23 C
Trikala
Κυριακή, 5 Μαΐου, 2024

Στη μνήμη των ηρώων του Πολυτεχνείου

Τιμής ένεκεν

- Advertisement -

Μνήμη, αδούλωτη και λεύτερη

Στη μνήμη των ηρώων του Πολυτεχνείου

 

…Και η μνήμη, αδούλωτη και λεύτερη,

όπως της έλαχε να είναι,
τρέχει μέσα από σύθαμπα πυκνά και πηχτά,
τρέχει σε πεδιάδες, λαγκάδια και βράχους,
τρέχει στις πόλεις, γειτονιές και χωριά,
σκοντάφτει πάνω σε θύτες, πάνω σε θύματα,
περνά μέσα από αγχόνες, πάνω από τάφους
κι ακούει κραυγές, βογγητά και τσιρίγματα.

Βλέπει καπνούς, φωτιές και γκρεμίσματα,
βιασμούς, πάθη και μίση και αφουγκράζεται
της μάνας και των παιδιών της πόνους και οδύνες.

Συναντά πατριώτες, αγωνίστριες και νέους λεβέντες
και σκιάζεται σκιές που στη στράτα της βρίσκει
στρατιές δολοφόνους, κακούργους, προδότες
και τρομαγμένη γυρίζει στο Τώρα

και ζητά άνθη κατάλευκα μέσα σε κήπους
να μαζεύουν οι κόρες και οι γιοί σαν δραγάτες
τραγουδώντας τους ύμνους,

Αθάνατη Ελλάδα
και Αθάνατοι Ήρωες,

Αθάνατη Μάνα και Αθάνατη Γη!

(Από το «Καλειδοσκόπιο στην ποίηση 2016»)

 

Στη μνήμη των ηρώων του Πολυτεχνείου
Ποιητικό απόσπασμα από το «Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ»

 

«Παντού στις πόλεις, στα χωριά ψάχνανε τους «ενόχους»

και τους αρπάζαν σαν τα ζα, απλούς, φτωχούς κι αθώους.

Κι οι ένοχοι ήταν πολλοί ολόκληρη η Ελλάδα

κι αριστεροί και δεξιοί ήταν γι’ αυτούς βραχνάδα.

 

Παππούδες, παραπαππούδες μ’ άσπρα γένια, μακριά,

γιαγιάδες μ’ ασπροπλεξούδες γιομάτες με αρχοντιά,

μητέρες κι αδελφάδες πεντάμορφες κορφάδες,

μες στις αυλές στολίζονταν αρχόντισσες κυράδες.

 

Των γέρων τους χτενίζανε  τα άσπρα τους τα γένια

κι οι νεράιδες φέρνανε τ’ αλόχρυσά τους χτένια,

ο ήλιος μας ο ξακουστός και κοσμογυρισμένος

πα στα ουράνια γελαστός ζούσε ευτυχισμένος.

 

Η πριγκηπέσα τ’ ουρανού η αστερολουσμένη

δίπλα στο θρόνο του Θεού στο σμάλτο της πνιγμένη,

την ομορφιά της χάριζε κι όλο χαμογελούσε

και όλους τους ζωγράφιζε, μαζί τους ξενυχτούσε.

 

Όλους αυτούς και τα στοιχειά πιάσαν και φακελώσαν

και ζωντανή τη λευτεριά στα κάτεργα μαντρώσαν.

Τη θηριωδία άρχισαν άγνωστη στη φυλή μας

κι όλα τα αλώνισαν μαύρισαν την ψυχή μας.

 

Α ναι, και κείνους της Ε.Σ.Α.* πώς τους εκάναν έτσι!

Παιδιά, βλαστάρια ζωντανά της χούντας βάλαν φέσι.

Σαν γκεσταπίτες Γερμανοί ορμούσαν και χτυπούσαν

και έξαλλοι και μανιακοί οικτρά τους τυραννούσαν.

 

Και κάμποσοι σακάτηδες βγαίνανε τρομαγμένοι

στις καταχνιές μπροστάρηδες μπαρουτοκαπνισμένοι.

Αετοί που τους εκόψανε νύχια, φτερά και φόρα

κι όλους τους σακατέψανε στα μέσα του αιώνα.

