22.9 C
Trikala
Κυριακή, 19 Μαΐου, 2024

Ονόματα από παρατσούκλια

Του Κων/νου Β. Παυλάκου,

- Advertisement -

π. Σχολικού Συμβούλου Φιλολόγων

 

Τι είναι το παρατσούκλι; Είναι πρόσθετο όνομα, συνήθως σκωπτικό ή ειρωνικό· παρωνύμιο.

Ετυμολογία: Από το μεσαιων. Παρατσούκλιον <παρατίτλιον υποκοριστ. του ελληνιστ. παράτιτλον (= σχόλιο στο περιθώριο).

Και ο καθηγητής Μπαμπινιώτης : πατα-τίτλ-ιον, υποκοριστ. του μεσαιων. παρά-τιτλ-ον (περιθωριακό σχόλιο) κι αυτό από το παρά+τίτλος με τσιτακισμό ( /ti> /tsi)

 

Αναφέρονται παραδείγματα

  • Γάκης, Γούλας: υποκοριστικά από το Γεώργιος
  • Γιαννακόπουλος παιδί του Γιαννάκου ή Γιαννακού το οποίο είναι υποκοριστικό του εβρ. Ιωάννης (= ο Θεός να δώσει)· το Ιω είναι σύντμηση του Ιεχωβά [Τριανταφυλλίδης, σελ. 84]
  • Γιοντζής από το τουρκ. Yoncu = λεπτουργός
  • Γιώτης από το Παναγιώτης
  • Γκαλέας από το λατιν. galea που σημαίνει γαλή (=γάτα) ή κουνάβι (νυφίτσα)
  • Γκότσης από το τουρκ. Koc = κριάρι, μτφρ. Παλληκαράς
  • Γκούμας (αρβανίτικο) από το Γιακουμής<Ιάκωβος<το εβραϊκό Ιακώβ (=πτέρνα, ίχνος)
  • Δάλας από τη βλάχικη λ. dala = Ξινόγαλα [Δάλα-γιώργος]
  • Ζάχος· σύντμηση του εβρ. Ζαχαρίας = αυτός τον οποίον ο Γιαχβέ ενθυμείται. [όπως Βάσος από το Βασίλης ή Γάκος, Γάτσος- Γεωργάκος από το Γιώργος]
  • Ζολώτας, ρωσ. zoloto = χρυσάφι
  • Καζαντζής (τουρκ. Kazanci) : που κατασκευάζει καζάνια. Από εδώ και το Καζαντζάκης, δηλ, ο απόγονος του Καζαντζή [η κατάληξη -άκης εδώ δεν είναι υποκοριστική αλλά πατρωνυμική]
  • Κάλβος από το λατιν. Calvus = φαλακρός
  • Καλιτσουνάκης· από το καλιτσούνι = είδος τυρόπιτας στην Κρήτη
  • Κάλφας· από το τουρκ. Kalfa = πρώτος τεχνίτης
  • Καμπανάρης· που κατασκευάζει ή και πωλεί καμπάνες (καμπάνα από την ύστερη λατιν. λ. campana
  • Καμπανιάρης από την ιταλ. λ. campagna = δημοσιογραφική εκστρατεία που έχει σκοπό να προβάλει και να προωθήσει κάποιο ζήτημα πολιτικού, κοινωνικού ή πολιτιστικού περιεχομένου. Συνεπώς Καμπανιάρης είναι αυτός που επιχειρεί την ως άνω εκστρατεία.
  • Κατσίκης· από το τουρκ. Kacik = χαμένος, τρελός, αλλά συχνότερα από το αλβ. Kats = νεογνό κατσίκας – γίδας ή το τουρκ. Keci = γίδα [Τριανταφυλλίδης, σελ. 70]
  • Κούγιας· από το σλαβ. Kuja = πεταλωτής
  • Μουλάς ֹ από το αραβοτούρκ. molla = θεολόγος, σοφός, κύριος – διαβασμένος στα θρησκευτικά.
  • Νημάς· από τη λ. νήμα, η οποία προέρχεται από το ρ. νήθω = μετατρέπω το μαλλί ή το βαμβάκι σε νήμα (κλωστή) με τη μηχανή ή με το χέρι. Συνεπώς Νημάς είναι αυτός που κατασκευάζει ή πωλεί νήματα [πρβλ. Μελάς = που παράγει ή πωλεί μέλι, Τσαρουχάς = που κατασκευάζει ή πωλεί τσαρούχια, Ψωμάς = ο αρτοποιός, αρτοπώλης, φούρναρης]
  • Παλαιολόγος· που συλλέγει, καταγίνεται με τα’αρχαία [Το Κωνσταντίνος από το λατιν. Constantinus κι αυτό από το λατιν. επίθετο constans = σταθερός, βέβαιος].
  • Πατέρας· από παρατσούκλι που σημαίνει συγγένεια και ηλικία.
  • Παυλάκος ֹ υποκοριστικό ή απόγονος του Παύλος, που προέρχεται από το λατινικό Paulus που σημαίνει μικρός.

