, τη ζωή ως αυτοπροσφορά και αυθυπέρβαση αγάπης με προεξάρχουσα οντολογική αξία το πρόσωπο.

Θεμελιώδης αρχή και προϋπόθεση της ορθοδοξίας ο αποφατισμός της αλήθειας, καθώς η γνώση της δεν απορρέει από την κατανόηση των λεκτικών φανερώσεών της, αλλά με τη μετοχή στην αμεσότητα της εμπειρίας, στην αλήθεια της ζωής, που δεν ταυτίζεται με την επιθυμία της ατομικής επιβίωσης, αλλά σηματοδοτείται από την καταφατική απάντηση στην κλήση του Χριστού για αυτοπαραίτηση από την πίστη στις υπαρκτικές δυνατότητας του κτιστού, από  παραφορά ερωτική στο πρόσωπό Του. Η ελευθέρωση της φύσης από τη μέγγενη της αυθυπαρξίας δωρίζει την προσωπική σωτηρία μόνο σε αυτό το επίπεδο της ατομικής ύπαρξης, καθώς η αναίρεση του θανάτου δε συνιστά επίτευγμα της φύσης, αλλά αποκλειστικό έργο και χάρισμα του Ακτίστου.

Οι νέες επιστημονικές ανακαλύψεις, προτάσεις και εφαρμογές, καθώς τα διανοητικά επιτεύγματα εισχωρούν μεθοδικά στον μικρόκοσμο των υποατομικών σωματιδίων, αγγίζουν την περιφέρεια της μεταφυσικής, πραγματικότητας, με την οποία βρίσκονται σε διάσταση αφετηριακή. Έννοιες όπως αρχή της κβαντικής αβεβαιότητας, κατά την οποία είναι αδύνατη η μέτρηση της θέσης και της ταχύτητας  ενός φωτονίου· ο κυματοσωματιδιακός δυϊσμός που εμφανίζει θεμελιώδεις οντότητες της φύσης με δύο υποστάσεις, κυματικής και σωματιδιακής συμπεριφοράς·  το παράδοξο της γάτας του Schrödinger που κλεισμένη στο κουτί βρίσκεται σε κατάσταση υπέρθεσης, δηλ. και ζωντανή και νεκρή· η διέλευση ενός ηλεκτρονίου διαμέσου του συστήματος των δύο σχισμών συναποτελούν ορισμένα από τα χαρακτηριστικά των επιστημονικών επιτευγμάτων που, αν μη τι άλλο, αποδεικνύουν τη ρευστότητα των φαινομένων και διαψεύδουν τους υποστηρικτές της ορθής συλλογιστικής ως υποκατάστατου της δυναμικής απροσδιοριστίας της ζωής.

Τόσο αυτό το πείραμα του Thomas Young (πείραμα των δύο σχισμών,  απέδειξε  λανθασμένη την πρόταση του Ισαάκ Νεύτωνα ότι το φως είναι ρεύμα σωματιδίων), όσο και οι άπειρες αναθεωρήσεις και άλλες εκπλήσσουσες ανατροπές στο επιστημονικό πεδίο όλων των τομέων του επιστητού υπογραμμίζουν πως η πραγματικότητα της ζωής δεν εξαντλείται, πολλώ δε μάλλον δεν αποκαλύπτεται στη φαινομενολογία των συμπτωμάτων, καθώς αναδύονται στη διανοητική αυτή διελκυστίνδα οι πολωτικές αντιθέσεις: υπερβατικό και εγκόσμιο, αυθεντία και έρευνα, κοσμικό και ιερό, αποκάλυψη και εμπειρία, πίστη και γνώση, υποταγή και αμφισβήτηση.

Προκειμένου όμως να διατηρείται στη μέγιστη δυναμική της η διαμορφωμένη πραγματικότητα, οι εξουσιαστικές δομές του συστήματος  (πολιτικές, οικονομικές, θρησκευτικές) κατασκευάζουν αναγκαιότητες που τις ανάγουν σε αξίες, ιδεώδη ή ιδεολογήματα που καλύπτουν όλο το φάσμα των δράσεων τους. Με την απαξίωση, την υποτίμηση και τον στιγματισμό της υποστατικής ετερότητας μειονότητες εθνικές, θρησκευτικές ή διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού βρέθηκαν στο στόχαστρο και τη χλεύη του εκάστοτε συστήματος που εκμηδένιζε το πρόσωπο, πάνω στο οποίο ιδρύεται η οντολογία της Ανατολικής χριστιανικής Εκκλησίας. Το πρόσωπο δεν είναι άτομο, μονάδα με νόηση και αυτονομημένες από στόχους αιτίας και λόγου –σκοπού λειτουργίες, αποσυνδεδεμένες από κάθε συνάρτηση αιτιώδους αρχής  και αποκαραδοκίας τέλους· είναι έννοια που ορίζει την υπαρκτική ουσία της σε σχέση με τον Άλλον, για τον οποίο και χάρη στον οποίο υπάρχει σε μια δυαδικότητα αναφοράς. Την αναφορικότητα του προσώπου συνδηλώνουν τα συνθετικά του όρου (πρὸς + ὤψ, γεν. ὠπὸς = ὄψη). Χωρίς την αναφορικότητα δεν υφίσταται πρόσωπο, αλλά μονάδα αποκομμένη και αλλοτριωμένη από τον φυσικό της προορισμό, την αθανασία, αφού η φυσική φθορά οδηγεί στην ανυπαρξία, μόνο όταν την επιλέγουμε, αρνούμενοι να ανταποκριθούμε στο κάλεσμα του Κυρίου να εισέλθουμε στη Βασιλεία Του. Αν όμως τα δυο μέτρα γης ορίζουν το τέλος του ανεπανάληπτου ταξιδιού μας, τότε ανάγεται αυτοδίκαια σε ύψιστη πολιτική φιλοσοφία ο πολιτικός τυχοδιωκτισμός.

