Του Κων/νου Β. Παυλάκου,
π. Σχολικού Συμβούλου Φιλολόγων
Τι είναι το παρατσούκλι; Είναι πρόσθετο όνομα, συνήθως σκωπτικό ή ειρωνικό· παρωνύμιο.
Ετυμολογία: Από το μεσαιων. Παρατσούκλιον <παρατίτλιον υποκοριστ. του ελληνιστ. παράτιτλον (= σχόλιο στο περιθώριο).
Και ο καθηγητής Μπαμπινιώτης : πατα-τίτλ-ιον, υποκοριστ. του μεσαιων. παρά-τιτλ-ον (περιθωριακό σχόλιο) κι αυτό από το παρά+τίτλος με τσιτακισμό ( /ti> /tsi)
Αναφέρονται παραδείγματα
- Γάκης, Γούλας: υποκοριστικά από το Γεώργιος
- Γιαννακόπουλος παιδί του Γιαννάκου ή Γιαννακού το οποίο είναι υποκοριστικό του εβρ. Ιωάννης (= ο Θεός να δώσει)· το Ιω είναι σύντμηση του Ιεχωβά [Τριανταφυλλίδης, σελ. 84]
- Γιοντζής από το τουρκ. Yoncu = λεπτουργός
- Γιώτης από το Παναγιώτης
- Γκαλέας από το λατιν. galea που σημαίνει γαλή (=γάτα) ή κουνάβι (νυφίτσα)
- Γκότσης από το τουρκ. Koc = κριάρι, μτφρ. Παλληκαράς
- Γκούμας (αρβανίτικο) από το Γιακουμής<Ιάκωβος<το εβραϊκό Ιακώβ (=πτέρνα, ίχνος)
- Δάλας από τη βλάχικη λ. dala = Ξινόγαλα [Δάλα-γιώργος]
- Ζάχος· σύντμηση του εβρ. Ζαχαρίας = αυτός τον οποίον ο Γιαχβέ ενθυμείται. [όπως Βάσος από το Βασίλης ή Γάκος, Γάτσος- Γεωργάκος από το Γιώργος]
- Ζολώτας, ρωσ. zoloto = χρυσάφι
- Καζαντζής (τουρκ. Kazanci) : που κατασκευάζει καζάνια. Από εδώ και το Καζαντζάκης, δηλ, ο απόγονος του Καζαντζή [η κατάληξη -άκης εδώ δεν είναι υποκοριστική αλλά πατρωνυμική]
- Κάλβος από το λατιν. Calvus = φαλακρός
- Καλιτσουνάκης· από το καλιτσούνι = είδος τυρόπιτας στην Κρήτη
- Κάλφας· από το τουρκ. Kalfa = πρώτος τεχνίτης
- Καμπανάρης· που κατασκευάζει ή και πωλεί καμπάνες (καμπάνα από την ύστερη λατιν. λ. campana
- Καμπανιάρης από την ιταλ. λ. campagna = δημοσιογραφική εκστρατεία που έχει σκοπό να προβάλει και να προωθήσει κάποιο ζήτημα πολιτικού, κοινωνικού ή πολιτιστικού περιεχομένου. Συνεπώς Καμπανιάρης είναι αυτός που επιχειρεί την ως άνω εκστρατεία.
- Κατσίκης· από το τουρκ. Kacik = χαμένος, τρελός, αλλά συχνότερα από το αλβ. Kats = νεογνό κατσίκας – γίδας ή το τουρκ. Keci = γίδα [Τριανταφυλλίδης, σελ. 70]
- Κούγιας· από το σλαβ. Kuja = πεταλωτής
- Μουλάς ֹ από το αραβοτούρκ. molla = θεολόγος, σοφός, κύριος – διαβασμένος στα θρησκευτικά.
- Νημάς· από τη λ. νήμα, η οποία προέρχεται από το ρ. νήθω = μετατρέπω το μαλλί ή το βαμβάκι σε νήμα (κλωστή) με τη μηχανή ή με το χέρι. Συνεπώς Νημάς είναι αυτός που κατασκευάζει ή πωλεί νήματα [πρβλ. Μελάς = που παράγει ή πωλεί μέλι, Τσαρουχάς = που κατασκευάζει ή πωλεί τσαρούχια, Ψωμάς = ο αρτοποιός, αρτοπώλης, φούρναρης]
- Παλαιολόγος· που συλλέγει, καταγίνεται με τα’αρχαία [Το Κωνσταντίνος από το λατιν. Constantinus κι αυτό από το λατιν. επίθετο constans = σταθερός, βέβαιος].