Επιστράτευση (Ιούλιος 1974)
Κώστας Παυλάκος (αριστερά), Γιάννης Ρεντζιάς (δεξιά)

 

 

  • Ρεντζιάς· από τη λ. ρέντζα = στομάχι κότας, πουλερικών

 

Επιστράτευση (Ιούλιος 1974)
Κώστας Παυλάκος (καθιστός δεξιά)

  • Σαλέπης·από το τουρκ. Salep (=είδος φυτού από τη ρίζα του οποίου παρασκευάζεται παχύρευστο θερμαντικό ποτό)
  • Σαράφης· από το αραβοτουρκ. sarraf = τραπεζίτης, αργυραμοιβός
  • Σγάρας· από τη λέξη σγάρα(η) = πρόλοβος, γκούσια των πουλιών
  • Τζάρτζανος από τη λ. τζαρτζάνι = πετεινός ψηλός
  • Τρίκας · από το χαϊδευτικό Αντρίκος (ή Δημητρίκας).
  • Τσέλιος ֹ (βλάχικο) υποκοριστικό-χαιδευτικό του Στέργιος.
  • Χαντζής ֹ από το τουρκ. hanci = ξενοδόχος [χάν-ι]
  • Χαρδαλιάς · από το αραβοτουρκ. hardalya = μουστάρδα, σινάπι.
  • Χατζής · από το αραβοτουρκ. haci = προσκυνητής

 

ΟΝΟΜΑΤΑ ΛΑΤΙΝΩΝ (ΡΩΜΑΙΩΝ)

(Από παρατσούκλια δηλωτικά σωματικών προπάντων ιδιοτήτων)

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

  • Κικέρων (cicer = ρεβύθι), 2) Cincinnatus = σγουρομάλλης (cincinus = βόστρυχος), 3) Calvus = φαλακρός, 4) Naso (ο Οβίδιος) = μυταράς [πρβλ. Μυταράς, Μυταράκης], 5) Claudius = κουτσός, 6) Flaccus = αυτιάς, 7) Livius = γαλαζωπός, 8) Catilina = σκυλίσιο κρέας, (catulus= νέος σκύλος, κουτάβι), 9) Paulus = μικρός, 10) Rufus = κόκκινος.

 

ΟΝΟΜΑΤΑ ΞΕΝΩΝ [ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ]

Α) Γαλλικά : Pasteur = παπάς, Racine = Ρίζα

Β) Γερμανικά : Koch = μάγειρος, Schumann – Schubert = τσαγκάρης, Schmidt = χαλκιάς, Weber = ανυφαντής, Goethe = νονός, Schiller = αλλήθωρος, Mozart =  μεγάλη επιθυμία, θάρρος, θυμός, Rotschild =  κόκκινη ασπίδα (το οικόσημο στο κατάστημά του), Bach = ρυάκι, Fichte = που κατοικεί κοντά στα πεύκα.

Γ) Αγγλικά : Bacon = λαρδί, αλατισμένο κρέας, Shakespeare (Σαίξπηρ)= που πάλλει το ακόντιο, Poe = παγόνι, Grey = γκρίζος, Brown = καφετής, White = άσπρος, Devil = διάβολος, Clark = μαραγκός, Clerk = παπάς, διαβασμένος, γραμματικός, Smith = σιδεράς, Taylor = ράφτης

Δ) Ισπανοεβραϊκό Spinosa = αγκαθωτός

Ε) Ινδικό : Gandhi = που πωλεί μπαχαρικά, μυρωδικά, παντοπώλης.

Βιβλιογραφία

  • Μανόλης Τριανταφυλλίδης: ΤΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΜΑΣ ΟΝΟΜΑΤΑ, Θεσσαλονίκη 1995
  • Ηλία Ι. Κωνσταντίνου : ΛΕΞΙΚΟ ΤΩΝ ΞΕΝΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ, Εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ, Αθήνα 1992
  • Διαδικτυακές πηγές
  • Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 1998
  • Ιωάν. Σταματάκου : Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Τρίτομο)
  • Δημητράκου: Μέγα Λεξικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης (15 τόμοι)
  • Σταύρος Βασδέκης: Ετυμολογικό Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας.
  • Γ. Μπαμπινιώτη : Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας
  • Hofmann : Ετυμολογικόν Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής
  • Ν. Ανδριώτη, Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Β΄Έκδοση, Θεσσαλονίκη 1967

Στέφ. Κουμανούδη, ΛΕΞΙΚΟΝ ΛΑΤΙΝΟΕΛΛΗΝΙΚΟΝ

Array

 

Δείτε όλα τα βίντεο στο WEBTV του trikalaola.grClick στην TV
Συγκεντρωμένα όλα ΕΔΩ