 

Σε καφενέδες μπαίνανε σ’ ακρογιαλιές, σοκάκια

κι αφηνιασμένοι τρέχανε σε γειτονιών σπιτάκια,

χτυπάγανε και σπάζανε παράθυρα και πόρτες

απ’ τα μαλλιά αρπάζανε όλους τους πατριώτες.

 

Βγαίναν και τους ρωτάγανε πιο είν’  τ’ αμάρτημά τους;

Κι οι ίδιοι απαντάγανε μ’ ορθό τ’ ανάστημά τους:

«Δεν είμαστ’ εμείς οι εχθροί που ψάχνετε εδώ πέρα,

της λευτεριάς είμαστ’ αετοί της λευτεριάς η μέρα!

 

Εμείς όλα τα δώσαμε για τούτη την πατρίδα

και τη τιμή μας σκώσαμε περφάνια μας κι ασπίδα.

Τίποτα δεν κρατήσαμε που να ’ναι πια δικά μας

τον πλούτο μας μαδήσανε και τα ιδανικά μας.

 

Και τιμωρίες άγνωστες μας ρίξανε στις πλάτες

δολοφονίες άνανδρες στων φυλακών τις πλάκες.

Α! Κι ερχόσαστε σεις ξανά να βρείτε τι, δραγάτες;

Άδεια μας είναι τα κορμιά κι άρρωστες οι ανάπνες.

 

Άλλες με χρόνια φυλακή και μαυροφορεμένες

μ’ άσπρα μαλλιά στην κεφαλή πρόωρα γερασμένες

και κάνα δυο στην αγκαλιά παιδιά είχαν σφιγμένα

της φυλακής κληρονομιά αγνώστου, γιοι, πατέρα.

Απ’ τα σπιτάκια βγήκανε σα να ’ταν στοιχειωμένες

τους αλυχτώντες βλέπανε με τρίχες σηκωμένες.

Μπρος τους στεκόντουσαν ορθοί με ρόπαλα στα χέρια

άγριοι κι επιθετικοί, στάζαν σκλαβιά, φοβέρα.

 

Τα στρίβανε στα χέρια τους, μ’ αυτά ηδονιζόταν

και μέσα απ’ τα μάτια τους λάμψεις φωτιάς πετιόνταν.

Σαν τα θεριά ήταν πολλοί, όπως στα παραμύθια

και περιμέναν τη στιγμή να ορμήξουνε τ’ αγρίμια.

 

Μόνο εσείς κοιτάξετε στα στήθια την ψυχή σας

ψαχτείτε, δείτε, έχετε ακούγετ’  η φωνή σας;»

 

Μάνες στεκότανε μπροστά            με τα μικρά παιδιά τους

μάνες π’ αφήναν βογκητά και πόναγ’ η καρδιά τους,

 

 

Καμιόνια στέκονταν πιο κει που έφεραν μαζί τους

και των φαντάρων η ψυχή έτρεμε στη φωνή τους.

Σαν αετίνες στέκονταν παιδιά και νέες μάνες

και τους θωρούσαν, φλέγονταν, σαν πορφυρές λαμπάδες.

 

Με πετρωμένη τη ματιά, τα στήθια προς τα πέρα

και τεντωμένα τα φτερά διώχνανε τη φοβέρα.

Κι εκεί που τους κοιτάγανε           με μάτι’ αγριεμένες

αμέσως τους θυμίσανε κατάρες και χολέρες

 

Και άρχισαν τους θρήνους τους να τους εκάνουν θρύλους

τους καημούς στους μύλους τους μετέβαλαν σε ήλιους

και τους κρουνούς τους άνοιξαν στα ματωμένα στήθη

και τρομαγμένα πέταξαν στενάγματα και λήθη.

 

Με γράμματ’ απ’ τις φυλακές, που γράφανε τραγούδια

μες απ’ των στίχων λυκαυγές ζωγράφιζαν λουλούδια

και στους συντρόφους στέλνανε τα κρινοδάκρυά τους

κι ανάμεσα τους λέγανε και τα παράπονά τους.

 

Και πού και πού τους γράφανε τα πιο βαριά τους πάθη

τη συμφορά που πάθανε κι η νιότη τους που χάθη

κι αφήνανε ξαλάφρωμα να βγαίν’ απ’ την καρδιά τους

οι βιασμοί σαν πλάκωμα απ’ τους χωροφυλάκους.

 

Αφόρητες πληγές, σκληρές            που έφερναν στα σπλάχνα

και κάμποσες, οι πιο πικρές απ’ των φυλάκων άντρα.