Στον βαθμό που η κοινωνία συνιστά κατόρθωμα σχέσεων, υπερβαίνει αναγκαιότητες χρηστικές, πιστώνοντας τον αυτοσκοπό της υπαρκτικής ελευθερίας. Γι’ αυτό, πολιτισμός δίχως την τόλμη της εξόδου στη σχέση υποκαθιστά την οντολογία με την ψυχολογία, την εγκύστωση στην ενδογενή αυτάρκεια του ψυχικού βιώματος[2]. Απότοκο της ελευθερίας του υποκειμένου από τις ασύνειδες εγωτικές ενορμήσεις, που διέπουν κάθε οντότητα ως αναγκαιότητες ανελαστικές, λογίζεται η αγάπη, της οποίας ο εκστατικός χαρακτήρας σημαίνει την έξοδο  από τη γραμμή αυτοάμυνας του εγώ, τη μεταπήδηση του σκοπού και του τρόπου ύπαρξης από τη βούληση αυθυπαρξίας, δοσμένης σε κάθε κτιστή οντότητα, στην ελευθερία της σχέσης με την Αυτοαιτία. Είναι συμβατή η αγάπη ως τρόπος ύπαρξης και ενέργειας του Θεού με τον ταυτόχρονο αποκλεισμό από την κοινωνία των σχέσεων ανθρώπων με αποκλίσεις ερωτικές, ακόμα και αν αποδέχονται την σωτήρια είσοδο στην υπαρκτική πληρότητα;

Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί[3]. Θα εγκαταλείψει το δημιούργημά Του στους ανατρεπτικούς της κανονικότητας φυσικούς μεταβολισμούς, για τους οποίους ουδεμίαν ευθύνη φέρει και θα τους ρίξει στον λάκκο της κοινωνικής απαξίωσης και χλεύης ή θα τους επιτρέψει να Τον βιώσουν εμπειρικά ως συνεχή έκχυση αγάπης και παραφορά ερωτικής αγαθότητας; Αν αποστεωμένοι ηθικά θρησκειοαμύντορες εκσφενδονίζουν την πέτρα του αναθέματος, εκφράζουν την αμετροέπεια της εγκυστωμένης τους αλογίας τους. Εντούτοις, το άλογο δεν μπορεί να νικηθεί από το έλλογο, αλλά από το υπέρλογο[4]. Η πλειονότητα των κοινωνών αποδείχθηκε ωριμότερη των συνθηκών να δεχθεί στους κόλπους της την ομοφυλία ως άλλη πλευρά της ανθρώπινης φύσης[5].

Προς τους ελληνικής κοπής κήνσορες και ηθικομετρητές αποτεινόμενοι να υπενθυμίσουμε πως  ο μεγάλος Σκιπίων Αφρικανός, αντίπαλος του Αννίβα, αντικρίζοντας την Καρχηδόνα παραδομένη στις φλόγες από τις λεγεώνες του, δάκρυσε για τη μοίρα των εχθρών του. Να κρίνουν με το μέτρο των ιδίων αμαρτημάτων – αστοχιών, αφού ενίοτε το να έχεις απόψεις είναι ο καλύτερος τρόπος να αποφεύγεις να σκέφτεσαι[6]· να επιτρέψουν στους αποδέκτες της φυσικής δυστροπίας να μην πιστεύουν στον Θεό, αλλά ο Θεός να πιστεύει σ’ αυτούς. Στη σωτηριολογική πρόταση που κομίζει η Εκκλησία για εμπειρική ψηλάφηση του νοήματος της ζωής θα συμπεριλάβει και τους «κολασμένους» της γης ή στη συμπερίληψη θα αγνοήσει τις ετερότητες των υποστάσεων; Θα σεβαστούν την ιερότητα της προϋποθετικής αρχής των κτιστών οντοτήτων;  Θα απορρίψουν το πρόσωπο,  που αντανακλά την ατομικότητα στην περιπέτεια  αναζήτησης τρόπου ζωής; Στις δε σεπτές και πολιές κεφαλές όσων από τους ενιστάμενους ιεράρχες υπερκεράζουν τον νηφάλιο λόγο της Ιεράς Συνόδου να επιφοιτήσει το Άγιο Πνεύμα με τις πύρινες γλώσσες κατάστικτες από την ευ-αγγελία της πρόρρησης πως στην τρικυμία ο καπετάνιος δεν κοιτάζει τα κύματα, αλλά τα αστέρια[7]. Ας κληθούν, επιτέλους,  στο δείπνο της Εκκλησίας των αγαπητικών σχέσεων, ἐλέῳ Θεοῦ, και οι «κολασμένοι» – οι καταπύγονες και οι βάταλοι.

Σοφοκλής Απ. Μητρούσιας

π. Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων

 

[1] Πρὸς Τιμόθεον Α΄ ἐπιστολὴ Παύλου 4, 4.

[2] Χρήστου Γιανναρᾶ, Σχόλιο στὸ Ἆσμα ἀσμάτων, σελ. 122, ἐκδ. Ἴκαρος

[3] Ἰωάννου ἐπιστολὴ καθολικὴ πρώτη 4, 16.

[4] Nikolai Berdyaev.

[5] Vasily Vasilyevich Rozanov.

[6] Nicolás Gómez Dávila.

[7] Søren Aabye Kierkegaard.

Array

 

Δείτε όλα τα βίντεο στο WEBTV του trikalaola.grClick στην TV
Συγκεντρωμένα όλα ΕΔΩ