- Πατέρας· από παρατσούκλι που σημαίνει συγγένεια και ηλικία.
- Παυλάκος ֹ υποκοριστικό ή απόγονος του Παύλος, που προέρχεται από το λατινικό Paulus που σημαίνει μικρός.
Επιστράτευση (Ιούλιος 1974)
Κώστας Παυλάκος (αριστερά), Γιάννης Ρεντζιάς (δεξιά)
- Ρεντζιάς· από τη λ. ρέντζα = στομάχι κότας, πουλερικών
Επιστράτευση (Ιούλιος 1974)
Κώστας Παυλάκος (καθιστός δεξιά)
- Σαλέπης·από το τουρκ. Salep (=είδος φυτού από τη ρίζα του οποίου παρασκευάζεται παχύρευστο θερμαντικό ποτό)
- Σαράφης· από το αραβοτουρκ. sarraf = τραπεζίτης, αργυραμοιβός
- Σγάρας· από τη λέξη σγάρα(η) = πρόλοβος, γκούσια των πουλιών
- Τζάρτζανος από τη λ. τζαρτζάνι = πετεινός ψηλός
- Τρίκας · από το χαϊδευτικό Αντρίκος (ή Δημητρίκας).
- Τσέλιος ֹ (βλάχικο) υποκοριστικό-χαιδευτικό του Στέργιος.
- Χαντζής ֹ από το τουρκ. hanci = ξενοδόχος [χάν-ι]
- Χαρδαλιάς · από το αραβοτουρκ. hardalya = μουστάρδα, σινάπι.
- Χατζής · από το αραβοτουρκ. haci = προσκυνητής
ΟΝΟΜΑΤΑ ΛΑΤΙΝΩΝ (ΡΩΜΑΙΩΝ)
(Από παρατσούκλια δηλωτικά σωματικών προπάντων ιδιοτήτων)
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
- Κικέρων (cicer = ρεβύθι), 2) Cincinnatus = σγουρομάλλης (cincinus = βόστρυχος), 3) Calvus = φαλακρός, 4) Naso (ο Οβίδιος) = μυταράς [πρβλ. Μυταράς, Μυταράκης], 5) Claudius = κουτσός, 6) Flaccus = αυτιάς, 7) Livius = γαλαζωπός, 8) Catilina = σκυλίσιο κρέας, (catulus= νέος σκύλος, κουτάβι), 9) Paulus = μικρός, 10) Rufus = κόκκινος.
ΟΝΟΜΑΤΑ ΞΕΝΩΝ [ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ]
Α) Γαλλικά : Pasteur = παπάς, Racine = Ρίζα
Β) Γερμανικά : Koch = μάγειρος, Schumann – Schubert = τσαγκάρης, Schmidt = χαλκιάς, Weber = ανυφαντής, Goethe = νονός, Schiller = αλλήθωρος, Mozart = μεγάλη επιθυμία, θάρρος, θυμός, Rotschild = κόκκινη ασπίδα (το οικόσημο στο κατάστημά του), Bach = ρυάκι, Fichte = που κατοικεί κοντά στα πεύκα.
Γ) Αγγλικά : Bacon = λαρδί, αλατισμένο κρέας, Shakespeare (Σαίξπηρ)= που πάλλει το ακόντιο, Poe = παγόνι, Grey = γκρίζος, Brown = καφετής, White = άσπρος, Devil = διάβολος, Clark = μαραγκός, Clerk = παπάς, διαβασμένος, γραμματικός, Smith = σιδεράς, Taylor = ράφτης
Δ) Ισπανοεβραϊκό Spinosa = αγκαθωτός
Ε) Ινδικό : Gandhi = που πωλεί μπαχαρικά, μυρωδικά, παντοπώλης.
Βιβλιογραφία
- Μανόλης Τριανταφυλλίδης: ΤΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΜΑΣ ΟΝΟΜΑΤΑ, Θεσσαλονίκη 1995
- Ηλία Ι. Κωνσταντίνου : ΛΕΞΙΚΟ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ, Εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, Αθήνα 1992
- Διαδικτυακές πηγές
- Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 1998
- Ιωάν. Σταματάκου : Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Τρίτομο)
- Δημητράκου: Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης (15 τόμοι)
- Σταύρος Βασδέκης: Ετυμολογικό Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας.
- Γ. Μπαμπινιώτη : Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας
- Hofmann : Ετυμολογικόν Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής
- Ν. Ανδριώτη, Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Β΄Έκδοση, Θεσσαλονίκη 1967
Στέφ. Κουμανούδη, ΛΕΞΙΚΟΝ ΛΑΤΙΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