Κι ανάμεσα τους γράφανε τον πιο μεγάλο πόνο

πώς θα το παίρναν άραγε που θα γεννούσαν νόθο;

 

Α βέβαια ναι, ήτανε πολλές οι κοπελίτσες

πικρά ποτήρια ήπιανε από εθνοφρουρίτες.

Και ταπεινώσανε σκληρά παρθένες και γυναίκες

μες στη μεγάλη κτηνωδιά και κάμποσες μητέρες.

 

Και γονατίσανε οικτρά, εσένανε πατρίδα

και σκόρπιζαν μ’ αναισθησιά αίσχος κι απεπλισία.

Και κείνοι απαντούσανε με την καρδιά σπασμένη,

«άνθη κι αν σας γκρεμίσανε σας παίρνουμ’ απ’ το χέρι».

 

Δε νοιάστηκαν το τι θα πει η τότε κοινωνία

που είχε δάχτυλο μακρύ γιομάτο αμαρτία.

Κι ανάμεσα τις γράφανε λόγια για την πατρίδα

ότι και αυτή βιάστηκε μα έμεινε αγία.

 

Μόνη της τάχθηκε να ζει, μόνη με τα παιδιά της

να ζει και να μεγαλουργεί, μόνη στη λευτεριά της.

Αυτά και άλλα πιότερα τις γράφαν οι συντρόφοι

και ξέχναγαν τα βάσανα παγάδωναν οι πόνοι.

 

Και έπαψαν τη μοίρα τους να κλαιν και να θρηνούνε

κι όλη τη δυστυχία τους να μην μοιρολογούνε.

Αυτόν τον κόσμο ήρθανε πάλι για να τους πάρουν

να τους ρημάξουν θέλανε να τους κατασπαράξουν.

 

Κόσμος π’ ονειρευότανε μια ζωντανή Ελλάδα

π’ ανέκαθεν παλλότανε σαν αναμμένη δάδα,

έτσι σε αγαπήσανε κι αίμα τους είχες γίνει

κι οι χτύποι που κροτούσανε θεριά ρίχναν και τείχη.

 

Αχ! Πώς επαναλαμβάνεται πικρά η ιστορία,

για χάος τώρα νοιάζονται για μίσος κι αμαρτία.

«Ναι!» στην Ελλάδα, λέγανε, των χριστιανών ελλήνων,

«Ναι!» στην Ελλάδα ψέλνανε όλων των μεγαλείων.

 

Τέτοια η κτηνωδία τους και η παραφροσύνη,

άγνωστ’ η υστερία τους, τρελή αλλοφροσύνη.

Μοιάσαν τους παλιότερους σαν τους ρωμαίους, τούρκους,

γενίτσαρους και βούλγαρους, γερμαναράδες μούργους.

 

Τάχα, και πού δεν μοιάσανε μ’ αυτούς τους κολασμένους;

Το φασισμό μας φέρανε απ’ τους σαβανωμένους

κι άρχισαν θέρο τα θεριά και χάλαγαν τα πλήθη

μάστιγα έπεσε βαριά και σκόρπαγαν οδύνη.

 

Κλείσανε πόρτες, σύνορα κρύψαν ως και τον ήλιο

και πέρ’ απ’ τον ορίζοντα απλώναν ένα θρήνο.

Τέτοια πατρίδα σαν αυτή, μοναδική στην πλάση

με το στρατό διοικητή τα πάντα θα πατάξει.

 

Και έπραξαν τα άπραχτα και ρήμαξαν την πλάση

και άρπαξαν με άλματα τα πιο λαμπρά σου κάλλη.

Και σκόρπιζαν και χάριζαν           λεφτά που ’ταν κλεμμένα

απ’ τον ιδρώτα στάλαζαν στο αίμα βουτηγμένα.

 

Από το μόχθο του λαού τα δώσαν στους χωριάτες

ρίξαν καρπούς του διχασμού και νιώθαν σαν αγάδες.

Ν’ αγαπηθούν, να μπιστευτούν για το κατόρθωμά τους

και οι αγρότες να υμνούν τ’ ανδραγαθήματά τους.

 

Στήσαν σε κάμπους, σε πλαγιές κάμποσα καλυβάκια

κι απ’ τις παλιές τις εποχές, τους σβήσαν τα χρεάκια.

