20.6 C
Trikala
Παρασκευή, 3 Μαΐου, 2024

Εποποιίες

 

- Advertisement -

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Πηγαίναμε με το αυτοκίνητο στο χωριό του πεθερού μου, ενός πολυδιαβασμένου ανθρώπου. Πριν από αρκετές δεκαετίες. Το χωριό, ορεινό στην Αρκαδία, ήταν με διψήφιο αριθμό γερόντων πια. Στο δρόμο συναντούσαμε ερείπια και ο πεθερός μου σχολίαζε: “Καθένα από αυτά είναι και μια εποποιία”. Δεν ήμουν βέβαιος πως καταλάβαινα τι ακριβώς εννοούσε, ώσπου πριν από δύο δεκαετίες ταξίδεψα στη Μελβούρνη για ένα συνέδριο.

Το ταξίδι, πάνω από 20 ώρες, μας έδωσε την ευκαιρία να γνωριστούμε στο αεροπλάνο με μια γυναίκα που συνόδευε ένα παλικάρι 17-18 χρονών που είχε όλο το δεξιό κάτω άκρο του στο γύψο. Μας προσκάλεσε στο σπίτι της. Πήγαμε πραγματικά, από περιέργεια, να δούμε πώς ζουν οι κάτοικοι της τρίτης (ή τέταρτης, δεν είμαι βέβαιος) σε πληθυσμό Ελληνικής πόλης. Η γειτονιά ήταν καθαρά Ελληνική. Στα μαγαζιά έβλεπες μόνο Ελληνικές επιγραφές. Στο σπίτι της οικοδέσποινας ήλθαν και άλλοι γείτονες να δουν τους Έλληνες από την πατρίδα. Και μάθαμε την ιστορία της. “Ειδύλλιο και εποποιία” επιγράφει το 4ο μέρος των Αθλίων του ο V.Hugo. Ήταν από την Κατερίνη. Εκείνη ντόπια, εκείνος Πόντιος. Αγαπήθηκαν, παντρεύτηκαν. Καμιά από τις δυο οικογένειες δεν καλοδέχθηκε το γάμο. “Δεν μπορείς να παντρευτείς έναν ξένο!”. Κι ας ήταν “ομόηθοι, ομόθρησκοι, όμαιμοι, ομόγλωσσοι” (Ηρόδοτος). Ήταν απλώς ξένοι! Δεν είχαν δουλειά, το μωρό χρειαζόταν γάλα και κανένας από τις δυο οικογένειες δεν βοήθησε. Αναγκάσθηκαν να εκπατρισθούν, “οικονομικοί μετανάστες”, στην Αυστραλία. Έκαναν ένα μικρό κομπόδεμα και επέστρεψαν στην Κατερίνη, όπου άνοιξαν ένα καφενείο. Όλα πήγαιναν καλά. Η κόρη τους αγάπησε κάποιον ντόπιο, αλλά που ζούσε μόνιμα στη Στοκχόλμη. “Με τις ευχές μας”, είπαν και οι γονείς. “Ζήσαμε κι εμείς στην ξενιτιά και ξέρομε τι σημαίνει”. Έφυγαν παντρεμένα τα παιδιά και μετά από λίγους μήνες έρχεται το τηλεγράφημα: “Ελάτε να με πάρετε!”. Τι να συνέβαινε; Τηλέφωνο δεν είχαν. Έτυχαν και σε μια πανευρωπαϊκή απεργία των αεροπορικών γραμμών. Πούλησαν το καφενείο για τα έξοδα του ταξιδιού και μετά από περιπέτεια γυρίζοντας σε όλη την Ευρώπη φθάσανε στη Στοκχόλμη. Δεν ξέρω με ποιο τρόπο ήλθαν σε επικοινωνία με την κόρη τους και τη συνάντησαν. Είχε κάποιους μώλωπες. Την έδερνε. Ενώ τους μιλούσε για τη ζωή τους, έφθασε και η αστυνομία. Τους πήραν στο τμήμα. “Με σας δεν έχομε πρόβλημα. Αλλά το σύζυγό σας τον παρακολουθούμε στενά, διότι είναι έμπορος ναρκωτικών!” Πίσω στην Κατερίνη, αλλά τώρα χωρίς δουλειά και χωρίς λεφτά. Ξανά Μελβούρνη. Άρχισαν να συνέρχονται. Ο τρίτος γιος τους δεν τάπαιρνε τα γράμματα, έτσι πήγε λιμενεργάτης. Λίγες μέρες αφότου έπιασε δουλειά, ενώ εργαζόταν στο αμπάρι ενός πλοίου, κόβεται ένα σχοινί από 20 μέτρα ψηλά και πέφτει το φορτίο, 2 τόνοι, πάνω στο παλικάρι. Δεν σκοτώθηκε, αλλά γλίτωσε με πολλά κατάγματα. Τα περισσότερα αντιμετωπίσθηκαν επιτόπου, αλλά για το πιο σοβαρό, στο δεξιό κάτω άκρο, τους απογοήτευσαν οι γιατροί. Άκουσαν ότι στη Γερμανία υπήρχε ένας ειδικός ορθοπεδικός, πούλησαν ό,τι μπορούσαν και εμείς συναντήσαμε τη μητέρα με το παιδί στο αεροπλάνο ενώ επέστρεφαν.