Τι χλαλοή και τι χαρά που κάναν τ’ ανθρωπάκια!

Στα όνειρά τους τα βαθιά γελούσαν τα μουστάκια.

 

Πού να τολμήσεις να τους πεις πως ήταν αδικία!

Τη χούντα είχαν Παναγιά, τη λέγαν σωτηρία.

Ω! Τι να πρωτοθυμηθείς, τι να πρωτοκοιτάξεις

και πιο δρομάκι να διαβείς να κρυφαναστενάξεις!

 

«Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», ουρλιάζανε σαν λύκοι,

των λύκων των πραγματικών τους πάγωνε η φρίκη.

Σε σπάραξαν οι άθλιοι τα κάναν άνω κάτω

της χούντας γιοι και άτιμοι της λευτεριάς το φιάσκο.

 

Και σαν τα όρνια όρμησαν με τανκ μέσα στους δρόμους

σιδεροπόρτες γκρέμισαν και ρίχναν στους ανθρώπους.

Και χάλασαν τα νιάτα μας αλώνισαν οι λύκοι

μαύρα σου βάλαν, μάνα μας, σε γέμισαν με φρίκη.

 

Μες στη μαύρη πορεία τους π’ άφηνε απελπισία

σύραν τη δυναστεία τους πέρ’ απ’ την προδοσία,

πάνω στην Κύπρο όρμησαν, στην όμορφή μας νύφη

και στη φωτιά την έριξαν τα πιο φρικώδη χτήνη.

 

Τη σκίσαν, τη ματώσανε κι άνοιξαν την καρδιά της

και στα σκυλιά τη ρίξανε και κλαίνε τα παιδιά της.

Φωτιά πλατιά και άναψε μπουρού ήταν οι Τούρκοι,

κι έναν Αττίλα στείλανε, άτιμο οι πανούργοι,

 

Και νάτος, ήρθε με φωτιές να βάλει πειθαρχία

μαζί με τους σοβινιστές κι η χούντα, η αμαρτία.

Και έγινε μια εισβολή και μία εκστρατεία

και έμεινες πια ορφανή μόνη στη δυστυχία.

 

Μια δυστυχία αφόρητη πιότερο για την Κύπρο,

τη σύρανε αιμόφυρτη σε ακανθώδη κήπο.

Μάνες πολλές χηρέψανε βλαστάρια νιοι χαθήκαν

παιδάκια ορφανέψανε τα σπίτια τους καήκαν.

 

Δύσκολες πέρασαν χρονιές           μέσα απ’ την αμαρτία

μάρτυρες βγάλανε στρατιές κόκαλα και λατρεία.

Μέχρι που ήρθε μια αυγή, πεθαίν’ η προδοσία

σαν γύπες πια οι χουντικοί αφήσανε τη λεία.

 

Και άστραψε της λευτεριάς το λάβαρο και σκώθη

και το σκοτάδι της σκλαβιάς με μιας εθανατώθη.

Κάπου στο τέταρτο κοντά, που ’γερνε ο αιώνας

όλα τα νέα μας παιδιά σ’ υμνούσαν τραγουδώντας.

 

Τις δάφνες που σ’ αδράξανε και σου ’φεραν σκοτάδια,

οι νέοι μας τις πιάσανε μ’ ανείπωτη περφάνια.

Και φτάσανε, ω φτάσανε όλοι σου οι ανθρώποι

κι ανάμεσα μας ήρθανε κι αυτοί, ως χτες, σπιόνοι.

 

Έχουνε οι εχθροί σβηστεί και γίναν δημοκράτες

μπροστάρηδες, μαχητικοί της χούντας οι κεκράχτες

Όλοι μαζί και με κραυγές φωνάζαν τώρα ζήτω

και κοκκινίζαν σαν αυγές στον πορφυρό τον ήλιο.

 

Μόνο που η Κύπρος έμεινε           μονάχη και ορφανή

και καρτερεί, Ελλάδα μας, να βρει ξανά ψυχή!

 

(* Ε.Σ.Α.. Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία. Προϋπήρχε αλλά κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, 67-

74, ο ρόλος της και τα άντρα της θύμιζαν γερμανικά SS.)

Βάιος Φασούλας

Array

 

Δείτε όλα τα βίντεο στο WEBTV του trikalaola.grClick στην TV
Συγκεντρωμένα όλα ΕΔΩ