Τι να πρωτοσκεφθεί κανένας με μια τέτοια ιστορία. Την απέχθεια στον “ξένο”; Μετά από δεκαετίες συγκατοίκησης εξακολουθούσαν αμοιβαία να είναι ξένοι. “Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είν΄ και μπαλωμένο”. Την αφομοίωση κανένας δεν τη θέλει. Οι ντόπιοι, ακόμη και καλοπροαίρετοι, την εννοούν να γίνουν οι ξένοι όμοιοι με μας, δηλαδή να απαρνηθούν την ταυτότητά τους. Οι ξένοι: μα αυτό δεν γίνεται! Σημαίνει υπαρξιακή θυσία. Το πάντρεμα όμως είναι δυνατό. Και δημιουργικό.

Να πρωτοσκεφθεί κανένας πως το “παπούτσι από τον τόπο μου”, έξω από τον τόπο του μπορεί να γίνει έμπορος ναρκωτικών; Τη συμπεριφορά μας την καθορίζει σε σημαντικό βαθμό ο καθένας μας, αλλά σε εξίσου σημαντικό βαθμό την καθορίζει το περιβάλλον, τόσο το έλλογο όσο και το φυσικό.

Ή να πρωτοσκεφθούμε την τεράστια δύναμη της αγάπης, που υπερνίκησε όλα τα εμπόδια, που έπεσε, σηκώθηκε, ξαναέπεσε ξανασηκώθηκε και αγωνίζεται και αντέχει; Τώρα ήξερα τι εννοούσε ο πεθερός μου λέγοντας “εποποιία” και τι εννοούσε ο Ουγκώ συνδυάζοντάς την με το “ειδύλλιο”.

Είμαι επιφυλακτικός μπροστά σε κάθε “ξένο”, που τις περισσότερες φορές είναι κυνηγημένος από τον τόπο του είτε από φυσικές καταστροφές, είτε από σφαίρες είτε και απλώς από ανέχεια. Και όλα τα κυνηγημένα ζώα συμπεριφέρονται άγρια, επιθετικά. Από την άλλη, μπορώ να επωφεληθώ. Ο ξένος είναι έτοιμος να παράσχει εξυπηρέτηση με χαμηλή αμοιβή. Προπάντων όμως, αγαπώ, γιατί πηγάζει από μέσα μου, όπως σε ένα κεραυνοβόλο έρωτα με την πρώτη ματιά. Αλλά αγαπώ και όποιον μου συμπεριφέρεται με αγάπη, ακόμη και όταν δεν τη νοιώθει. Θυμάμαι ένα κατσικάκι μωρό. Το είχαν χωρίσει από τη μητέρα του και για ένα διάστημα ανέλαβα εγώ να το ταΐζω με το μπιμπερό. Δεν ήθελε να φύγει από δίπλα μου δείχνοντάς μου την αγάπη του. Τις νύχτες – ήταν καλοκαίρι και κοιμόμουν στο ύπαιθρο – ερχόταν και ξάπλωνε κάτω από το κρεβάτι μου. Με αγαπούσε γιατί του έδειχνα αγάπη και το αγάπησα κι εγώ. Όσο δεν βρισκόμαστε σε άμεσο κίνδυνο, έχομε τις εφεδρείες να επιλέγουμε πώς να συμπεριφερθούμε. Η χωρίς παρόντα λόγο επιφυλακτικότητα ή και επιθετικότητά μας κύρια αιτία έχει τη δική μας φοβία, τον παράλογο φόβο μας, δηλαδή, την αίσθηση κατώτερότητάς μας, που, για να την αντιμετωπίσουμε, τη μετατρέπομε σε ανωτερότητα απέναντι σε έναν άλλο. Αυτή τη σοφία μας τη μετέφεραν οι ιεροί δάσκαλοι των προγόνων μας. Για τον ξένιο Δία, η φιλοξενία ήταν απαραβίαστη. Σε κατάχρησή της από οποιαδήποτε πλευρά, ο ίδιος ο Δίας τιμωρούσε αμείλικτος. Ο Δίας (η κυβέρνηση), όχι ο οικοδεσπότης. Οι Δαναΐδες που μίαναν τον τόπο που τους πρόσφερε καταφύγιο καταδικάστηκαν να γεμίζουν ένα πιθάρι με νερό. Μόνο που αυτό ήταν τρύπιο και εξακολουθούν να κουβαλάν ως σήμερα νερό. Ο Ιξίων δολοφόνησε το φιλοξενούμενο πεθερό του και ο Δίας τον έδεσε σε ένα φλεγόμενο τροχό με φίδια που ακόμα σήμερα περιστρέφεται. Ο άλλος μέγιστος Διδάσκαλος μας λέει: Τότε ποκριθήσονται ατ ο δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σ είδομεν πεινντα κα θρέψαμεν, διψντα κα ποτίσαμεν; Πότε δ σ εδομεν ξένον κα συνηγάγομεν, γυμνν κα περιεβάλομεν; πότε δ σ εδομεν σθεν ν φυλακ κα ήλθομεν προς σ; κα αποκριθείς βασιλεύς ρε ατοίς· μήν λέγω μν, φ’ σον ποιήσατε νί τούτων τν αδελφν μου τν λαχίστων, μο ποιήσατε.”. Χωρίς τη φιλοξενία ούτε Έλληνες είμαστε ούτε Χριστιανοί.

Array

 

Δείτε όλα τα βίντεο στο WEBTV του trikalaola.grClick στην TV
Συγκεντρωμένα όλα ΕΔΩ